Γιατί οι Έλληνες δεν πίστευαν σε κανένα θεό;


 Ως γνωστόν το ρήμα πιστεύω ετυμολογικά παράγεται από το ρήμα πείθω.Σημαίνει ότι ο άνθρωπος πείθεται από κάποια δύναμη και ενέργεια προκειμένου να την αφήσει να τον επηρεάσει πνευματικά,ψυχικά και σωματικά.Όμως η πειθώ (πίστις) ξεκινά από τον ανθρώπινο νού διότι προϋποθέτει δύο αντισυμβαλλόμενα μέρη.Τον πομπό και το δέκτη.Ο πομπός προσφέρει τα μηνύματά του και ο δέκτης τα πιστεύει δηλαδή πείθεται σε αυτά και τα ακολουθεί.Όμως η διαδικασία είναι πολύ συγκεκριμένη.Δεν συζητούμε για άκριτο πίστη –πειθώ μιάς κατωτέρας δύναμης σε κάποια ανωτέρα δύναμη,αλλά για ισοδύναμη νοητική και αξιολογική πειθώ του ανθρώπου προς τις συμπαντικές δυνάμεις τις οποίες ανακαλύπτει με το νού του και την πράξη του.Έπειτα αφού πρώτα συνειδητά τις αναλύσει και τις κατηγοριοποιήσει,τις μεταλλάξει σε τρόπο γνώσης και αξιολογικής πράξης, τότε και μόνον τότε πείθεται(πιστεύει) σε αυτές,όχι λατρευτικά αλλά νοητικά αποδίδοντας τιμή και ευρισκόμενος συνεχώς σε διαλεκτική σχέση με το αντικείμενο της πειθούς – πίστεως.

Πράγματι η νοητική φιλοσοφία των Ελλήνων πείθεται στο θείο και το πιστεύει ως νοητική πορεία εκ της οποίας ο άνθρωπος φωτίζεται μέσα από τη διαρκή και ισότιμη πνευματικά συνύπαρξη με τις δυνάμεις του σύμπαντος. Εξάλλου η απροθυμία των Ελλήνων να συγκεκριμενοποιήσουν κάποιο θεό,απλά φανερώνει το ότι όταν πίστευαν (επείθοντο) σε κάποια συμπαντική δύναμη απλά άρχιζαν τη διαλεκτική νοητική πορεία αφομοίωσής της για προσωπικό και πολιτειακό καλό.Η πίστις ήταν νοητικό μέγεθος. Ανέλυαν τη δύναμη,την μετέτρεπαν σε νοητικές και αξιολογικές κατηγορίες προκειμένου επάνω σε αυτή να δομήσουν τον εαυτό τους και την πόλη τους. Ποτέ δεν πίστευσαν μέσα από μία παθητική πειθώ η οποία απλά υποβίβαζε τον άνθρωπο και τον κόσμο σε φερέφωνα του πιστευομένου θείου.Συζητούμε για ενεργό  συνειδητή και νοητική πίστη –πειθώ η οποία έφερε τον άνθρωπο σε θέση νοητικού συζητητή του θείου,σε θέση να ανακαλύψει τις  συμπαντικές διαπλαστικές δυνάμεις προκειμένου να τις εισαγάγει διά της φιλοσοφίας,της επιστήμης και της πολιτειολογίας στη ζωή του.

Από αυτή λοιπόν την άποψη ο Έλληνας φιλόσοφος δεν πίστευσε σε θεό ή σε ανωτέρα δύναμη με τον ίδιο τρόπο που το έπραξαν οι ακολουθούντες το μονοθεϊσμό. Ήδη στον Όμηρο η πίστις είναι απλή πειθώ στις δυνάμεις του Πατρός των θεών, και απουσιάζει παντελώς το στοιχείο της δουλοπρεπούς επικράτησης των θεών επί των ανθρώπων,ή της αναγκαστικής υποταγής των ανθρώπων στους θεούς.Η νοητική και αξιολογική διαλεκτική του ανθρώπου με το θείο στα Ομηρικά έπη είναι χαρακτηριστική μέσα από το φαινόμενο του ανθρωπομορφισμού των θεών και της ανθρωποκεντρικότητας των επών.Ο άνθρωπος συζεί συμπαντικά με τους θεούς,φωτίζεται και λαμβάνει τις νοητικές και πραξιακές δυνάμεις τους και θα μπορούσε να πράξει και αλλοιώς. Πείθεται ο Οδυσσέας ότι η Αθηνά είναι δίπλα του και την πιστεύει συνειδητά και νοητικά(αφού ανέλυσε τα λόγια της και τις συμβουλές της και τις βρήκε λογικές και χρήσιμες). Δεν υπάρχει η θεία επιβολή της δύναμης του θείου προς τους ανθρώπους, είναι χαρακτηριστικό το ότι κατά τη διάρκεια του Τρωϊκού πολέμου θεοί τραυματίζονται από τους ανθρώπους , διότι ο άνθρωπος μπορεί και διαμορφώνει ομού με τους θεούς τις συμπαντικές αναλογίες.Ο τραυματισμός της Αφροδίτης τι άλλο μπορεί να σημαίνει  παρά το ότι ο άνθρωπος μπορεί να επέμβη στην οντολογική ένωση του παντός και με δικούς του όρους (αυτή είναι η ουσία του ανωτέρου Έρωτος).

