28η Οκτωβρίου, 83 χρόνια μετά.

 



Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 η Ελλάς εισήλθε στο Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων ενάντια στις δυνάμεις του Άξονος. Αυτό συνέβη 22 χρόνια έπειτα από τη συνθήκη των Βερσαλλιών (η οποία περάτωσε και επισήμως τον Α΄παγκόσμιο πόλεμο) 17 χρόνια έπειτα από τη συνθήκη της Λωζάννης (η οποία επεράτωσε το καθεστώς της Ανατολίας) 8 χρόνια έπειτα από την πτώχευση της Ελλάδος (από την προσπάθεια του Βενιζέλου να λάβει δάνειο 50.000.000 δολαρίων από την Αγγλία) 8 χρόνια από τη στιγμή κατά την οποία η Γερμανία σχεδόν επτώχευσε και εισήλθε στο αμερικανικό χρηματιστήριο για να σώσει τον κανόνα χρυσού. Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι το 1934 η Ελλάδα υπέγραψε τετραμερές βαλκανικό σύμφωνο με τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία και την τουρκία προκειμένου οι χώρες αυτές να προασπίσουν την εδαφική τους ακεραιότητα έναντι του βουλγαρικού αναθεωρητισμού (η βουλγαρία τελικά συνετάχθη με τις δυνάμεις του Άξονος): εάν σταθμισθούν όλα τα παραπάνω κατανοούμε ότι η Ελλάδα είχε κάθε δυνατό λόγο να συμπορευθεί με την Αγγλία σε αυτόν τον πόλεμο: Ας σημειώσουμε ότι τα εξαγώγιμα προϊόντα της Ελλάδος ήταν η σταφίδα και ο καπνός, όμως από το 1932-33 λόγω της γερμανικής ύφεσης οι γερμανοί κατά πολύ μείωσαν τις παραγγελίες τους, η Γερμανία έπαυσε να αποτελεί στυλοβάτη των Ελληνικών εξαγωγών.
Η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο αυτόν στο πλευρό αυτών των δυνάμεων που θεώρησε ότι σε νευραλγικούς τομείς θα την στηρίξουν διαχρονικά. Αν ιδούμε το σταυρόλεξο των συμμαχιών της περιοχής η τουρκία και η βουλγαρία συντάχθηκαν με τον άξονα ενώ η Ελλάδα συντάχθηκε με τις συμμαχικές δυνάμεις. Ήδη ο Άξονας είχε εκφράσει το θαυμασμό του για τον κεμάλ.Η Ελλάδα είχε κάθε λόγο να συνεχίσει την πολιτικη του Βενιζέλου συντασσομένη -όπως και εκείνος στον Α΄παγκόσμιο πόλεμο- με τις συμμαχικές δυνάμεις. Διαχρονικά, οικονομικά, στρατιωτικά, η Ελλάδα θεώρησε ότι στις συμμαχικές δυνάμεις ευρίσκετο η σωστή παροντική και μελλοντική επιλογή.
Η 28η Οκτωβρίου του 1940  διαφέρει ολοκληρωτικά  από την εποχή του Εθνικού διχασμού, και αν συγκριθεί μαζί της βοηθεί πολύ τον οποιοδήποτε να κατανοήσει την επιλογή η Ελλάδα να κατέλθη σε αυτόν τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων. Tότε ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος ήθελε τη Γερμανία και την Αυστρία , ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήθελε την Αντάντ. Τώρα δίλημμα δεν υπάρχει υπό την έννοια ότι ο Βασιλεύς Γεώργιος Β έφυγε από την Ελλάδα όταν το 1922 είχε ανακηρυχθεί η Αβασίλευτος Δημοκρατία. Επέστρεψε το 1935 όταν με δημοψήφισμα επανήλθε η Βασιλευομένη Δημοκρατία: όλα αυτά τα χρόνια ήταν προστατευόμενος του Γεωργίου Ε΄βασιλέως της Αγγλίας: άρα σε σχέση με τον Ι.Μεταξά (ο Γεώργιος ο Β΄με βάση το σύνταγμα του 1911 το οποίο ίσχυε πλέον από τους αντιβενιζελικούς το 1935 ενάντια στο σύνταγμα του 1927  έφερε τον Ι.Μεταξά στην εξουσία) υπήρχε ομογνωμία για την Αγγλία.

Λόγος για την Εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, 1940.

 




Τα ιστορικά συμπεράσματα τα οποία προκύπτουν από την Εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου του 1940 είναι πολλά και χρήσιμα. Σε αυτόν επίσης τον πόλεμο η Ελλάδα βοήθησε αποτελεσματικά –όπως και στον Α΄παγκόσμιο πόλεμο- ώστε οι σύμμαχοί της να νικήσουν. Η Ελλάδα ήταν με το μέρος των νικητών, άξιζε κάθε μορφή ανταπόδοσης και στήριξης ώστε να γιατρευθούν οι πληγές της και να ακολουθήσει το δρόμο της προόδου και της εξέλιξης.

Η Ελλάδα μέσω του ενεργού της πολεμικού ρόλου, έπειτα ειδικά από την άρνηση στο Μουσολίνι, απέδειξε ότι ελέγχει  πλήρως το ζωτικό της χώρο από τα βόρεια σύνορά της, μέσω του Αιγαίου και Ιονίου πελάγους, έως τα νότια σύνορά της. Η Ελλάδα κατάφερε ώς όριο της Ευρώπης προς την Ανατολή και προσέφερε το Αιγαίο πέλαγος και την Κρήτη στους συμμάχους της, καθυστέρησε τις δυνάμεις του Άξονος, το Αιγαίο πέλαγος δεν χρησιμοποιήθηκε από τις δυνάμεις του Άξονος. Την ίδια στιγμή κατά την οποία η τουρκία ήταν σύμμαχος των δυνάμεων του Άξονος η Ελλάδα αντιστεκόταν στο Αιγαίο πέλαγος κατά των δυνάμεων του Άξονος. Αποδεικνύοντας ότι δικαιωματικά μέσα από την ιστορική της προσφορά κατέχει όσα Εθνικά εδάφη της ανήκουν.

