Ο Hume και ο Spinoza για τη γνώση και για την ανθρώπινη νόηση

 



Περίληψη

Κατά τον David Hume και τον Baruch Spinoza, η έρευνα για την ανθρώπινη νόηση αποτελεί ένα ιδιαίτερο ζήτημα. Ο Hume, αρνούμενος τη φυσική αιτιοκρατία, προχωρά σε έναν μέτριο σκεπτικισμό όσον αφορά την ανθρώπινη νόηση και τη δυνατότητα του ανθρώπινου όντος να γνωρίσει με ακρίβεια τον κόσμο που τον περιβάλλει. Οι αιτιακές σχέσεις που το υποκείμενο αναγνωρίζει εντός της νόησής του, δεν διέπονται από κανέναν σταθερό, αναγκαίο και αναλλοίωτο νόμο, δεν υφίστανται καν ως τέτοιες, δηλαδή ως αιτιακές. Αντιθέτως η λογική αναγκαιοκρατία που επιβάλλει στη νόηση μια τέτοια παραδοχή χαρακτηρίζεται από ασυνέπεια, καθώς μόνο η εμπειρία και το έθος παριστάνουν το αναγκαίο ως υπαρκτό. Ο Spinoza θεωρεί πως δίχως τις αληθείς αντιλήψεις η γνώση παραμένει κατακερματισμένη και ατελής. Έτσι προτείνει μια διόρθωση των λειτουργιών του νου, μια αποκατάσταση του φυσικού λόγου. Τα περιθώρια εντός των οποίων η ανθρώπινη νόηση επιτρέπει το σχηματισμό ορθών αντιλήψεων θέτουν εν αμφιβόλω, σύμφωνα με τους δύο φιλοσόφους, κατά πόσο η γνώση, σε έναν επαρκή βαθμό, είναι εφικτή.       

Λέξεις- Κλειδιά: Spinoza, Hume, Γνώση, Νόηση, Αγωγή.

Εισαγωγή

Τόσο ο David Hume όσο και ο Baruch Spinoza καταγίνονται στα έργα τους με το ζήτημα των λειτουργιών του νου και αυτό όχι τόσο από ψυχοερευνητική σκοπιά όσο από ηθική, πολιτική και παιδαγωγική. Για τον Hume, κάθε ανθρώπινη πράξη προέρχεται είτε από κάποιο κίνητρο είτε από τον λόγο, δύο όρους τους οποίους χρησιμοποιεί χωρίς κάποια ιδιαίτερη διάκριση (Bricke, 1996: 6-7). Παρόλα αυτά ο Σκώτος φιλόσοφος επιτίθεται στον γνωστικισμό και θεωρεί πως οι κάθε είδους αποφάνσεις στηρίζονται ευρύτατα πάνω σε μια αόριστη αίσθηση περί των πρακτικών αιτημάτων, μια αίσθηση μη ορθολογική, που δεν προέρχεται από τη ορθή κρίση και πηγή της δεν είναι η νόηση εννοούμενη ως ορθολογικό εργαλείο (Bricke, 1996: 106). Οι λειτουργίες της νόησης, οι τρόποι με την οποία αυτή αναγιγνώσκει την πραγματικότητα, οι λογικές αναγκαιότητες όπως και οι αδυναμίες του λόγου, επηρεάζουν αναπόφευκτα και τον τρόπο της πρόσληψης της γνώσης. Η ίδια η πραγματικότητα, κατά τον Hume, διαπιστώνεται εντός της καθαρής συμπτωματικότητάς της, χωρίς κάποιο κριτήριο σταθερό που να πιστοποιεί μια δεδομένη αντικειμενικότητά της (Ντελέζ, 1996: 225-226). Κατά τον φιλόσοφο, ο άνθρωπος επιχειρεί να οικοδομήσει τη γνώση πάνω στη βάση μιας ενδιάθετης τάσης να μεταβαίνουμε από μια αντίληψη σε μιαν ιδέα (επί παραδείγματι, από την αντίληψη της φωτιάς στην ιδέα της θερμότητας). Η γνώση, σύμφωνα με αυτή την άποψη, βασίζεται αποκλειστικά σε εντυπώσεις που προέρχονται από τις αισθήσεις και τον στοχασμό. Όπως διατυπώνει ο Spinoza, που αξιολογεί επίσης τις δυνατότητες της ανθρώπινης νόησης: «δεν είμαστε ποτέ εμείς που καταφάσκουμε ή αποφάσκουμε σε κάτι από ένα πράγμα, είναι το ίδιο το πράγμα που μέσα μας καταφάσκει ή αποφάσκει σε κάτι από αυτό» (Ντελέζ, 1996: 88).  

