Η πρώτη νύχτα γάμου των Σπαρτιατών.

 


Η πρώτη νύχτα γάμου των Σπαρτιατών.

Αλιεύσαμε στο διαδίκτυο ασύλληπτης ευηθείας και κακονόησης δημοσιεύματα για την περίφημη πρώτη νύχτα του γάμου των Σπαρτιατών. Δυστυχώς (το έχουμε τονίσει αυτό πολλαπλώς) η ενασχόληση με τα Ελληνικά πατρώα κείμενα δεν είναι εύκολη υπόθεση: για κανέναν: δεν υπάρχει φιλόλογος ο οποίος να μπορεί να καταλάβει τη βαρύτητα των λέξεων (διότι πολύ απλά δεν έχει ζήσει στην Αρχαία Ελλάδα): αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα παρερμηνεύουμε αισχρώς τα ιερά κείμενα των προγόνων μας λέγοντες ανυπόστατα πράγματα. Επί τω προκειμένω η παρανόηση του θέματος  «η πρώτη νύχτα του γάμου των Σπαρτιατών» (όπως θα δούμε) στηρίζεται στη φρικτή παρανόηση της λέξεως : εραστής/

Ο εραστής και ο ερώμενος παράγονται από το εράω-ώ, το οποίο σημαίνει : αγαπώ. Ή μάλλον: στη νέα Ελληνική είναι αμετάφραστο διότι καταστρέφουμε την Ελληνικότητα του ρήματος εάν το μεταφράσουμε : ως αγαπώω. Σημαίνει κάτι το οποίο μόνον οι Έλληνες μέσα στο σύμπαν που ζούσαν κατανοούσαν ενορατικά και βιωματικά, εμείς δεν μπορούμε να το καταλάβουμε, το καταστρέφουμε εάν το μεταφράσουμε σύμφωνα με το χριστιανικό: αγαπώ. Στο κείμενο του Πλουτάρχου από αυτό το ρήμα έχει προέλθει όλη η ανόητη παρανόηση για την πρώτη νύχτα του γάμου των Σπαρτιατών η οποία ήταν συνέχεια του ήθους και της αξίας των Σπαρτιατών.

Το ερώ (σανκριστικά rasah= υδρεύω, κυλώ, διαρρέω) δεν έχει καμμία σχέση με τη σημερινή χυδαιοποίηση του εννοήματος : εραστής:  το ρήμα ως παράγωγο της ροής σημαίνει ότι εν τη ροή του συμπαντικού όλου όπου ζούσαν οι Έλληνες ρέει η αισθηματική και πνευματικότης του όλου: άρα ερώ σημαίνει ότι μεταφέρω στον Άλλον την ρέυουσα δύναμη του όλου ως συναίσθημα και πνεύμα: άρα ο εραστής είναι αυτός ο οποίος μεταφέρει στον ερώμενο την ρέουσα δύναμη του παγανιστικού όλου μέσα στο οποίο άνθισε ο Σπαρτιατικός οντολογικός πολιτισμός: οι Έλληνες διά του εραστού εννοούσαν τον ρεύσαντα σε πνευματικό επίπεδο τη ροή του όλου στον ερώμενον: για αυτό και ο Πλάτων αναφέρει τον Σωκράτην ως εραστή ρέοντα τη δύναμη  του όλου; Σε πνευματικό επίπεδο: σε αυτή τη βάση ο εραστής Σπαρτιάτης ήταν ο  ρέων την πνευματική δύναμιν του συμπαντικού ρέοντος όλου στον ερώμενο Σπαρτιάτη σε οντολογικό επίπεδο: η λέξις κατά-στράφηκε όταν ο μονοθεϊσμός δεν άντεξε αυτό το επίπεδο της ανθρωπίνης σχέσης και επειδή ήθελε όλα να τα συνδέσει με το θεό ωνόμασε ως εραστή και ερώμενο μόνον και κυρίως τους σωματικά συνδεομένους: αυτό όμως δεν ίσχυε με αυτές τις λέξεις στην εποχή του Λυκούργου, του Σωκράτους κ.λ.π.