Στην Ευρώπη που ανέτειλε στη δύση του πολέμου, όταν οι σύμμαχοι αναδείχθηκαν νικητές του Β΄Παγκοσμίου πολέμου, σε αυτή την Ευρώπη των αξιών και του ανθρωπισμού, της εξέλιξης και της ενιαίας ανάπτυξης, η Ελλάδα είχε δώσει ήδη τα διαπιστευτήριά της. Από την 28η Οκτωβρίου και μετά η Ελλάδα επολέμησε για τις αξίες της Ευρώπης, για όσα υποσχόταν η Ευρώπη του Διαφωτισμού, της Αναγέννησης, των επιστημών και του πολιτισμού. Θα πρέπει προσεκτικά να αποτιμηθεί το γεγονός ότι η απόλυτη συνεισφορά της Ελλάδας στη νίκη των συμμάχων ισοδυναμεί με το γεγονός ότι ο Ελληνικός πολιτισμός, οι ιδέες και οι αξίες του, οι οποίες είχαν επί αιώνες ζωοποιήσει το ευρωπαϊκό πολιτιστικό έδαφος, είναι αυτός που αποτελεί το θεμέλιο της ευρωπαϊκής πνευματικότητας: άρα ουσιαστικά η Ελλάδα πολέμησε για να προασπίσει όσα αυτή εδίδαξε στη Δύση, όσα έπρεπε να εφαρμοσθούν και έπειτα στην Ενωμένη Ευρώπη: η Ελλάδα της Ειρήνης μπορεί με τις αξίες της και την κουλτούρα να προσφέρει όσα και η Ελλάδα του Πολέμου: δεν πρέπει όμως η Ελλάδα της Ειρήνης να λησμονείται αλλά να απολαμβάνει στο νέο κόσμο που ανατέλλει όσα έχει κερδίσει στην ιστορική σκηνή, στα πεδία των μαχών.

Ο Ελληνικός λόγος, από τον Πλάτωνα έως τον Αριστοτέλη, τους Στωϊκούς και τον Επίκουρο, είναι αυτός ο οποίος ένωσε τον κόσμο σε μία οικουμενική έλλογη ηθική και πνευματική στάση έναντι του θεού, της φύσης, του ανθρώπου. Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ο πρώτος ο οποίος ένωσε την οικουμένη υπό τον ζείδωρο Ελληνικό Λόγο. Η Ελλάδα εξήλθε βαθύτατα διχασμένη (αν και με τους νικητές) από τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος ξεκίνησε με το περήφανο ΌΧΙ της 28ης Οκτωβρίου, 1940. Όμως η χώρα λίκνο του παγκοσμίου πολιτισμού μπορεί να ενωθεί έναντι της Ιστορίας της, του Λόγου της, των επιδιώξεών της, της ηθικής εξέλιξης και ανάπτυξής της: ώς Χώρα και Πολίτες.

Περί του Γοργίου, ανατρεπτικός λόγος.

 


Ο Πλατωνικός Γοργίας είναι ο διάλογος ο οποίος έντονα μας θυμίζει τη βίβλο, σε πολλά και κρίσιμα αυτού σημεία. Το πνεύμα της βίβλου φαίνεται ότι απόλυτα διακατέχει το διάλογο αυτό στη βάση ότι επικρατεί ώς θείος λόγος ως Σωκρατικός λόγος: ένα πνεύμα απαξίας διακατέχει το διάλογο για τις απόψεις όλων των άλλων ομιλητών, απαξίωση για όλους (Πώλος, Καλλικλής, Γοργίας).

Ο διάλογος αυτός του Πλάτωνος καταδεικνύει την προσπάθεια του φιλοσόφου να επιβάλει τις νοησιοκρατικές του απόψεις στην βάση ότι εάν είναι αλήθεια τόσο το καλύτερο για το νού, εάν είναι ψέμματα δεν πειράζει με κάτι πρέπει να γεμίσει ο νούς. Αυθαίρετες έννοιες, αυθαίρετοι συνδυασμοί, χωρίς καμμία έμπρακτη ή ηθική επιβεβαίωση αλλά και χωρίς καμμία περαιτέρω συμπαντική επιβεβαίωση για όσα εκεί ακούγονται: Βέβαια το τεράστιο πρόβλημα του διαλόγου είναι το γεγονός ότι ορίζει γενικώς έννοιες, χωρίς συγκεκριμένες ειδοποιούς διαφορές και έννοιες όπως η αδικία ερμηνεύεται κατά την ατομικότητα του κάθε ενός.

Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Ο Πλατωνικός Γοργίας ασχολείται με το θέμα της ρητορείας την οποία βέβαια απορρίπτει διότι είναι κολακεία του πλήθους από ανθρώπους οι οποίοι επ΄ ουδενί δεν γνωρίζουν το αντικειμενικό σωκρατικό καλό άρα διασπείρουν το υποκειμενικό και πρόσκαιρο των απόψεών τους. Ο Γοργίας όμως ουδέποτε συζήτησε για αντικειμενικές αλήθειες, συζήτησε για τη δυνατότητα του ανθρωπίνου Νοός να σκέφτεται, να διατείνεται, να αμφιβάλλει, να διατυπώνει γνώμες και το επιστητό: ο Σωκράτης σε ένα πνεύμα άγνωστο προς την Ελληνική κοσμοθέαση επιβάλλει τις δικές του δήθεν αντικειμενικές απόψεις, από κάποιο σημείο μάλιστα και έπειτα δεν αφήνει κανέναν άλλο να ομιλήσει. Συγκεκριμένα εάν όλα δεν σχετίζονται με το Αγαθό θα πρέπει να θεωρούνται ώς άσχημα, ανήθικα, και οδυνηρά. Το ερώτημα είναι σημαντικο: πότε οι Έλληνες απομακρύνθηκαν τόσο πολύ από το Σύμπαν, τη Φύση, την ενόραση του Όλου, ώστε κλεισμένοι στις πόλεις να προσπαθούν αντικειμενικά να περιορίσουν τη ζωή τους σε ιδέες αφηρημένες του αγαθού και στις συνεπαγόμενες ηθικές πράξεις; Το μεγάλο πρόβλημα είναι η ανάδυση ενός απολύτου Υποκειμένου (Σωκράτης) ο οποίος επιβάλλει νοησιοκρατικές φαντασιώσεις περί ενός αυθαιρέτου Αγαθού (το οποίο ουδέποτε ορίζεται ώς ιδέα, έννοια, δομή, τρόπος ζωής, το οποίο αυθαίρετα απόκόπτεται από την σωματική ζωή την οποία κυριολεκτικά εξευτελίζει λές και ο άνθρωπος δεν έχει σώμα) αυτό μάλιστα το Υποκείμενο οδήγησε απ΄ευθείας στη γένεση του μονοθεϊσμού, του απολύτου Υποκειμένου ενός φαντασιακού θεού, ο οποίος όπως ο Σωκράτης έπλασε το Αγαθό στο μυαλό του και μόνο αυτός ο θεός έπλασε τον αγαθό κόσμο και άνθρωπο στο μυαλό του και μόνο.