Ο Θαλής μέσα στο σύμπαν έβλεπε κυριαρχούντα το θείο νού (τα πάντα πλήρη θεών εστί).Όμως νοητικοποίησε το νού αυτό και ισχυρίσθηκε ότι η δύναμη του υγρού, της ρεύσεως των οντολογικών δυνάμεων δομούν τον άνθρωπο και τον κόσμο.Προκειμένου να πείσει τον άνθρωπο να ρεύσει το νού του και την πράξη του προς τη διαρκή διαλεκτική αντιπαράθεση σκέψεων και πράξεων με το σύμπαν και όχι προς την παθητική λατρεία κάποιου θεού.Ως θείο θεωρήθηκε το θαύμα της συμπαντικής ροής της υγρής δύναμης η οποία νοητικά επηρέασε τον άνθρωπο,η πειθώ-πίστις είναι κάτι το ενεργό νοητικά.Ενεργοποιεί τον άνθρωπο και τον βοηθεί στην αποκωδικοποίηση των κοσμικών μηνυμάτων που τον αφορούν.

Γενικά οι Ίωνες διανοητές πίστευσαν μέσα από την ενότητα της ύλης και της ζωής σε μία γενική αρχή ουσίας του όντος. Πείθονται σε αυτή την ουσία και μέσα από το νού τους την αποδίδουν σε κάποιο φυσικό στοιχείο, ως κοσμική πρωταρχή,προκειμένου διά της φύσης και της νοητικής ανάλυσής της, να προσπελάσουν δημιουργικά τις δυνάμεις του σύμπαντος που αφορούν και επηρεάζουν την ανθρώπινη ζωή.Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Πρόκλος ο οποίος στο περίφημο έργο (Περί της κατά Πλάτωνος θεολογίας,2,5) αναφέρει: «Εάν ο θεός είναι κάτι πράγματι το άπειρο ούτε είναι δυνατόν να γνωσθεί, ούτε να αποκαλυφθεί,διότι αυτό το οποίο πραγματικά είναι άπειρο δεν γίνεται να γνωσθεί ως κάτι το ακατάληπτο». Παρατηρούμε την αρνητική πίστιν(πειθώ) του φιλοσόφου, ο οποίος δεν θέλει να παραδώσει την πειθώ προς το θείο στην ψυχή του(ήταν πιθανόν ο φόβος της ζωής και του θανάτου να κατέρριπτε τις παραπάνω αμφιβολίες του, και να τον οδηγούσε στο κατώφλι  κάποιου θεού).Ο Πρόκλος πιστός στην Νεοπλατωνική φιλοσοφία(ως σχολάρχης και της Ακαδημίας Αθηνών) θεώρησε ως πίστη(πειθώ) τη νοητική προσαρμογή του νοός του στον κόσμο και στις δυνάμεις του Ενός που ευρίσκνται εν αυτώ. Μέσα από την πλέον υγιά πειθώ ο φιλόσοφος διαλέγεται με το Είναι,λαμβάνει τις δυνάμεις του τις οποίες νοητικά αξιολογεί και πείθεται (πιστεύει)κατά λογικό τρόπο στην παντοδυναμία του Όλου η οποία δεν μπορεί να κλεισθεί σε στείρα θρησκευτικά συστήματα.Η πίστις-πειθώ είναι καθαρά νοητικό μέγεθος,αποκτηθέν έπειτα από νοητικές και αξιολογικές διεργασίες,προκειμένου ο άνθρωπος να ευθυγραμμισθεί νοητικώς συνειδητά με την κοσμική εσωτερικότητα και όχι απλά να οικοδομήσει μία εξωτερική σχέση συναισθηματικής υποταγής σε κάποιο θεό.