Έχουμε αποδείξει σε πλείστα όσα γραπτά μας ότι ο εραστής και ο ερώμενος είναι η διά του Άλλου ανταλλαγή της ρεούσης συμπαντικής δυνάμεως: άρα ο νέος Σπαρτιάτης ο οποίος περνά τις δοκιμασίες είναι εραστήςη του απείρου και νεωτέρου Σπαρτιάτου, του ερωμένου, διότι ρέει προς αυτόν δυνάμεις εσωτερικής και εξωτερικής ηθικής και οντολογικής  ωρίμανστης: πώς είναι δυνατόν (σύμφωνα με τον Πλούταρχο στο σχετικό έργου του για το Λυκούργο) οι νέοι νυμφευόμενοι Σπαρτιάτες να συνευρίσκονται γρήγορα με τη συμβία ως νεόνυμφοι,έπειτα να επιστρέφουν στους τόπους εκπαίιδευσης (προκειμένου όπως λέγει ο Πλούταρχος να μην απορροφηθούν από την ηδονή ) και εκεί πώς είναι δυνατόν στα στρατόπεδα (σύμφωνα με ανόητα και ατεκμηρίωτα σημειώματα του διαδικτύου) να δίνουν άλλη ανυπόστατη έννοια στις έννοιες  του εραστού και ερωμένου. Τίποτε από αυτά δεν ισχύει, εάν κάποιος απλά θέσει σε  σειρά τη ζωή και τις αξίες των οντολόγων Σπαρτιατών.

Γιατί αργεί η βασιλεία των ουρανών;

 


Γιατί αργεί η βασιλεία των ουρανών;

Το σύνολο των κοσμοθεωρητικών συστημάτων του κόσμου μας χαρακτηρίζονται από την τάση τους να προσφέρουν μία νοητή αρχή αλλά και ένα νοητό τέλος στον κόσμο μας και στον άνθρωπο: τέλος και με την αριστοτελική έννοια (σκοπός) αλλά και με την χρονική έννοια (τελευταίο όριο χρόνου).

Από τη στιγμή κατά την οποία ο Νούς έγινε ο ρυθμιστής της ανθρώπινης ζωής ένα νέο μέγεθος εμφανίσθηκε (πρωτότοκο παιδί της μεταφυσικής): η εσχατολογία. Ο λόγος περί εσχάτων καταστάσεων: η οντολογία της εσχατολογίας είναι ξεκάθαρη: αφ΄ής στιγμής δεχόμαστε ένα νοητό ξεκίνημα του κόσμου και του ανθρώπου θα πρέπει να φαντασθούμε και ένα νοητό τέλος αυτών.Υπάρχει όμως ένα δομικό πρόβλημα στις εσχατολογίες , το οποίο τουλάχιστον  εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε.

Ας πάρουμε την εχατολογία των χριστιανών: υπάρχει η βασιλεία των ουρανών όπου οι καλοί θα γευθούν την αιωνιότητα και οι κακοί θα γευθούν τα  τιμωρητικά άσχημα της κολάσεως. Δηλαδή θα υπάρχει για πάντα το ζεύγος θεού και ανθρώπου; Πώς αυτό είναι δυνατόν; Αφ΄ής στιγμής ο θεός θα εξισωθεί με τον άνθρωπο γιατί θα χρειάζεται και ο θεός και ο άνθρωπος και όχι ένα μέγεθος; Η ιστορία με τον Ιησού (Θεάνθρωπος) περιέχει ένα οντολογικό ατόπημα: αφ΄ής στιγμής η ανθρώπινη φύση μπορεί επάξια να σταθεί δίπλα στο θεό γιατί οι άνθρωποι  υποφέρουν και ο θεός είναι τόσο αλώβητος; Γιατί διαλύθηκε το θεανθρώπινο μοντέλο του  Αδάμ και της Εύας και  του θεού ως κάτι το ενοποιητικό; Άρα όταν ο θεός εξεδίωξε τον Αδάμ και την Εύα εξεδίωξε ένα κομμάτι του εαυτού του (διότι βάσει του Ιησού όλα ήταν θεανθρώπινα γιατί μπορεί η ανθρώπινη φύση να ενωθεί τελείως με τη θεϊκή φύση): άρα γιατί στην εσχατολογία της βασιλείας των ουρανών δεν δέχεται ο θεός το ανθρώπινο κομμάτι του ως τέτοιο αλλά μέρος αυτού (διότι οι δίκαιοι θα υπάγουν στον παράδεισο ενώ οι άδικοι στην κόλαση). Οι άδικοι αποτελούν κομμάτι  του θείου μέρους άρα ο θεός διώχνοντας  τους αδίκους διώχνει κομμάτι του εαυτού του, πράγμα αδύνατο. Η εσχατολογία αφήνει έξω του παραδείσου οριστικά κομμάτι της ανθρωπίνης δημιουργίας, πώς αυτό είναι δυνατόν αφ΄ής στιγμής ο θεός τα έκανε όλα καλά; Επίσης κατοχυρώνει αιωνίως την ύπαρξη παραδείσου και κολάσεως ενώ ο θεός έφτιαξε τον κόσμο ως ενιαίο μέγεθος λίαν καλώς; Δηλαδή δεν θα επιστρέψουν όλοι στον παράδεισο; Πότε φτιάχθηκε η κόλαση η οποία μάλιστα θα είναι και αιώνια;