Στον Πλατωνικό Γοργία ο Σωκράτης απόλυτα διαχωρίζει το βασίλειο της Φύσης (φυσικού εγγενούς δικαίου) από το βασίλειο της Πόλης (θετό δίκαιο): η Φύση σταδιακά απορρίπτεται υπό την έννοια ότι δίδεται απίστευτη βαρύτητα στην έννοια του δικαίου: επί αιώνες ο κόσμος δέχθηκε μία έννοια η οποία πουθενά στη φύση δεν υφίσταται: ο διαχωρισμός του Σωκράτους σε κόσμο της Φύσης και σε κόσμο της Πόλης είναι επίπλαστος διότι όσα λέγει στο Γοργία ουδεμία εφαρμογή δεν έχουν σε μία Φύση ελευθερίας, συμπαντικής ανοικτότητας και οντολογικής συνεχείας. Θεωρεί ότι η ρητορεία πείθει για όσα θεωρεί ο ρήτορας  όχι ώς δίκαιο ή άδικο αλλά ως χρήσιμη κολακεία προκειμένου και χρήματα να κερδίσει και να επιτύχει του σκοπού του. Διότι ο ρήτορας δεν ενδιαφέρεται για αυτό το οποίο αυτός ενδιαφέρεται δηλαδή για το αγαθό: ουδέποτε ο ρήτορας αναλύει τις έννοιες σε σχέση με το Αγαθό ώστε να τις συνδέσει μαζί του και να υποστηρίξει τα ανάλογα. Άρα ο ρήτορας δεν είναι εραστής του Αγαθού και η ρητορεία δεν χρειάζεται στην πόλη γιατί η πόλις χρειάζεται ανθρώπους που θα διαφημίσουν το Αγαθό.

Έκθεση- έφραση γ λυκείου. Η θεατρικότητα στην περίληψη: μια άλλη πρόταση για τη διδασκαλία της περιλήψεως.

 



Παραδίδεται το παρακάτω κείμενο:

Άποψη: Παιδεία, κοινωνία και ανάπτυξη!

 

Η παιδεία και η εκπαίδευση είναι ο τομέας στον οποίο η Ελλάδα παρουσιάζει ένα  από τα σημαντικότερα ελλείμματα συγκριτικά με τις άλλες προηγμένες χώρες της Ευρώπης και αυτό δεν μπορεί κανείς να το υποβαθμίσει, με τον οποιοδήποτε τρόπο, ό,τι είδους  ιδεοληψία και να κουβαλάει πάνω του. Η παιδεία είναι προτεραιότητα επιβίωσης, πλέον, για  τον τόπο μας και ως τέτοια επιβάλλεται να την αξιολογήσει και να την αναβαθμίσει, επειγόντως μάλιστα, το σύνολο της κοινωνίας. Η παιδεία σήμερα είναι ένα πολύ σημαντικό οικονομικό θέμα, αλλά και ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα για την ταλαιπωρημένη από τη δεκαετή κρίση Ελλάδα.

Η παιδεία, πράγματι, είναι ένα κολοσσιαίας σημασίας ζητούμενο για την ελληνική κοινωνία και το μέλλον της νέας γενιάς, καθώς αποτελεί το βασικό μοτέρ εξέλιξης της κοινωνικής δομής, των επιστημών και του πολιτισμού. Παράλληλα είναι εργαλείο βασικό για την αναβάθμιση της οικονομίας και της τεχνολογίας. Η παιδεία, μαζί με την ελευθερία και τη δημοκρατία, έννοιες αναπόσπαστες άλλωστε και μεταξύ τους ανατροφοδοτούμενες, αποτελούν το ύψιστο δημόσιο αγαθό στον σύγχρονο κόσμο. Η πρόσβαση στην παιδεία αφορά ή πρέπει να αφορά όλες σχεδόν τις κοινωνικές ομάδες και αυτή ήταν η επιτυχία του μεταπολεμικού συστήματος της Δύσης. Η περίφημη μεσαία τάξη, η οποία λειτούργησε όντως  ως η ραχοκοκαλιά του μεταπολεμικού μοντέλου, ήταν το αποτέλεσμα αυτής της ευρύτερης πρόσβασης στην παιδεία γενικότερα και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ειδικότερα.