Οι απόψεις του B. Spinoza για τη γνώση και τη νόηση

Για τον Spinoza, όπως αναφέρει στο κεντρικό σύγγραμμά του, την Ηθική [Ethica Ordine Geometrico Demonstrata], η ανθρώπινη νόηση εξηγείται ως μέρος της θείας νόησης. Βάσει της θείας, της άπειρης νόησης, ο άνθρωπος δεν γνωρίζει τα πάντα παρά μόνο τα κατηγορήματα που εντυλίσσονται σε αυτό που ο ίδιος είναι (Ντελέζ, 1996: 132). Στην Πραγματεία της Διόρθωσης του Νου [Tractatus de Intellectus Emendatione], διατυπώνεται η πεποίθηση ότι πραγματικό αγαθό θα πρέπει να είναι εκείνο το οποίο επηρεάζοντας το νου θα απέκλειε όλες τις υπόλοιπες επιρροές και θα προσέφερε μια υπέρτατη χαρά (Spinoza, 2012: 23). Ο Spinoza κατανοεί την ανθρώπινη τάση να θεωρούνται ως υπέρτατα αγαθά τα χρήματα, η ηδονή και η δόξα, αλλά τα ίδια ωστόσο ελέγχονται αρνητικώς ως προς τις συνέπειές τους στον ανθρώπινο νου. Το να βρεθεί και να ακολουθηθεί η οδός ενός άλλου αγαθού, παρουσιάζεται ως αβέβαιο (εφόσον ενδέχεται να μην κατορθώσει κάποιος να βαδίσει αυτό τον δρόμο), όπως αβέβαια και παροδικά είναι και εκείνα που θεωρεί το πλήθος ως αγαθά αφού κρίνονται ως τέτοια από τα αποτελέσματά τους. Είναι, ωστόσο, τόσο πιεστική η ανάγκη για διόρθωση της ανθρώπινης ζωής προς την κατεύθυνση ενός τέτοιου λειτουργικότερου και αναλλοίωτου αγαθού που τελικά καταφάσκεται ως ανάγκη για μια επείγουσα θεραπεία, μια θεραπεία- αποκατάσταση της φυσικής τελειότητας του νου (Spinoza, 2012: 26). Ο Spinoza διατείνεται τα παραπάνω έχοντας υπόψη μια συνολική αγωγή του νου και των εντυπώσεών του.