Το θεμελιώδες όμως πρόβλημα το οποίο ήδη τονίσαμε  είναι άλλο. Η εσχατολογία αποτελεί το κλείσιμο του ΄κοσμικού κύκλου και την απελευθέρωση της οντολογικής συνεχείας των δυνάμεων οι οποίες για λίγο απετέλεσαν τον κόσμο μας και έγιναν και άνθρωποι: άρα ουσιαστικά ή εσχατολογία απελευθερώνει όλα όσα απετέλεσαν την αρχή του κόσμου και  του ανθρώπου: τα οποία ως οντολογικές δυνάμεις θα συνεχίσουν το οντολογικό τους ταξείδι: δημιουργώντας νέους κόσμους και μορφές: άρα πώς είναι δυνατόν στη βασιλεία των ουρανών να ξαναϋπάρξουν όλα όσα υπήρξαν στη γή πρόσκαιρα στην διάστασή μας; Η εσχατολογία λαμβάνει το υλικό από τον πρόσκαιρο κόσμο και άνθρωπο και το απολυτοποιεί αυθαίρετα ως αιώνιο ενώ όλα είναι πρόσκαιρες μετατροπές της μιάς και ανωλέθρου δυνάμεως η οποία έπειτα από κάθε μορφή δημιουργεί νέα μορφή, δεν σέβεται καμμία εσχατολογία αλλά όλα τα διαλύει τα ξαναφτιάχνει και τα προωθεί με νέες ανακατανομές δυνάμεων.

Από την Πλατωνική ιδέα στην μαρξιστική ιδέα. Ποια είναι η διαφορά;η πρόοδος ως πλήρης λογικοποίηση.

 


Από την Πλατωνική ιδέα στην μαρξιστική ιδέα. Ποια είναι η διαφορά;η πρόοδος ως πλήρης λογικοποίηση.

Τι ακριβώς εννοούσε ο Πλάτων λέγοντας ιδέα; Δεν έχει κατά ανάγκη σχέση η λέξη αυτή με τη θεωρία ή την πνευματική ενατένιση των πραγμάτων. Για αυτό εξάλλου ο Αθηναίος φιλόσοφος δεν έμεινε στη στείρα θεωρία αλλά προσπάθησε να πλαισιώσει το σύστημά του με ηθικές αξίες και κυρίως να πλαισιώσει τις ιδέες του μέσα σε ένα ολοκληρωτικό πολιτικό σύστημα.

Η ιδέα ως ετυμολογία σχετίζεται με το ρήμα οράω-ώ, β΄αόριστος είδον, τι βλέπει λοιπόν ο Πλάτων και το καταθέτει ως ιδέα; Βλέπει και ορά συμπαντικές δυνάμεις οι οποίες διέπουν τον κόσμο του. Άρα πρέπει οι δυνάμεις αυτές να αποκτήσουν όνομα,, ταυτότητα, χαρακτήρα, αυτό είναι η ιδέα. Η Πλατωνική ιδέα λοιπόν είναι η πνευματική αλλά και παρατηρητική δυνατότητα ταξιθέτησης των δυνάμεων τις οποίες βλέπει ενορατικά ο άνθρωπος και πρέπει να τις βάλει σε μία σειρά: η ιδέα είναι σειρά ταξιθέτηση κατηγοριοποίηση δυνάμεων συμπαντικών κοσμικών οντολογικών οι οποίες από το μυαλό καταβαίνουν στην όραση (αίσθηση πνεύματος) και εισέρχονται στην ιδεατή κατηγοριοποίηση: άρα η ιδέα είναι τάξη σύνολο δομή: η ιδέα του αγαθού είναι οι δυνάμεις της πορείας της ανακατανομής της ισορροπίας της εξέλιξης όπως τις παρατηρούμε από τον ήλιο έως τη γή, από την ισορροπία των πλανητών, του φυσικού και εμβίου περιβάλλοντος.