Η παιδεία υπήρξε ο μεγάλος κοινωνικός αναβατήρας (και περισσότερο στις φτωχότερες χώρες σαν την Ελλάδα) και ο παράγοντας σύγκλισης ισοδυνάμων ευκαιριών και δυνατοτήτων, πεμπτουσία δηλαδή της δημοκρατίας σε κάθε πολιτισμένη και ανεπτυγμένη κοινωνία. Τα χρόνια της κρίσης, όμως, στην Ελλάδα αυτός ο εξαιρετικός μηχανισμός σχεδόν κονιορτοποιήθηκε. Η έλλειψη συγκρότησης και στόχων με γνώμονα την παιδεία, οδήγησε γρήγορα στην περαιτέρω όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Σήμερα, τα περιθώρια που διαθέτουν αρκετές κοινωνικές ομάδες, για να σπουδάσουν τα παιδιά τους, είναι δραματικά συμπιεσμένα… Άρα; Η απόκτηση των γνώσεων, η ανάδειξη των δεξιοτήτων, η εκπαίδευση υψηλού επιπέδου, οι μεταπτυχιακές σπουδές και οι καλές δουλειές είναι στην Ελλάδα το αποκλειστικό προνόμιο των εύπορων οικογενειών;

Η νέα εποχή της ατελείωτης τεχνολογίας, της πλούσιας γνώσης, του καλά καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού και της ταχύτατης μετανάστευσης των πληροφοριών και των κεφαλαίων, διαμορφώνει οικονομίες πολύ υψηλής ανταγωνιστικότητας. Οι κοινωνίες  που δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν σε αυτήν την πρόκληση κινδυνεύουν να γκρεμιστούν (και ήδη υποχωρούν) από τη θέση που έχουν καταλάβει στο διεθνές σύστημα επί πολλές δεκαετίες. Πόσο μάλλον η Ελλάδα! Το αντίδοτο ασφαλώς είναι η παιδεία δυνατού  επιπέδου, οι επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό και έρευνα. Από την ικανότητα των χωρών, στη δημιουργία νέων ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών διεθνούς ζήτησης, στη νέα τεχνολογία που μεταβάλλει τα κόστη και τους οικονομικούς κλάδους, θα κριθούν η ανάκαμψη των οικονομιών και η ανάπτυξη των κοινωνιών, για τις οποίες πολύς λόγος γίνεται    πρωτίστως  σήμερα στη χώρα μας. Είναι ο επόμενος κύκλος που θα κρίνει τη βιωσιμότητα και την προοπτική, το βιοτικό επίπεδο, τα εισοδήματα, τις θέσεις απασχόλησης, ιδίως για την Ελλάδα. Εάν πράγματι η χώρα μας θα καταφέρει κάποτε, δηλαδή, να βγει από την κρίση.

Γιατί υπάρχουν οι δημηγορίες στο Θουκυδίδειο έργο;

 



O Θουκυδίδης θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ώς ο ιδρυτής ή θεμελιωτής της πολιτικής φιλοσοφίας. Ο Λέο Στράους ικανώς έχει αποδείξει ότι ο Αθηναίος Ιστορικός είναι ο πρώτος ο οποίος εθεμελίωσε την πολιτική φιλοσοφία. Ο Πλάτων δεν αποτελεί ακριβώς πολιτικό φιλόσοφο διότι δεν ασχολήθηκε με την Πόλη ως συμβάν το οποίο στηρίζεται σε συγκεκριμένες ιδέες και αξίες, ο Θουκυδίδης ασχολήθηκε με την Πόλη ώς σύνολο εφηρμοσμένων ιδεών και αξιών, αλλά και έλλειψης ιδεών και αξιών. Όχι σε μεταφυσικό επίπεδο (Πλάτων) αλλά σε πραγματικό χωρόχρονο.

Τι ακριβώς προσδιορίζεται ώς φιλοσοφία; Σύμφωνα με τον Πλάτωνα (δεν θα διαφοροποιηθεί πολύ ο Αριστοτέλης) φιλοσοφία είναι η έρευνα των πρώτων αρχών, της νόησης της νοήσεως ενός όντος προσώπου και πράγματος. Αυτό ακριβώς έπραξε επί της πολιτικής ο Θουκυδίδης για πρώτη φορά στα παγκόσμια χρονικά: Όταν ο Σωκράτης προσάρμοσε τις πρώτες αρχές στον εσωτερικό Άνθρωπο, ο Αναξαγόρας στο Νού, ο Γοργίας στο Υποκείμενο ώς συμπαντικό μέγεθος, ο Αθηναίος ιστορικός είναι ο πρώτος ο οποίος προσπάθησε πίσω από τα ανθρώπινα γεγονότα και συμβάντα να εύρη αιτίες και εξηγήσεις. Είναι η πολιτική φιλοσοφία διότι με αυτόν τον τρόπο οι πράξεις της πόλεως και των πολιτών αποτελούν ενσυνείδητες  πράξεις μη τυχαίες αλλά μάλλον βασιζόμενες σε συγκεκριμένες ιδέες και αξίες.

Ο Θουκυδίδης και το νόημα της πολιτικής ιστορίας.

 


http://www.ekivolos.gr/O%20Thoukydidhs%20kai%20to%20nohma%20ths%20politikhs%20istorias.htm

Αυτή η παράδοση αποτελεί μέρος της σειράς: Η δυτική παράδοση, οι σημαντικές ιδέες και τα ζητήματα. Η δυτική παράδοση αντιμετωπίζει σή­μερα πρωτόγνωρες απειλές. Διότι τώρα απειλεί­ται όχι μόνον από εξωτερικούς παράγοντες αλλά και από εσωτερικούς. Βρίσκεται σε ένα στάδιο αποσύνθεσης. Αυτοί που ζουν ανάμεσα μας και πιστεύουν στη δυτική παράδοση, εμείς οι δυτικίζοντες - εμείς οι ξεχωριστοί όπως ο Ντοστογιέφσκι και οι φίλοι του συνήθιζαν να αποκαλούν τους δυτικίζοντες ανάμεσα στους Ρώσους - θα πρέπει να συσπειρωθούμε κάτω από τη σημαία της δυτικής παράδοσης. Αλλά θα πρέπει να το κάνουμε σύμφωνα με ένα τρόπο άξιο της ένδοξης παράδοσης ή τουλάχιστον με ένα τρόπο ο οποίος θα την θυμίζει. Θα πρέπει να τηρούμε τις δυτικές αρχές και αξίες σύμφωνα με το δυτικό τρόπο ζωής. Δεν θα πρέπει να πνίξουμε τις αμφιβολίες μας σε μία θάλασσα δακρύβρεχτης ή ψοφοδεούς συναίνεσης. Επιβάλλεται να είμαστε ενήμεροι για το γεγονός ότι η ζωτικότητα και η ενδοξότητα της δυτικής μας παράδοσης δεν μπορούν να αποσχισθούν από τον προβληματικό χαρακτήρα της. Διότι αυτή η παράδοση έχει δύο ριζώματα: Αποτελείται από δύο ανομοιογενή στοιχεία τα οποία τελικά είναι ασύμβατα το ένα σε σχέση με το άλ­λο. Το εβραϊκό στοιχείο και το ελληνικό στοιχείο.