Πράγματι για τον Spinoza, το ανθρώπινο ον κατανοεί εντός του την ύπαρξη του τέλειου αγαθού. Το αγαθό αυτό δεν το αντιλαμβάνεται ως κάτι το υπερκόσμιο αλλά ως απολύτως προσβάσιμο. Οτιδήποτε μπορεί να καταστεί μέσο προς αυτή την τελειότητα, ο Spinoza το ονομάζει «αληθινό αγαθό», ενώ «υπέρτατο αγαθό» αποκαλεί την απόλαυση αυτής της τελειότητας μαζί με άλλα άτομα (Spinoza, 2012: 28). Είναι προφανές πως για τον Spinoza, η συλλογικότητα είναι απαραίτητη συνθήκη για την κατάκτηση του τέλειου αγαθού. Τούτο καθίσταται προσδιοριστικό στοιχείο της παιδείας, υπό την έννοια της διόρθωσης του νου και της βελτίωσης των πνευματικών λειτουργιών. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο φιλόσοφος του Άμστερνταμ την παιδαγωγική επιστήμη εστιάζεται στην καλλιέργεια μιας αντίληψης όπου η ευτυχία του ενός πρέπει να καθίσταται ευτυχία για το σύνολο, έτσι ώστε να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διόρθωση όλων των στρεβλώσεων και των παραλείψεων που δεν επιτρέπουν τη συλλογική ευδαιμονία (Kisner, 2011). Η θεωρία του Spinoza αποτελεί μια ριζοσπαστική κριτική των ψευδαισθήσεων γύρω από τη δυνατότητα της γνώσης αλλά και από την ανθρώπινη ζωή. Δεικνύει πως ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για κάθε αποτίμηση, εντέλει για την ίδια τη δυστυχία ή την ευτυχία του. Τούτο σημασιοδοτεί τη χειραφέτηση από τη Φύση και την επαναφορά στην ατομική φύση (Μπενιέ, 2001: 159). Γράφει συγκεκριμένα ο ίδιος: «αυτό είναι λοιπόν το τέλος προς το οποίο τείνω, δηλαδή να αποκτήσω μια τέτοιου είδους φύση και να προσπαθήσω ώστε μαζί με μένα να την αποκτήσουν πολλοί, πράγμα που σημαίνει ότι μέρος αναπόσπαστο της δικής μου ευτυχίας είναι και το να συμβάλλω ώστε άλλοι πολλοί να κατανοήσουν τα ίδια με όσα κατανοώ κι εγώ, ούτως ώστε ο νους και η επιθυμία τους  να συμβαδίσουν απόλυτα με το νου και την επιθυμία μου- προκειμένου δε να γίνει αυτό, είναι απαραίτητο, πρώτα, να κατανοεί κανείς τόσα μόνο σχετικά με τη Φύση όσα επαρκούν για την απόκτηση μιας τέτοιας φύσης, κι έπειτα να διαμορφωθεί μια κοινωνία που να είναι τέτοιας λογής ακριβώς όπως και πρέπει να επιθυμείται, ώστε όσο το δυνατόν περισσότεροι να επιτύχουν αυτόν τον σκοπό όσο ευκολότερα και ασφαλέστερα γίνεται» (Spinoza, 2012: 28-29). Παρατηρούμε πως ο Spinoza δεν τάσσεται με θέρμη ως θιασώτης μιας υπέρ του δέοντος πεπαιδευμένης κοινότητας αλλά επί το πλείστον υπέρ μιας κοινότητας ανθρώπων όπου η κατανόηση της ευρύτερης Φύσης να πραγματοποιείται στο βαθμό που αυτό είναι πρακτικό και λειτουργικό για την κατανόηση των ατομικών φύσεών τους και την επιπρόσθετη έμφαση της παρουσίας αυτών των φύσεων σε ένα συμβιωτικό πλαίσιο. Σημασία έχει το να εξευρεθεί κάποιος τρόπος ώστε να θεραπευτεί ο νους και να αποκαθαρθεί, ώστε να υπάρχει μια καλύτερη κατανόηση των πραγμάτων, του κόσμου που μας περιβάλλει (LeBuffe, 2010).

