Η Ανάστασις εις τους Έλληνας και εις τους Χριστιανούς.

 


Διαβάζουμε για έναν περίεργο ανταγωνισμό «Αναστάσεων» ανάμεσα σε «Ελληνιστές» και «Χριστιανούς». Οι μέν πρώτοι διατείνονται ότι εις τους Έλληνας υπήρξαν σειρά Αναστάσεων (αναφορά γίγνεται στον Ορφέα, Διόνυσο, Οδυσσέα κ.α) οι δεύτεροι βέβαια αναφέρονται στη γνωστή Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Επίσης γίγνεται αναφορά και στην περίφημη συνάντηση ανάμεσα στους Αθηναίους και στον χριστιανό Σαούλ-Παύλο ο οποίος τους ξένισε κάνοντας αναφορά στην Ανάσταση του Ιησού διότι διά τους Έλληνας αυτό το γεγονός ως σκέψη και πράξη ήταν παντελώς κάτι το άγνωστο και παράδοξο.

Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο λογικό λάθος σε όλα αυτά, είναι το ίδιο βέβαια λογικό λάθος το οποίο επισυμβαίνει και στην εποχή μας σήμερα. Γενικά όπου υπάρχει η προσπάθεια διαχωρισμού των εποχών σύμφωνα με το σύνθημα «αυτή η εποχή είναι αυτό και για αυτό είναι καλύτερη από κάποια άλλη» εκεί συμβαίνουν πάμπολλα όσα λογικά λάθη διότι χάνεται ο τρόπος της συνεχείας. Η Ανάστασις του Ιησού συνέβη 3 χρόνια (σύμφωνα με όσα έχουν επικρατήσει από όσες πηγές έχουν επικρατήσει και δεν θα συζητήσουμε πράγματα τα οποία αλλαχού τα έχουμε αναλύσει) αφ΄ής στιγμής ο Ιησούς ενεφανίσθη: το έργο του Ιησού είχε χαρακτηριστικά άγνωστα στον αρχετυπικό Ελληνισμό (αυτό όμως δεν προβληματίζει αυτούς οι οποίοι θεωρούν ότι υπήρξε Ανάστασις της Ευρυδίκης ή του Διονύσου): αναφερόμεθα στην έννοια της αμαρτίας, στο σκληρό δυαλισμό σαρκός και πνεύματος, στην υπακοή σε ένα προσωπικό θεό, στη συγκεκριμένη αποφυγή του απείρου και του αχανούς, στη συγκεκριμένη πορεία από τον άνθρωπο προς το θεό των χριστιανών. Υπό αυτές τις συνθήκες ο άνθρωπος της μεταελληνιστικής εποχής όπου έζησε ο Ιησούς είχε ένα χαρακτηριστικό το οποίο ήταν παντελώς άγνωστο στον αρχετυπικό Ελληνισμό: ένοιωθε περισσότερο σάρκα παρά πνεύμα, ύλη παρά φώς, και επιζητούσε στο χαοτικό ρωμαϊκό κόσμο έναν άνθρωπο (θεό) να τον βοηθήσει σε πιο συμπαντικές βάσεις. Άρα η Ανάστασις του Ιησού αναφέρεται σε αυτόν αποκλειστικά τον  πεπτωκότα Άνθρωπο και σε κανέναν άλλον. Υπό την έννοια ότι στην Ελληνική μυθολογία και επική εποχή  (την μυθολογία την αντιμετωπίζουμε σαν μία άλλου είδους πραγματικότητα) ο Διόνυσος, ο Ορφέας, ο Οδυσσέας είχαν μία άλλη τελείως διαφορετική αυτοάποψη για τον εαυτό τους, ως Οντολογικά υποκείμενα τα οποία ουδεμία σχέση είχαν με τον σαρκικό εν λήθη άνθρωπο στον οποίο και μόνον απευθύνεται η Ανάστασις του Ιησού: η Ανάστασις του Ιησού ουδεμία σχέσιν έχει με Οντολογικά Υποκείμενα όπως ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας και λοιποί Ημίθεοι διότι αυτοί είχαν μέσα τους  την οντολογική συνέχεια ώστε να μεταβούν στον Όλυμπο εν πορεία ηρωϊκών πράξεων και ουδεμία ανάγκη είχον κάποιου προσωπικού θεού για να τους καθοδηγήσει. Γι αυτό και ο Όμηρος την κατάβαση και ανάβαση του Οδυσσέως από τον Άδη ούτε καν την ονομάζει Ανάσταση (λέξη άγνωστος εις τους Έλληνας με το χριστιανικό νόημα) διότι ποτέ ο Ήρωας δεν έχασε την οντολογική σειρά και συνέχεια ώστε να μεταβή εις τον Όλυμπο (κάτι που έπαθε ο μορφικός και σαρκικός άνθρωπος της εποχής του Ιησού έχων ανάγκη της «αναστάσεως» ως ενθύμησιν αυτού ακριβώς του ξεχασμένου Οδυσσεϊκού δρόμου).