Ο Ξενοφάνης ως Θεολόγος κατεδίκασε τον ανθρώπινο μορφισμό και εισήγαγε τον πλέον υγιή νοητικό μονοθεϊσμό, ο οποίος στηρίζεται στην πλήρη ευθυγράμμιση του ανθρωπίνου νοός με το σύμπαν και όχι στη βιαία συναισθηματική κατασκευή κάποιου θεού προστάτου από το θάνατο και τις φοβίες της ζωής. Ο Θεός  Ένας και μέγιστος αλλά και το σύμπαν αποτελούν μία και αναπόσπαστο ενότητα και πραγματικότητα αιωνία και ανώλεθρο. Ο άνθρωπος πείθεται (πιστεύει) στην κοσμική συνέχεια,μέρος της οποίας είναι και ο ίδιος.Συζητούμε για την πίστη διά της οποίας ο ανθρώπινος νούς αποκτά και συνειδητοποιεί την οντολογική του συνέχεια,ουσιαστικά ενώνεται με τις δυνάμεις που πείθεται και πιστεύει,χωρίς να αναλώνεται σε εξωτερικές λατρευτικές συνάξεις και τελετουργίες.

Ο Πλάτων κληρονομώντας το Παρμενίδειον Όν και τον Ηρακλείτειον  Λόγον προσπάθησε να λογικοποιήσει κάθε σχέση του ανθρώπου με την Ιδέα του Αγαθού.Ήδη ο Λόγος,η δύναμις του Έλληνος να ομιλεί με νού και σκέψη για ό,τι βλέπει και παρατηρεί στο σύμπαν υπό το καθεστώς της ελλόγου καθαρότητος και όχι του φόβου έπεσε βαρεία κληρονομιά στο μαθητή του Σωκράτους. Ο Ηράκλειτος είχε αρνηθεί κάθε έννοια θεού και ανθρώπου (ως αιωνιότητα) δεχόμενος το αείζωον και αιώνιον πύρ,σαν να λέμε την απόλυτο και συνεχή δύναμη του Όντος Είναι. Ο Δημόκριτος επίσης συζήτησε ότι θεοί και δαίμονες συνίστανται από άτομα και δεν είναι αιώνιοι. Είναι απλά περισσότερο μακρόβιοι από τους ανθρώπους διότι οι συνθέσεις των ατόμων που τους αποτελούν είναι ανθεκτικώτερες. Τη στιγμή κατά την οποία ο Γοργίας ο Λεοντίνος ως σοφιστής και επηρεασμένος από το Ζήνωνα διεκήρυξε το περίφημον «ουδέν εστίν».Δηλαδή βυθίζεται σε ένα οιμωγικό σκεπτικισμό , αρνείται το όν,είναι εχθρός του όντος, φίλος του μη όντος,εισάγοντας τον οντολογικό μηδενισμό(ο νούς των Ελλήνων δεν δέχεται την άκριτη πίστιν και πειθώ για τίποτε και κανένα.Δέχεται μόνο την υπαγωγή του,την έλλογη υπαγωγή του σε κάθε είδους οντολογική συνέχεια την οποία πρώτα θα κατανοήσει ουσιωδώς).Είναι πράγματι χαρακτηριστικά τα λόγια του Γοργίου: «Τίποτε δεν υπάρχει αλλά και αν υπήρχε θα ήταν ακατανόητο για τον άνθρωπο ,  και αν ήταν κατανοητό ασφαλώς θα ήταν άρρητο και ανεξήγητο για όλους τους άλλους».

Σε αυτό το σημείο τίθεται όλη η νοητική θρησκειολογία των Ελλήνων.Ο άνθρωπος δεν ζεί σε σχέση με κανένα θεό (αυτό είναι εφεύρημα του μονοθεϊσμού). Ο άνθρωπος ζεί σε σχέση με το Είναι του Όντος,το οποίο είναι υπερβολικά ευμέγεθες οντολογικά ώστε να χωρέσει στον ανθρώπινο νού.Η πίστις έγκειται στην πειθήνια λογική παραδοχή ότι ο άνθρωπος αποτελεί συνέχεια του ανεκφράστου Όντος το οποίο βέβαια δεν έχει καμμία σχέση με ό,τι αργότερα ο μονοθεϊσμός θα επιβάλλει ως θεό. Το Όν είναι δυνάμεις εσωτερικής ροής ακατάσχετης  πέρα από κάθε μορφή και ύλη. Ο άνθρωπος μέσα στην παντοδυναμία του νοός του κατανοεί ότι είναι αδύνατον ο νούς να αποτελέσει εξωτερικότητα σε σχέση με το Είναι.Υπαγόμενος ο νούς στο Όν υπάγεται στην αέναο οντολογική συνέχεια πέρα από θεούς και ανθρώπους.Στη συνέχεια εκείνη όπου όλα είναι δυνάμεις πέρα από μορφές και ύλες.