Κατά τον Spinoza υπάρχουν τέσσερις αντιληπτικοί τρόποι που χρειάζεται να διερευνηθούν με σκοπό να επιλεγεί ο βέλτιστος που θα κατευθύνει το νου προς τη διόρθωσή του και προς τη βελτίωση της ικανότητάς του να κατανοεί τα πράγματα όπως αυτά είναι. Οι αντιληπτικοί αυτοί τρόποι είναι οι εξής: α) η αντίληψη την οποία αποκτούμε εξ ακοής ή από κάποιο σημείο προσδιορισμένο κατά το δοκούν, β) η αντίληψη την οποία αποκτούμε από αόριστη εμπειρία, δηλαδή από εμπειρία που δεν προσδιορίζεται από το νου, γ) η αντίληψη την οποία αποκτούμε όταν η ουσία του πράγματος συνάγεται από άλλο πράγμα, αλλά όχι αυτοτελώς, όταν επί παραδείγματι συνάγεται η αιτία από κάποιο αποτέλεσμα κτλ, και δ) η αντίληψη με βάση την οποία το πράγμα γίνεται αντιληπτό μόνο μέσω της ουσίας του ή μέσω της γνώσης της άμεσης αιτίας του (Spinoza, 2012: 31). Για να διαλέξουμε ανάμεσα σε αυτούς τους αντιληπτικούς τρόπους είναι απαραίτητο να απαριθμηθούν τα απαιτούμενα μέσα για την κατάκτηση του τελικού σκοπού που είναι η διόρθωση του νου. Αυτά τα μέσα είναι τα ακόλουθα: 1) Να γνωρίζουμε επακριβώς τη φύση μας, την οποία επιθυμούμε να τελειοποιήσουμε και να γνωρίζουμε για τη φύση των πραγμάτων όσα είναι αναγκαία. 2) Να συνάγουμε με ορθό τρόπο σε ποια σημεία τα πράγματα διαφέρουν, σε ποια συμφωνούν και σε ποια αντιτίθενται μεταξύ τους. 3) Να συλλαμβάνουμε σωστά τι μπορούν και τι δεν μπορούν να πάθουν. 4) Τα παραπάνω να αντιπαραβληθούν με τη φύση και τη δύναμη του ανθρώπου ώστε από αυτά να φανεί σε ποιο βαθμό τελειότητας δύναται πραγματικά να ανυψωθεί το ανθρώπινο ον (Spinoza, 2012: 34-35). Από τους τέσσερις αυτούς τρόπους ο πλέον αποτελεσματικός για να επιτευχθεί το ζητούμενο είναι ο τέταρτος, διότι περιλαμβάνει την αυτοτελή ουσία του πράγματος χωρίς κίνδυνο πλάνης και γι αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά προτεραιότητα. Ο Εβραιο-Ολλανδός φιλόσοφος ισχυρίζεται πως, όπως στην αρχή της ανθρώπινης ιστορίας οι πρώτοι άνθρωποι χρησιμοποίησαν φυσικά εργαλεία για να κατασκευάσουν ολοένα και ισχυρότερα δικά τους, ομοίως θα συμβεί και με τα εργαλεία του νου, εργαλεία δηλαδή χρήσιμα και ολοένα καλύτερα προς όφελος των διανοητικών έργων (Bennett, 1984: ch. 14).

Με συνάφεια προς τα παραπάνω, ο Spinoza θεωρεί πως μια αληθής ιδέα, η οποία αποτελεί τον αντικειμενικό στόχο ενός θεραπευμένου νου, είναι κάτι το διακριτό από το αντικείμενό της. Πράγματι άλλο είναι ο κύκλος άλλο είναι η ιδέα του κύκλου. Τοιουτοτρόπως καθίσταται πρόδηλο πως η βεβαιότητα αποτελεί την ίδια την αντικειμενική ουσία και πως για τη βέβαιη εξακρίβωση της αλήθειας δεν χρειάζεται κανένα άλλο εξωτερικό σημείο εκτός από την κατοχή μιας αληθούς ιδέας. Κατά συνέπεια, κανείς δεν δύναται να είναι γνώστης του τι είναι η υπέρτατη βεβαιότητα αν δεν κατέχει μια αυτοτελή ιδέα ή την αντικειμενική ουσία κάποιου πράγματος, αφού βεβαιότητα και αντικειμενική ουσία είναι ένα και το αυτό (Spinoza, 2012: 39-40). Αξίζει να σημειωθεί πως ο νους στον Spinoza δεν είναι ποτέ μια αφηρημένη ή θεωρητική κατασκευή, καθώς ο νους πάντοτε νοεί κάτι, άρα είναι συγκεκριμένος. Από τα παραπάνω συνάγεται πως η πλέον κατάλληλη μέθοδος είναι η αναστοχαστική γνώση ή αλλιώς η ιδέα της ιδέας. Ο ορισμός της μεθόδου είναι πως είναι εκείνη η οποία καταδεικνύει με ποιον τρόπο πρέπει να καθοδηγείται ο νους σύμφωνα με το γνώμονα μιας συγκεκριμένης αληθούς ιδέας (Spinoza, 2012: 40-41). Αυτός είναι ο δρόμος στον οποίο πρέπει να προχωρά ο ανθρώπινος νους και έτσι διασφαλίζεται η δυνατότητα της γνώσης, δηλαδή καθώς ο νους διερευνά σύμφωνα με βέβαιους νόμους και λαμβάνοντας ως βάση της διερεύνησής του κάποια αληθή ιδέα. Η μέθοδος πρέπει να διακρίνει την αληθή ιδέα από τις άλλες αντιλήψεις και να προφυλάσσει το νου από τις δεύτερες, να διδάσκει κανόνες ώστε να έχουμε αντίληψη των άγνωστων πραγμάτων σύμφωνα με τον γνώμονα που έχει εξευρεθεί και να θέτει μια τάξη ώστε να μην απασχολούν το νου περιττές έννοιες. Ο Spinoza σπεύδει να διαβεβαιώσει πως η δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος δεν εκτείνεται στο άπειρο και πως ο νους ενίοτε έχει νοήσεις αποσπασματικές ή ελλιπείς (Spinoza, 2012: 62), γεγονός που οδηγεί σε εξαπάτηση και σε μη κατανόηση των πρώτων στοιχείων της Φύσης. Για να επιλυθεί τούτη η προβληματική είναι αναγκαία η με τάξη ενασχόληση και επιμονή βάσει του μεθοδικού γνώμονα, καθώς η τάξη και η συνάφεια των ιδεών είναι ίδιες με την τάξη και τη συνάφεια των πραγμάτων (Spinoza, 2009: II. Th. vii). Σημασία έχει να θυμάται κανείς πως κάποιες αποφάνσεις, με τη μορφή αρνητικών ή θετικών δηλώσεων, επιτρέπονται από τη φύση των λέξεων αλλά όχι από τη φύση των πραγμάτων (Spinoza, 2012: 72).    