Άρα η Πλατωνική ιδέα είναι η ικανότητα του ανθρώπου να ταξιθετεί τις δυνάμεις που κινούν τον κόσμο και τον άνθρωπο: είναι ή ύστατη αφαιρετική διαδικασία, αυθαίρετη και ανύπαρκτη οντολογικά: τι σημαίνει ότι κάποιες δυνάμεις τις κατηγοριοποιώ και τις προσφέρω ως ιδέες, ως οργανωμένα σύνολα δυνάμεων που επηρεάζουν τον άνθρωπο και τον κόσμο; Σημαίνει ότι διαλύω την οντολογκή συνέχεια, επιλέγω κάποιες δυνάμεις ώστε να τις καταστήσω ιδέες και με αυτές να κτίσω την οικία που θα ονομάσω Πόλιν και Ανθρώπινο πολιτισμό. Οι πλατωνικές ιδέες δεν είναι αυθύπαρκτες οντολογικές δυνάμεις, ο Πλάτων τις φοβήθηκε, φοβήθηκε τον Όμηρο, και προσπάθησε όλα να τα κλείσει στο ανθρώπινο μυαλό μέσα από την απροσμέτρητη νοησιοκρατία του: αυτό το μυαλό αυθαίρετα ταξιθετεί τις δυνάμεις του όλου που χρειάζεται με το νού του και τις δομεί σε σύνολα ώστε να φανούν ως ιδέες και επειδή αυτές θα οδηγήσουν και θα καθοδηγήσουν τον άνθρωπο (εκ του άγω) ονομάζονται αξίες.

Άρα δεν υπάρχει καμμία ιδέα του καλού του ωραίου, του κακού, του βλαβερού: απλά επιλέγω δυνάμεις οι οποίες είναι χρήσιμες για το πολιτικό μοντέλο του ανθρώπου που θέλω να κτίσω: πρώτα στο πλατωνικό μυαλό υπάρχει η δόμηση του κόσμου χωρίς ιδέες και έπειτα κατασκευάζονται οι ιδέες: για αυτό σε ολους τους διαλόγους του μέσα από ατέρμονες συζητήσεις προσπαθεί να πείσει τους πολίτες συζητητές για τις κατασκευασθείσες ιδέες οι οποίες επειδή δεν είναι αυθύπαρκτες οντολογικά αλλά είναι αφαιρετικά σωκρατικά σκευάσματα πρέπει δια της πειθούς να επιβληθούν στην πόλη και στην πολιτική.

Η Οντολογία της Αναστάσεως.

 


Η Οντολογία της Αναστάσεως.

Η Ανάστασις ετυμολογικά προέρχεται από την πρόθεση ανα+το ρήμα: ίστημι: Μάλιστα προέρχεται από το θέμα  του β΄αορίστου =έστην, το οποίο είναι παθητικής διαθέσεως με μετοχή: στάς-στάσα-στάν: στάθηκα: άρα Ανάστασις σημαίνει ότι υπό κάποιας δυνάμεως καταφέρνω και στέκομαι και πάλι όρθιος. Το επίρρημα ανασταδόν στον Όμηρο σημαίνει ότι στέκομαι και καταφέρνω υπό μιάς δυνάμεως να είμαι όρθιος.

Άρα ο Ελληνικός Οντολογισμός έδωσε και πάλι τα υλικά στο χριστιανισμό να δομήσει την δογματική του διδασκαλία με την οποία εκυβέρνησε και κυβερνά την οικουμένη. Εάν όμως προσέξουμε θα ιδούμε ότι η Ανάστασις του Ιησού απλά επαναφέρει κατά εικονικό και ανθρωποκεντρικό τρόπο όσα ειπώθηκαν από τους θείους προσωκρατικούς φιλοσόφους: ας το παρακολουθήσουμε.

Το σύνολο της προσωκρατικής φιλοσοφίας είναι καθαρά οντολογικό: οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι θεώρησαν ότι δεν υπάρχει ζωή και θάνατος αλλά μία ανώλεθρος και άφθαρτος και ατελεύτητος δύναμις η οποία συνεχώς υπάρχει αλλά με άλλες μορφές: δηλαδή: η δύναμις του ανθρώπου: η δύναμις του ανθρώπου είναι μία ανώλεθρος άφθαρτος και αθάνατος: απλά αποκτά μορφές οι οποίες εναλλάσσονται ανάμεσα στο πνεύμα και στο σώμα, όμως η κοινή ανθρώπινη δύναμις είναι αθάνατος και άφθαρτος για αυτό και ο άνθρωπος πάντα υπάρχει, έως ότου τουλάχιστον θα υπάρχει η ανώλεθρος οντολογική  δύναμις η οποία τον κινεί.