Ο Πλάτων νοητικοποιεί τελείως το θείον και το θέμα της πίστης θεωρείται ως η πλήρης νοητική πειθώ στο Αγαθό και στον κόσμο των ιδεών.Οι ιδέες είναι το «νοητόν ζώον» εις την κορυφήν των οποίων ευρίσκεται η υψίστη ιδέα, η ιδέα του Αγαθού.Κατανοούμε ότι ο άνθρωπος ανά πάσα στιγμή όρθιος και με σκέψη ατενίζει διασκεπτικά όλη αυτή τη θρησκειολογική δόμηση του σύμπαντος των ιδεών,θεώμενος και όχι λατρεύων την Ιδέα του θεού.Ο Πλάτων σε κανένα σημείο του έργου του δεν καθιστά το θεό μορφή και περιεχόμενο,παρά μόνο τον θεωρεί ως δύναμη  και ενέργεια οντική του Αγαθού πέρα από μορφές και  ύλη. Η μορφοποίηση και ενανθρώπινη υλοποίηση του θεού του μονοθεϊσμού επέφερε την έννοια της λατρείας και της εξάρτησης Η Ιδέα του Αγαθού αποτελεί την έσχατη αιτία της γνώσεως και της ουσίας, από τη λογική διεργασία μάλιστα προκύπτει και η λάμψη της φρονήσεως.

Η πειθώ-πίστις στον Αθηναίο φιλόσοφο λαμβάνει τις διαστάσεις της νόησης,μάλιστα της διαδοχικής νόησης από γενεά σε γενεά διά της παιδείας,διότι πλέον ο άνθρωπος κατανοεί το θείον και μεταφέρει την αρετολογία από τα παιδιά του προς τα εγγόνια του,διότι όλα γύρω του είναι νοητικώς κατανοητά.Δεν είναι τυχαίο ότι η σοφία ως αρετή του ηγεμονικού χαρακτηρίζει το φωτισμένο άνθρωπο.

Οι Στωϊκοί πλήρως ευθγυγράμμισαν κατά νοητό τρόπο  τον άνθρωπο με τη θεία δύναμη.Θεμελιώδης αρχή της φιλοσοφίας είναι η ευδαιμονία του ανθρώπου , η συμφωνία της ανθρωπίνης βουλήσεως με το θείο λόγο,το κατά φύσιν ζήν. Ο Θεός όπως τον κατανοεί και τον αποδέχεται ο ανθρώπινος νούς δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δρώσα δύναμις η οποία μορφοποιεί την ύλη.Ο Έλλην άνθρωπος προσπαθεί να κατανοήσει την ύλη ως οντολογική ενέργεια την οποία ελέγχει ένας νούς κεντρικά,αλλά ο Έλλην πείθεται σε αυτό διότι η ύλη δεν μπορεί να έχει αυτούπαρξη απλά μορφοποιείται και υποκρύπτει την πρωταρχική άϋλο φύση της.

Οι Επικούρειοι μέσα από τα κριτήρια της νοητικής ενατένισης του Είναι καθόρισαν πλήρως τα νοητικά όρια της ανθρωπίνης πειθούς στο θείον. Η ενάργεια, η αίσθησις, η πρόληψις, γεννούν την υπόληψιν και τη δόξαν, η φαντασιακή μάλιστα επιβολή της διανοίας γεννά συχνά θεούς προκειμένου ο άνθρωπος να ασφαλιστεί μέσα στην άπειρο ροή του Είναι. Όμως –όπως αναφέρει και ο ποιητής Λουκρήτιος – η ανθρώπινη ψυχή είναι ικανή να δρασκελίζει τα σύνορα του κόσμου αυτού και με το βλέμμα του νοός να κατανοεί τι συμβαίνει και εδώ και εκεί.Διότι ο ανθρώπινος νούς δεν λατρεύει αλλά πείθεται ότι όλα ως δυνάμεις αλληλοπεριχωρούνται μέσα από την πιο γλυκιά και ηδεία οντολογική κατανεμητική πορεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

vasilios888@yahoo.gr