Κατά τον Spinoza, ο νους δεν μπορεί να κατέλθει από τα καθολικά αξιώματα προς τα ενικά πράγματα ώστε να τα γνωρίσει. Γι αυτό θεωρεί ως ορθή οδό για την εύρεση του ζητούμενου το σχηματισμό των σκέψεων που εκκινούν από κάποιον ορισμό. Απαραίτητη λοιπόν θεωρείται η γνώση των προϋποθέσεων ενός επαρκούς  ορισμού καθώς και ο τρόπος εύρεσης αυτών των προϋποθέσεων. Ασφαλώς και πάλι υπενθυμίζει πως οι δυνατότητες του ανθρώπινου νου είναι πεπερασμένες και επομένως η γνώση όλων των ενικών πραγμάτων είναι πρακτικώς αδύνατη και συνιστά επιδίωξη πολύ ανώτερη της εγγενούς ικανότητας του νου. Ωστόσο αφού αποκτηθεί η μέθοδος της αναστοχαστικής γνώσης που είναι η γνώση του τι συνιστά τη μορφή της αλήθειας καθώς και η γνώση του νου και των δυνατοτήτων του, θα υφίσταται και εκείνο το στέρεο θεμέλιο που είναι αναγκαίο για να παραχθούν νέα διανοήματα και από όπου θα επιδιωχθεί η γνώση των αιωνίων πραγμάτων, στο βαθμό βεβαίως που αυτή είναι εφικτή (Spinoza, 2012: 79-80).