Η ανακάλυψις των προσωκρατικών είναι κομβική: το Θάλειον ύδωρ, το Ηρακλείτειο  πύρ, το Αναξιμάνδρειον Άπειρον, ο αήρ του Αναξιμένους είναι οι αιώνιες και άφθαρτες και ανώλεθρες δυνάμεις οι οποίες ούτε ζούν ούτε πεθαίνουν απλά διαμοιράζουν τις δυνάμεις του όλου και προκαλούν τις μορφές οι οποίες είναι μεταβολές και μετατροπές της μίας οντολογικής ανωλέθρου δυνάμεως.

Δεν υπάρχει ζωή και θάνατος για τους προσωκρατικούς: το Παρμενίδειον όλον αυτό ακριβώς υποδηλώνει: αρνούμενο την κίνηση ουσιαστικά δέχεται την επαναληπτικότητα της μιάς και ανωλέθρου δυνάμεως η οποία συνέχει τα πάντα: δηλαδή: όλα  Είναι , όλα Είναι μέρος ενός καλοαρμονισμένου όλα, έρχονται και παρέρχονται και πάντα όλα υπάρχουν λές και δεν κινούνται: εγώ φεύγω ο υιός μου έρχεται πάντα κάποιος άνθρωπος θα υπάρχει άρα ο δικός μου θάνατος σημαίνει ότι η γένεσις του υιού μου ισοδυναμεί με την δική μου ανάσταση.

Όλες αυτές οι προσωκρατικές οντολογικές θεάσεις έμειναν σε φυσικό επίπεδο: γιατί; Εδώ  υπάρχει μία σημαντική επισήμανση την οποία λίγοι αναμοχλεύουν: ο άνθρωπος της εποχής των προσωκρατικών, ζώντας μέσα στις φυσικές δυνάμεις, στο κοσμικό συμπαντικό γίγνεσθαι, δεν ένοιωθε ότι ζεί και πεθαίνει όπως το ένοιωθε ο άνθρωπος της εποχής του Ιησού: ο άνθρωπος της εποχής των προσωκρατικών ένοιωθε ότι έρχεται  και φεύγει όπως οι συμπαντικές δυνάμεις της βροχής, τα φύλλα των δένδρων, το χιόνι, η φωτιά. Ένοιωθε ότι είναι φυσική δύναμις ερχομένη και φεύγουσα και επανερχομένη. Ο άνθρωπος των προσωκρατικών ήταν σύνολο  συμπαντικών δυνάμεων,ώριμος ως προς τη συμπαντική κινητικότητά του. Οι θεοί του αυτό αντιπροσώπευαν: ότι οι δυνάμεις του ουρανού, τα άστρα, οι ποταμοί, η γή, ο άνθρωπος μέσα σε όλα αυτά, είναι όλα  αυτά δυνάμεις που έρχονται και επανέρχονται σε ένα ατελεύτητο παιχνίδι της ανωλέθρου δυνάμεως: δεν υπάρχει ζωή και θάνατος αλλά μόνον ροή: για αυτό και ο Ευριπίδης θέτει το παιχνίδι της Αλήθειας της Ωραίας Ελένης να πηγάζει από την  Ήρα (ροή): Σε αυτό το ανθρώπινο μοντέλο ο Θαλής και οι λοιποί  ηύρον το αθάνατο στοιχείο  του ύδατος  ,του πυρός, του απείρου και του αέρος,  για να δηλώσουν ότι οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν αλλά η παραμόνιμη δύναμις που τους κινεί ως ύδωρ, πύρ, άπειρο, αήρ, μένει: άρα οι άνθρωποι ζούν, πεθαίνουν, ανασταίνονται, επί του σταθερού στοιχείου σύμπαντος που τους κινεί: απλά η ανάστασις σε αυτό το επίπεδο είναι κυριολεκτική: οι άνθρωποι ξαναστέκονται στα πόδια τους μέσω των απογόνων οι οποίοι συμβολίζουν την ανάσταση με διαφορετική μορφή των πατέρων τους και μητέρων τους, πάντως όλοι συμβολίζουν την αιωνιότητα της ανωλέθρου δυνάμεως η οποία τους κινεί.