Μιλάμε και μάλλον μιλάμε ορθά για τον ανταγω­νισμό ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και στην Αθήνα, ανάμεσα στην πίστη και τη φιλοσοφία. Από κοι­νού η φιλοσοφία και η Βίβλος ισχυρίζονται ότι τελικά υφίσταται μία τέτοια οντότητα, μία οντό­τητα και μόνη, χρήσιμη στον άνθρωπο. Αλλά αυτή η χρήσιμη και μοναδική οντότητα η οποία αναγο­ρεύεται στη βίβλο αντιτίθεται στη χρήσιμη και μία οντότητα η οποία αναφαίνεται στην ελληνική φιλοσοφία. Σύμφωνα με τη Βίβλο το πλέον απα­ραίτητο πράγμα είναι η υπάκουη αγάπη. Σύμφω­να με τη φιλοσοφία το πλέον απαραίτητο πράγμα είναι η ελεύθερη έρευνα. Ολόκληρη η ιστορία της Δύσης μπορεί να ιδωθεί σαν μία επαναλαμβανό­μενη διαρκώς προσπάθεια προκειμένου να επι­τευχθεί ο συμβιβασμός ή η σύνθεση ανάμεσα στις δύο αυτές ανταγωνιστικές αρχές. Όλες αυτές ό­μως οι προσπάθειες έχουν αναγκαστικά αποτύχει. Σε κάθε σύνθεση όσο εντυπωσιακό και αν είναι ένα στοιχείο της σύνθεσης θυσιάζεται παρό­λα αυτά σίγουρα στο άλλο, όσο και αν αυτό γίνε­ται με λεπτότητα. Η φιλοσοφία μετατρέπεται ε­νάντια στη φύση της σε θεραπαινίδα της θεολο­γίας, ή η πίστη μετατρέπεται ενάντια στη φύση της σε υποχείριο της φιλοσοφίας. Η δυτική πα­ράδοση δεν επιτρέπει τη σύνθεση αυτών των δύο στοιχείων, επιτρέπει να συνδυάσουμε μόνον την έντασή τους. Αυτό εξάλλου είναι και το μυστικό της δυναμικότητας της Δύσης. Η δυτική παράδο­ση δεν προσφέρει κάποια τελική λύση αυτής της θεμελιώδους αντίφασης, δεν προσφέρει μία κοι­νωνία χωρίς τις αντιφάσεις της. Στο βαθμό που θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για ένα δυτικό κόσμο επίσης θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για θεολόγους οι οποίοι δεν εμπιστεύονται τους φιλοσόφους επίσης για φιλοσόφους οι οποίοι ενο­χλούνται από τους θεολόγους. Καθώς συσπειρω­νόμαστε κάτω από τη σημαία της δυτικής παρά­δοσης θα πρέπει να συναισθανθούμε τον κίνδυνο να γοητευθούμε ή να τρομοκρατηθούμε καθώς θα συμμορφωνόμαστε με αυτή, κάτι το οποίο θα αποτελεί και το άδοξο τέλος της δυτικής παρά­δοσης.

Η Οντολογία της Γλώσσας.

 



Για να καταλάβουμε τη Γλώσσα ώς οντολογικό εργαλείο θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τα βάθη της φύσης: από τα τέσσαρα στοιχεία της: τη γή, τον αέρα, τη φωτιά και το νερό: αυτοί οι ήχοι στα σπλάχνα του Όλου ετοιμάζονται να αποτελέσουν κραυγές, φωνές, λόγο: άρα θα πρέπει να σημειώσουμε κάτι το πολύ σημαντκό: η γλώσσα ώς σύνολο δυνάμεων οι οποίες θα διοχετευθούν στον Άνθρωπο ώς λέξεις προϋπάρχει, ώς υλικό το οποίο θα δουλευθεί στο ανθρώπινο φωνητικό σύστημα πρίν να μεταλλαχθεί σε λέξεις: καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι ο θεός της παλαιάς διαθήκης δεν εδημιούργησε κανένα κόσμο, απλά περιέγραφε τις δυνάμεις του όλου οι οποίες έφεραν στην οντολογική συνέχεια τον κόσμο: άρα η γλώσσα είναι το διά θεού ή ανθρώπου όπλο περιγραφής και παρατήρησης όλων όσων από τα σπλάχνα του όντος διά των ριζωμάτων συμβαίνουν: άρα η γλώσσα όχι μόνον δεν προκαλεί τίποτε αλλά απλά είναι συνέχεια των δυνάμεων οι οποίες ώς στοιχεία της φύσης προκαλούν τον κόσμο και τον άνθρωπο: αυτά σε αρχικό στάδιο: για αυτό στον Ησίοδο και στον Όμηρο εάν δεν υπήρχε το σκότος δεν θα είχε εφευρεθεί η κατάλληλη λέξη: για αυτό στον Όμηρο ο Οδυσσέας διά των λέξεων περιγράφει συγκεκριμένες καταστάσεις και οι λέξεις δεν δημιουργούν καμμία οντολογική δύναμη, απλά πρώτα υπάρχει η οντολογική δύναμις και έπειτα η λέξη που την ενδύει. Ο Οδυσσέας όταν ξεγελά τον Πολύφημο είναι σιωπηλός, τα μεγάλα έργα γίνονται εν σιωπή, η γλώσσα απλά συμπληρώνει τον ανθρώπινο πολιτισμό όταν ο άνθρωπος ήρεμος θέλει να αφήσει τις ήδη υπάρχουσες δυνάμεις να κατακλύσουν τη ζωή του: στον πόλεμο δεν υπάρχει γλώσσα στην ειρήνη όμως αναπτύσσεται η γλώσσα της επιστήμης κ.ο.κ.