Ανθρώπινη φύση και νόηση κατά τον D. Hume

Ο Σκώτος φιλόσοφος David Hume κατανοεί αντιστοίχως πως είναι πρακτικά αδύνατον να καταδειχθούν με επάρκεια τα ακριβή όρια μεταξύ βέβαιης γνώσης και πιθανότητας, οι οποίες είναι έννοιες ενάντιες και ασύμφωνες η μία με την άλλη (Garrett, 1996). Ο γνωσιολογικός σκεπτικισμός του Hume δεν είναι από εκείνους που υποστηρίζουν πως τα πάντα είναι αβέβαια και θολά και πως το ανθρώπινο ον αδυνατεί να κατέχει το μέτρο για το τι συνιστά το αληθές και τι το ψευδές (Stanistreet, 2002). Το κύριο κριτήριο για τούτη την παραδοχή είναι η αναγνώριση πως παρότι η φύση λειτουργεί με όρους απόλυτης και αναπόδραστης αναγκαιότητας, έχει ορίσει όχι μόνο να διαβιούμε και να αισθανόμαστε εντός της αλλά και να προβαίνουμε σε κρίσεις. Η ανθρώπινη ικανότητα για την εκφορά κρίσεων είναι μια ικανότητα a priori, «αναπόφευκτη» όπως την αποκαλεί ο Hume, μια ικανότητα η οποία οφείλει να εξασκείται (Hume, 2011: 342-345). Ωστόσο παρατηρεί πως όλοι οι συλλογισμοί οι σχετικοί με αιτίες και αποτελέσματα προέρχονται από την έξη, δηλαδή τη συνήθεια να προβάλλουμε σε επαναλαμβανόμενα φαινόμενα αιτιακές και αναγκαίες σχέσεις. Ακόμη και η προσωπική ταυτότητα του υποκειμένου, αυτό που η δυτική φιλοσοφία αποκαλεί «ψυχή», κινδυνεύει στον Hume να απωλέσει τα κύρια χαρακτηριστικά της. Ο νους, όπως επεξηγεί ο φιλόσοφος από τη Σκωτία, συνίσταται αποκλειστικά και μόνο στις διαδοχικές αντιλήψεις (Hume, 2011: 486), όχι σε κάποια σταθερή ουσία που να μπορεί να διέπεται από τα χαρακτηριστικά της υποκειμενικής ταυτότητας. Μέριμνα του ανθρώπου θα πρέπει να είναι να διαφυλαχθεί η ικανότητά του για την εκφορά κρίσεων και τη δημιουργία γνώσης, χωρίς να είναι δέσμιος της μονοκρατορίας του λόγου (Noonan, 1999), καθώς ο λόγος, είτε σκεπτικιστικός είτε δογματικός, δεν είναι πανίσχυρος αλλά αντιθέτως έρμαιο των παθών, της φαντασίας και των συναισθημάτων.

Σε συνάφεια με τα παραπάνω, παρατηρεί πως οι πεποιθήσεις μας σχηματίζονται εντός του αισθητικού μέρους της φύσης μας, όχι του γνωστικού. Απόδειξη για αυτό θεωρεί το γεγονός πως εφόσον ο νους διαθέτει την ικανότητα να έχει τον έλεγχο πάνω στις ιδέες του και να τις χειρίζεται, τότε αν η πεποίθηση ήταν απλώς μια καινούρια ιδέα βασισμένη στη νοητική σύλληψή της, ο άνθρωπος θα μπορούσε να επιλέγει να πιστεύει εκείνο που του αρέσει. Όμως, επισημαίνει ο Hume, τούτο δεν συμβαίνει. Σε αντίθεση, η πεποίθηση φαίνεται να μην είναι κάτι άλλο παρά ένα ορισμένο αίσθημα ή συναίσθημα, κάτι δηλαδή που δεν εξαρτάται από τη θέληση, αλλά μάλλον προκύπτει από αιτίες και αρχές επί των οποίων δεν έχουμε κανέναν έλεγχο.  