Γιατί όμως οι Έλληνες είπον στον Παύλο ότι είναι παράδοξο πράγμα η Ανάστασις; Διότι πολύ απλά οι Έλληνες (ειδικά της αρχετυπικής ξεχασμένης σε εμάς περιόδου) είχαν τελείως άλλη άποψη περί του ανθρωπίνου σώματος (αναφερόμεθα σε προΠλατωνικές εποχές) επίσης είχον τελείως διαφορετική άποψη για την εσωτερική οντολογική δύναμιν που προκαλεί το φαινόμενο αυτής της ζωής. Ας γίγνωμεν πιο συγκεκριμένοι: ο Αναξίμανδρος εξήγησε επαρκώς (πέραν των άλλων προσωκρατικών) ότι μία δύναμις υπάρχει ανώλεθρος και αΐδιος και ατρεκής η οποία συνεχώς μετατρέπεται,αναδιανέμεται, ετεροδημιουργείται σε μορφές και ουσίες και τα τοιαύτα. Εάν άκουγε ο Αναξίμανδρος τη λέξη ανάσταση δεν θα την καταλάβαινε οντολογικώς διότι οντολογικώς ανάστασις δεν υφίσταται αλλά πορεία της μιάς και ανωλέθρου δυνάμεως: εγώ τώρα είμαι σε αυτή τη μορφή, μετά αλλοιώς ες άπειρον: ούτε πτώση υπάρχει άρα ούτε ανάστασις για τον αγνό Οντολόγο Έλληνα. Επίσης οι Έλληνες (ας θυμηθούμε τους Ομηρικούς Ήρωας αλλά και το Λεωνίδα) θεωρούσαν το Σώμα ως συνέχεια του Θείου πνεύματος εντός των ώστε δεν θεωρούσαν ότι αυτό πίπτει ή ανασταίνεται αλλά ότι ακολουθεί την πορεία φθοράς και ανακατανομής των οντολογικών δυνάμεων που το αντιπροσωπεύουν: όλα όσα διαβάζουμε για ανάσταση Διονύσου, Περσεφόνης, Αδώνιδος, Ορφέως, Οδυσσέως, δεν είναι Ανάστασις: ανά ίσταμαι σημαίνει ότι κάπου έχω πέσει και πρέπει να ανα-σταθώ: όμως αυτό ήταν άγνωστον θέμα εις τους οντολόγους Έλληνας: για αυτούς υπήρχαν μέρη όπου απλά ετροποποιείτο η ανθρωπίνη οντολογική  δύναμις η οποία και πάλι αποκτούσε μορφή έως υπομείνει όλες τις οντολογικές αλλαγές της ανωλέθρου αυτοδυνάμεως: αυτό όμως δεν είναι ανάστασις αλλά συνέχεια της μίας οντολογικής μου δυνάμεως με εξωτερικές αλλαγές, διότι ούτε υπό ούτε υπερ κάποιου πράγματος οδεύω: απλά προχωρώ με διαφορετικό περίβλημα στην ανώλεθρο δύναμη που με αντιπροσωπεύει: διότι ο Διόνυσος όπως και σύμπας ο Ελληνικός κόσμος δεν θεωρούσε ως απώλεια τον Άδη αλλά ως σταθμό στη συνεχή οντολογική του πορεία η οποία αλλάζει σταδιακά πολλές μορφές: για αυτό και η κάθοδος του Οδυσσέως στον Άδη είναι απλά μέρος οντολογικού ταξειδίου και όχι Ανάστασις διότι ο Οδυσσέας δεν έπεσε ώστε να ανασταθεί απλά πορεύθηκε στα στάδια του Οντολογικού του ταξειδίου.

Από τον Πλάτωνα όμως και έπειτα το Όν λησμονήθηκε, η καλλίτερα εκλείσθη στον κύκλο από την Ιδέα προς τον Άνθρωπο διά της φύσεως: σε αυτόν τον κύκλο θεωρήθηκε κατά ένα τρόπο Ελληνικώς άγνωστο ότι η ιδέα είναι το καλό και η ύλη το κακό, η ζωή της Ιδέας επειδή είναι άφθαρτος είναι καλή ενώ η ζωή της ύλης κακή διότι περιέχει πόνο: το όν μερίσθηκε σε καλή ζωή ιδέας και σε κακό θάνατο ύλης: κατά ένα τρόπο άγνωστο στους Έλληνας οντολόγους: δυστυχώς όλο αυτό αποθεώθηκε από το Σωκράτη, την Αριστοτελική ηθική, ώστε οι Στωϊκοί και οι Επικούρειοι προσπαθώντας να το ελέγξουν το αποθέωσαν: ξαφνικά ο Άνθρωπος έχασε την ευθεία οντολογική του πορεία όπου μορφή και θάνατος δεν υπήρχαν, υπήρχε όμως μορφή και άλλος τρόπος της μορφής ως οντολογική συνέχεια: τώρα στον κύκλο του Πλάτωνος τον οποίο υιοθέτησαν οι χριστιανοί, οι άνθρωποι έβλεπαν τον καλό και πνευματικό θεό και ένοιωσαν ότι δεν έχουν άλλη διέξοδο παρά μόνο το πλησίασμά του: ένοιωσαν πεπτωκότες και ότι θα έπρεπε να ανασταθούν κοντά στο υψηλό λαι πνευματικό θεό ώστε να αποφύγουν την ύλη και το κακό σαρκίο: η Ανάστασις μόνον σε αυτόν τον κύκλο έχει νόημα και όχι στην ευθεία οντολογική Οδυσσεϊκή σειρά του αρχεγόνου Ελληνισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

vasilios888@yahoo.gr