Ας προσέξουμε όμως τούτο: η παλαιά διαθήκη προσπάθησε να ταυτίσει (όπως είπε ο Παρμενίδης) τη γλώσσα ώς νόηση με το Είναι :απεδείξαμε όμως ότι αυτό δεν ισχύει διότι οι δυνάμεις του Όντος δεν ξέρουν το όνομά τους αλλά ώς δυνάμεις αυτοπορεύονται άρα ο θεός απλά περιέγραφε με δικές του λέξεις τη σειρά που έμπαινε διά του όντος στο σύμπαν και στον παρόντα κόσμο μας: άρα για να υπάρξει μία λέξη πρέπει να έχει υπάρξει η δύναμή της πρώτα η οποία να έχει εξελιχθεί σε μορφή και σε δράση: άρα όταν ο πρώτος άνθρωπος ομίλησε ήξερε το σύνολο των κοσμικών δυνάμεων οι οποίες είχαν σταθεροποιηθεί ώς θεός και φύση και άνθρωπος στον κόσμο μας: άρα η γλώσσα είναι άχρηστη οντολογικά διότι όσο καιρό το Όν δημιουργούσε τον κόσμο μας η γλώσσα απουσίαζε: διότι εμφανίσθηκε μόνον όταν καταστάλαξαν στη μορφή τους οι οντολογικές δυνάμεςι του κόσμου μας: άρα όλες οι κοσμογονίες Ησιόδου και Ομήρου όπως και την παλαιάς διαθήκης είναι ηδέα ψεύδη: διότι για όσο καιρό επλάθετο η ημέρα και η νύκτα, η φύση και ο άνθρωπος κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει γιατί τίποτε σταθερό δεν υπήρχε: όταν σταθεροποιήθηκε η εικόνα του κόσμου και εμφανίσθηκαν οι λέξεις ώς εργαλείο επικοινωνίας απλά ο Όμηρος και ο θεός και ο κάθε ένας ποιητής περιέγραψε αυτό που είδε κατ΄αρχάς: άρα πολλά από τα οντολογήματα του κόσμου μας αγνοούνται άρα πίσω από την Ησιόδεια νύκτα και την Μούσα του Ομήρου μπορεί να υπάρχουν όντα που ποτέ δεν έγιναν λέξεις: αυτό ισχύει και για την παλαιά διαθήκη.

Μία πρόταση διδασκαλίας του λόγου του Λυσίου: Υπέρ Μαντιθέου.



1. Η ρητορική –στη μορφή την οποία την συναντούμε τον 4ο αι.π.Χ – αποτελεί τη συνέχεια μιάς μακράς ανθρωποκεντρικής διαδικασίας, η οποία σκοπό είχε την ανάδειξη όλων των πλευρών της νοητικής και αξιακής επίδρασης του ανθρώπου στην Πόλη και στους Πολίτες. Η ρητορική αποτελεί τέκνο του Ομηρικού Ανθρωποκεντρισμού και Ανθρωπομορφισμού, τέκνο του Ανθρωπίνου Λόγου ώς παράγοντος που αναλύει το σύμπαν και επιλέγει ποιες δυνάμεις θα χρησιμοποιηθούν από τον Άνθρωπο: εάν η δραματική ποίηση πείθει με την μίμηση πράξεων η ρητορική (παράλληλο και δίδυμος αδελφός της δραματικής ποίησης) πείθει με την μίμηση της θεωρίας: η πράξη του δράματος μιμείται τους μεγάλους ήρωας της Μυθολογίας, αυτά τα αρχέτυπα πρότυπα, η θεωρία της ρητορείας μιμείται αυτούς που ηρέμησαν ελλόγως τη μυθολογία: τους φιλοσόφους: η ρητορεία στην Αρχαία Αθήνα, η ρητορεία του Λυσίου, αποτελεί πρωτότοκο παιδί της νοησιοκρατικής φιλοσοφίας του Αναξαγόρου και των συνοδοιπόρων του, των σοφιστών και των συνοδοιπόρων τους: ο Άνθρωπος πλέον θεωρεί ότι μέσω της ρητορικής μπορεί να πείσει έχοντας ώς μέσο τους συλλογισμούς, τα τεκμήρια, τις ιδέες και τις αξίες. Η ρητορική ως θεωρία είναι η φιλοσοφία του νοός η οποία όμως έχει φύγει από τη συμπαντική έρευνα και έχει μετατοπίσει τις δυνάμεις της σε σχέση με τους πολίτες και την πολιτική ζωή: για αυτό ο ρήτορας δεν ασχολείται με θέματα φύσης ή μεταφυσικής, δεν ασχολείται με το θάνατο και τη μεταθανάτια ζωή, ο ρήτορας είναι ο εφηρμοσμένος επί την πολιτικήν φιλόσοφος, ο Πλάτωνας όταν απεφάσισε να αφήσει τας νήσους των μακάρων και να καταβεί στην πραγματικότητα της πόλης. Ο Λυσίας είναι ο Σωκράτης ο οποίος όμως έχει προσαρμοσθεί στην ρέουσα πολιτική πραγματικότητα: ο Μαντίθεος είναι ο Πολίτης εκείνος ο οποίος ως Πολίτης πρέπει να ψυχαναλυθεί, μαιευτικά να εξωτερικευθεί η αγάπη του για την πόλη, η τιμιότητά του, η αξιοπρέπειά του, η αριτότητά του σε σχέση με την οικογένεια και την πόλη: άς το προσέξουμε: η ρητορεία είναι η εφηρμοσμένη πλατωνική σωκρατική φιλοσοφία επί της πόλεως όμως και όχι επί της φύσεως (Σωκράτης):

Διδάσκοντας το προοίμιο της Οδύσσειας.

 



Oι στίχοι 1-25 αποτελούν την εισαγωγή της Οδύσσειας. Ο πρόλογος, η εισαγωγή ενός επικού ποιήματος ονομάζεται προοίμιο (οίμος = ο δρόμος, πρίν να βαδισθεί ο δρόμος και η οδός του έπους).

Στην Οδύσσεια όμως η εισαγωγή της κατανέμεται σε δύο προοίμια, τα οποία είναι συμπληρωματικά μεταξύ τους ( αυτά αποτελούν και τις δύο θεματικές ενότητες των στ.1-25):

1) το κυρίως προοίμιο ή προοίμιο του ποιητή (1-13): σε αυτό ομιλεί ο ποιητής.