Στην Πραγματεία για την Ανθρώπινη Φύση, ο Hume αναγνωρίζει πως το σύστημα το οποίο αναδεικνύει στη Γνωσιολογία του, αυτό του σκεπτικισμού, δημιουργεί άπειρες αμφιβολίες και ανασφάλεια στο στοχαστικό νου που θα επιχειρήσει να υπερβεί τις συνήθεις οιήσεις. Ο ίδιος καταγράφει ως εξής αυτόν τον έντονο προβληματισμό: «Με τι αυτοπεποίθηση να επιχειρήσω ένα τόσο τολμηρό εγχείρημα, όταν, πέρα από τις αναρίθμητες αδυναμίες και ανασφάλειες που εντοπίζω ειδικά σε εμένα, ανακαλύπτω πλήθος άλλων που είναι κοινές στην ανθρώπινη φύση; Μπορώ να είμαι βέβαιος ότι εγκαταλείποντας κάθε εδραιωμένη πεποίθηση βρίσκομαι στο σωστό δρόμο για την αλήθεια; Και με ποιο κριτήριο θα τη διακρίνω, ακόμη κι αν σταθώ τυχερός και οδηγηθώ τελικά στα ίχνη της; Ακόμη και οι πιο ακριβείς και ορθοί συλλογισμοί μου δεν μου προσφέρουν κανέναν λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να συμφωνήσω, και δεν αισθάνομαι τίποτε άλλο πέρα από μια ισχυρή τάση να εξετάζω τα αντικείμενα όπως εμφανίζονται μπροστά μου» (Hume, 2011: 458). Η αγνωσία και αγωνία του Hume είναι η αγνωσία και αγωνία κάθε σκεπτόμενου νου που θα αναζητήσει την κριτηριολογική αφετηρία από την οποία θα αναπτύξει τις θεμελιώδεις αρχές της επιστήμης και της πρόσληψης της γνώσης. Εκείνο που διασαφηνίζει ο Hume είναι πως στην αναζήτηση της γνώσης εμπλέκεται η εμπειρία, ως μια αρχή που μας παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις ποικίλες συζεύξεις των αντικειμένων στο παρελθόν, και το έθος, η αρχή η οποία μας κατευθύνει ώστε να περιμένουμε τα ίδια αποτελέσματα αυτών των συγκεκριμένων συζεύξεων στο μέλλον. Οι δύο αρχές συμπλέκονται και συλλειτουργούν ώστε η ανθρώπινη φαντασία να σχηματίσει και να εποπτεύσει κάποιες ιδέες πιο ζωηρά από άλλες οι οποίες δεν διαθέτουν το πλεονέκτημα να ταξινομούνται από την εμπειρία ή το έθος. Χωρίς αυτές τις δύο αρχές, ο ανθρώπινος νους δεν θα κατόρθωνε να θεμελιώνει κανένα λογικό επιχείρημα ούτε να εκτείνει τη δραστηριότητά του σε αντικείμενα άλλα από εκείνα τα οποία άμεσα υποπίπτουν στη σφαίρα των αισθήσεών μας. Ως εκ τούτου, θα μπορούσαμε να δεχθούμε μόνο τις αντιλήψεις οι οποίες θα ήταν άμεσα παρούσες στη συνείδησή μας (Waxman, 1994), ενώ με αυτό τον τρόπο η μνήμη, οι αισθήσεις και η νόηση διατηρούν τη δυνατότητα να ερείδονται στη φαντασία ή στη ζωηρή παρουσία των ιδεών μας εντός του χώρου της συνείδησης (Hume, 2011: 459).

Προς επίρρωση των παραπάνω, ο Hume περιγράφει στην Πραγματεία για την Ανθρώπινη Φύση πως όταν αναζητούμε τις θεμελιώδεις αρχές της ανθρώπινης νόησης η αναζήτηση αυτή μας οδηγεί σε καταληκτικές απόψεις που μας αποτρέπουν από περαιτέρω έρευνα. Ο νους αναζητεί επίμονα τις πρώτες αρχές, τις άμεσες αιτίες πίσω από τα φαινόμενα, ωστόσο δεν ικανοποιείται αν δεν καταφτάσει στην πρωταρχική και έσχατη αρχή, η οποία αποτελεί τον απώτατο στόχο των ερευνών και των αναστοχασμών μας (Noonan, 1999). Τούτη η ατέλεια στις ανθρώπινες ιδέες δεν καθίσταται αντιληπτή στην καθημερινή ζωή, ούτε έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι ακόμη και στις πλέον συνήθεις συζεύξεις αιτίας και αποτελέσματος έχουμε πλήρη άγνοια της έσχατης αρχής που τα συνδέει. Στην πραγματικότητα, ομολογεί ο Hume, φαινόμαστε εύπιστοι απέναντι στα φαινόμενα της καθημερινής μας ζωής, γι αυτό και κυριαρχεί τόση ασάφεια και τόσος παραλογισμός όχι μόνο στις μεγάλες και σημαντικές νοήσεις μας αλλά ακόμη και στις πιο απλές ανθρώπινες κρίσεις (Hume, 2011: 461). Το ουσιαστικό λοιπόν δίλημμα είναι εάν θα πρέπει να αποδεχτούμε την εγγενή αδυναμία του ανθρώπινου λόγου να καταφάσκει την ουσία των πραγμάτων, και επομένως να αρνηθούμε τη δυνατότητα κάθε γνώσης και επιστήμης ή να οδηγηθούμε στη διατήρηση κρίσεων που διέπονται ενδεχομένως από τους πλέον έντονους παραλογισμούς. Η επιλογή εντοπίζεται μεταξύ ενός πεπλανημένου λόγου, μιας σφαλερής δηλονότι λογικής, και της τέλειας ανυπαρξίας του λόγου (Owen, 2000). Ο ίδιος ο Hume ομολογεί το αδιέξοδο. Η αλήθεια, όπως κατέφασκε και ο Αβδηρίτης φιλόσοφος, ο Δημόκριτος, βρίσκεται στο πιο βαθύ σκοτάδι, σε μια άβυσσο της πραγματικότητας, μη ορατή από τα ανθρώπινα όντα. Αν αφεθούμε στο ρεύμα της Φύσης τότε εγκαταλείπουμε τους εαυτούς μας στις αισθήσεις και στη νόησή μας, οι οποίες δεν είναι καθόλου επαρκείς. Ο Hume επικεντρώνεται, ωστόσο, στη φυσική τάση του ανθρώπου για έρευνα και εξέταση του κόσμου των φαινομένων και δεν διστάζει να αναγνωρίσει πως θα πρέπει να επιτρέπουμε στον λόγο να κυριαρχεί όταν είναι δυνατός και συνδυάζεται με αυτή τη φυσική μας τάση, όπως και πως δεν πρέπει να υποτασσόμαστε σε αυτόν σε κάθε αντίθετη περίπτωση (Hume, 2011: 463-465). Παρόλα αυτά, κατανοεί πως είναι απαραίτητη μια πιο γήινη αντιμετώπιση των πραγμάτων, μια πιο πρακτική θεώρησή τους, ακριβώς για να αντιμετωπιστεί η οίηση και η παραφορά των θεωρητικών ενασχολήσεών μας.    