2) το προοίμιο της Μούσας (14-25): σε αυτό υποτίθεται πώς έπειτα από την επίκλησή της από τον ποιητή έχει αρχίσει τη διήγησή της η Μούσα.

Το κυρίως προοίμιο ακολουθεί τη συνήθη οργάνωση ενός επικού προοιμίου:

Α) Επίκληση στη  Μούσα:  Ο ποιητής καλεί τη Μούσα να τον βοηθήσει να αφηγηθεί τα γεγονότα (στ.1).

Β) Διήγηση: (το θέμα του έπους και η υπόθεσή του σε γενικές γραμμές ): (στ.1-11).

Γ) Παράκληση: (ο ποιητής ζητεί από τη Μούσα να αρχίσει τη διήγησή της από κάποιο ορισμένο σημείο ή από όπου θέλει αυτή (στ.12-13).

Ωστόσο παρατηρούμε πώς το πρώτο προοίμιο, το κυρίως προοίμιο, καλύπτει σε γενικές γραμμές μόνο ένα μέρος της υπόθεσης του έπους, και συγκεκριμένα τον αγώνα του Οδυσσέα για το νόστο από την άλωση της Τροίας μέχρι το επεισόδιο με τα βόδια του Ηλίου στη Θρινακία  και το ναυάγιο που ακολούθησε. Έτσι προκύπτει η ανάγκη ενός δευτέρου προοιμίου που θα συμπληρώσει τη θεματογραφία της Οδύσσειας με την αναφορά στην παραμονή του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψούς, στην αποφασισμένη από τους θεούς επιστροφή του στην Ιθάκη, στους αγώνες που τον περιμένουν εκεί, στην οργή του Ποσειδώνα, ενώ σε αυτό ακούγεται για πρώτη φορά και το όνομα του κεντρικού ήρωα.

 

Η Οντολογία του προοιμίου:

Η Οντολογία του Ελληνισμού μέσα από τις λέξεις:

 



Ο Ελληνισμός, μέσω κειμένων αλλά και έξω από αυτά, είναι ροή, κίνησις, δράσις, σκοπός. Η λέξις ροή εξάλλου (αλλά και το γράμμα –ρ) ευρίσκεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε πλείστες όσες λέξεις: Θεών, φυσικών οντοτήτων, πλανητικών συστημάτων και ανθρώπων: Η ροή είναι η Ήρα, η οποία ώς Ρέα ρέει: η Ρέα διά του Κρόνου ρέει την οντολογική ενέργεια φανερώνοντας θεούς και ανθρώπους, είναι οι θεογονείς, θεομήτωρ και θεοπάτωρ: η Ήρα επίσης διά της δυνάμεως Διός ρέει την ενέργειά της προς τους ανθρώπους: η Ήρα με την Αθηνά είναι ο ορισμός της Ομηρικής ωραιότητος: η Ήρα ρέει τη ζήλεια, την οργή, την ψυχική ενατένιση δημιουργική της ψυχής, η Αθηνά τη Σοφία του Νοός: η οποία αφυπνίζει το Νού: με αυτόν τον τρόπο η ροή της Ήρας και της Αθηνάς ζωοποιεί Νού και Ψυχή του Ανθρώπου: διότι ο Όμηρος μετέφερε τα χαρακτηριστικά της Ήρας και της Αθηνάς στην Ελένη ώς Ωραιότητα τα οποία ενσαρκώνονται από αυτούς που ρέουν τη συμπαντική ενέργεια, Ήρωες. Οι άνθρωποι έχουν τη ροπή, ρέουν προς τη συμπαντική τους τελειότητα. Έχουν επί της ροής (φρήν) Νούν ώστε να αντιλαμβάνονται την πορεία τους και να την κατευθύνουν με ιδέες και αξίες. Θρώσκουσιν άνω (επί ροής εισίν-θρώσκω) ώστε να επιστρέψουν σε όλους τους οντολογικούς προορισμούς τους.

Η ροή έπαιξε τεράστιο ρόλο ως οντολογικό μέγεθος στους προσωκρατικούς και αυτό φαίνεται από την ετυμολογία των λέξεων που αυτοί οι τιτάνες του πνεύματος χρησιμοποίησαν: επί της μη περατής ροής (άπειρο) ο Αναξίμανδρος έστησε την Οντολογία του, και ο τεράστιος Εμπεδοκλής επί της ροής των ζωντανών όντων (ριζώματα) στοιχειοθέτησε τη σειρά της οντολογίας του.

Οι Έλληνες όμως ήταν οντολόγοι σύμμετροι, οπαδοί της αρμονίας: Επί της ροής εισίν (αραρίσκω-αρμόζω=αρμονία). Ήξεραν πολύ καλά ότι πρέπει να προσδιορισθούν σε σχέση με τη θέση τους στο Όλον ώστε να κατανοήσουν τη σταθερή οντολογική τους συνέχεια ώς μεταβολή του σταθερού τους σημείου: για αυτό και ανεκάλυψαν το Ειμί: μέσα από το Ειμί ξεπήδησε το  Είναι, Είναι κάτι όταν υπάρχει ώς πηγή οντολογικών προσδιορισμών οι οποίοι εξελίσσουν τον άνθρωπο: για αυτό ο Παρμενίδης ωμίλησε περί του Είναι, εννοούσε ότι Είναι (υπάρχουν) όλα εκείνα τα οντολογικά όπλα τα οποία ώς ιδέες αξίες και αρχές υπάρχουν και κατευθύνουν τον άνθρωπο. Άρα υπάρχει το Όν (μετοχή του ειμί) ώς κάτι πλήσμον δυνάμεων, άρα η τελεία ύπαρξις είναι η μετοχή του ειμί (ουσία): κάτι είναι ουσία όταν είναι γεμάτο από τις δυνάμεις που το ωθούν προς το επόμενο οντολογικό στάδιο. Το Ειμί ζωντανεύει την ανθρώπινη σχέση σε συνάρτηση με όλους και όλα: παρουσία, απουσία, συνουσία (όλα εκ της μετοχής του: ούσα): ειδικά η συν-ουσία είναι η ανταλλαγή όλων των συμπαντικών δυνάμεων οι οποίες συνεργάζονται για την επιστροφή στην μεγάλη οντολογική σειρά.

H Οντολογία του γορδίου δεσμού.

 




H Οντολογία του γορδίου δεσμού.

Το περιστατικό του Γορδίου δεσμού είναι γνωστό. Ο Μέγας Αλέξανδρος όταν κατάλαβε ότι ο δεσμός στην άμαξα του Γορδίου δεν λύεται με το ανίκητο ξίφος του τον απέκοψε, και πλέον δεν υπήρχε ο περίφημος και προφητικά συμβολικός αυτός δεσμός. Μας ενδιαφέρουν τα κίνητρα όπως παρέχονται από τον Αρριανό: ο Αλέξανδρος όταν κατενόησε ότι δεν μπορεί διά χειρός να λύσει το δεσμό, σκέφθηκε ότι εάν το αφήσει το όλο θέμα και δεν αντιδράσει διαφορετικά ίσως οι στρατιώτες αμφέβαλλαν για τις οικουμενικές και χαρισματικές ιδιότητές του: διότι υπήρχε προφητεία ότι όποιος λύσει το γόρδιο δεσμό θα κυριαρχήσει επί της Ασίας. Ο Μακεδών Βασιλεύς ήξερε ότι οι στρατιώτες του, γνωρίζοντας αυτήν την προφητεία θα διερωτώντο για το εάν πράγματι ο υιός του Φιλίππου ήταν αυτός ο οποίος θα γινόταν παντοκράτωρ, Βασιλεύς της Ανατολής και της Δύσης. Ίσως υπήρχαν και στάσεις ανάμεσα στο στράτευμα.

Γι αυτό ακριβώς το λόγο ο Αλέξανδρος διά του ξίφους διέλυσε το γόρδιο δεσμό. Όπως αναφέρεται στις ιστορικές πηγές αμέσως συνέβησαν ακραία καιρικά φαινόμενα, βροντές και αστραπές, συμβολίζοντας όλα αυτά ότι οι συμπαντικές θείες δυνάμεις, αυτές οι οποίες κινούν τον άνθρωπο και τον κόσμο, ευδοκίμησαν την πράξη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ουσιαστικά τον κατέστησαν εκείνη τη στιγμή Βασιλέα της Ασίας.

Μας ενδιαφέρει όμως να εμβαθύνουμε στον αξιολογικό κώδικα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ευρισκόμαστε στα μέσα του 4ου αι. α.κ.χ η πλατωνική φιλοσοφία και η αριστοτελική φιλοσοφία επιζητούν εναγωνίως την αξιακή πραγμάτωσή τους: η διάλυση της πόλεως-κράτους εναγωνίως επιζητούσε τον αντικαταστάτη της: ο θάνατος του Σωκράτους ανέστησε τον άνθρωπο του Νοός ο οποίος δεν εγνώριζε όρια και πολιτειακά σύνορα: ο Μέγας Αλέξανδρος, ο γνώστης και της πλατωνικής και της αριστοτελικής φιλοσοφίας είναι το νέο οικουμενικό Υποκείμενο, ένα έμψυχο αριστοτελικό Υποκείμενο καινοφανές, πρωτότυπο ομοίωμα του καθολικού Ανθρώπου: ο Αλέξανδρος ως βούληση συνεχίζει τη Σωκρατική απόλυτη νόηση ότι ο νοήμων άνθρωπος μέσα από τις απόλυτες αξίες μπορεί να επιβάλει το δίκαιο και το καλό και το Αγαθό: ο Αλέξανδρος είναι η ηθική επιτομή της Ελληνικής κοσμοθέασης: η νίκη της ανθρωπίνης βουλήσεως επί του παντός: για πρώτη φορά ο Άνθρωπος συνδέει την επιθυμία του με την πράξη, εξηγεί τους χρησμούς με ένα τρόπο βιωματικό και πρακτικά δικό του, ξημερώνει η ηθική παντοκρατορία του νοήμονος ανθρώπου ο οποίος πλέον θα ερμηνεύει το σύμπαν τον άνθρωπο και τη ζωή του όπως αυτός θέλει, χωρίς να υποτάσσεται σε θείες ή άλλες δυσκολίες.

Ο γόρδιος δεσμός σηματοδοτεί την ηθική πραγμάτωση της Ελληνικής κοσμοθέασης , από τον Όμηρο και έπειτα, την πραγμάτωση του μυθικού Αχιλλέα μέσω του πραγματικού ηθικού Σωκράτους: αποτελεί την επικράτηση του λόγου επάνω σε κάθε αλογία χρησμού ή άλλης δυσκολίας: σηματοδοτεί την απαρχή της Ανθρωπίνης βουλητικής βολουνταριστικής εποχής: ο άνθρωπος επειδή εξήγησε διά του νοός το Αγαθό, επειδή έφερε διά του Νοός την πολιτεία του Αγαθού στη γή, τώρα νοιώθει ικανός να επιβάλει ηθικώς τη νοητική βούλησή του. Ο Αλέξανδρος είναι το νέο υποκείμενο το οποίο διά του νοός του καλύπτει τη γή, επιβάλει τη βούλησή του, επικρατεί και ξεκινά την ανθρώπινη εποχή: αυτή η οποία μέσω της ρώμης και του δικαίου, θα φέρει τον κλαυδιανό χριστιανισμό, διότι ο Αλέξανδρος έπρεπε να λάβει θεανθρώπινες διαστάσεις, η ανθρώπινη εποχή θα συνεχίσει με τον ηγεμόνα, τον επιστήμονα, τον άνθρωπο ο οποίος ειδικά στην ψηφιακή εποχή δεν θα λύει τους γορδίους δεσμούς ήρεμα αλλά με ένα δικό του απόλυτο τρόπο ώστε πλήρως να επικρατήσει στη γή και στους ανθρώπους μέσω ειδικά της εφηρμοσμένης επιστήμης.