Επιλεγόμενα

Οι εν λόγω απόψεις αποκτούν τεράστια σημασία για το φαινόμενο της αγωγής. Αν η δυνατότητα ή αδυναμία μας για γνώση, επί τη βάσει των ιδιαιτεροτήτων της ανθρώπινης νόησης, επηρεάζει το βαθμό κατανόησης της εξωτερικής πραγματικότητας έπεται ότι και κάθε διδακτική απόπειρα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους παραπάνω περιορισμούς. Ο Hume φρονεί πως όλες οι διακριτές αντιλήψεις μας αποτελούν διακριτές υπάρξεις και ο νους ποτέ δεν επιτυγχάνει να αντιληφθεί κάποια πραγματική σύνδεση μεταξύ των διακριτών αυτών υπάρξεων (Hume, 2011: 488). Ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο κατανοούμε τα πράγματα αναπόφευκτα επηρεάζει και τον τρόπο που υπάρχουμε, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Όπως καταδείχθηκε, για τον Spinoza η γνώση είναι αυτοκατάφαση της ιδέας, με τον ίδιο τρόπο που μια ουσία εκπλέκεται στις ιδιότητές της ή μια αιτία εκπλέκεται στα αποτελέσματά της (Spinoza, 2009: I, 4, I 17). Τα είδη γνώσης αποτελούν είδη ύπαρξης. Η γνώση συνδέεται άμεσα με τη βούληση και η μη διάκριση μεταξύ βούλησης και νόησης στη σπινοζική γνωσιοθεωρία επιτρέπει την αποδοχή της παράλληλης ανάπτυξης μεταξύ τους καθώς και την κατανόηση του γεγονότος πως κάποιο έλλειμμα στη γνώση συνεπάγεται και υπανάπτυξη και εκφυλισμό της βούλησης (Χριστοδούλου, 1998: 137). Κατ’ ακολουθίαν, όταν η γνώση είναι επαρκής τότε η βούληση κατορθώνει να φθάνει στα όρια της. Ελεύθερος και ολοκληρωμένος άνθρωπος, κατά τον Spinoza, είναι εκείνος ο οποίος καθοδηγείται από τον Λόγο και με την ορθή χρήση της νόησής του εξασφαλίζει το μέτρο της αλήθειας και προστατεύεται από την παγίδα των παθών (Χριστοδούλου, 1998: 85). Ο Hume, περισσότερο διστακτικά απέναντι στις δυνατότητες του λόγου, προσεπικυρώνει την άποψη πως με τη συστηματοποίηση των γνωσιακών μας προσπαθειών θα κατορθώσουμε να κατανικήσουμε την οίηση των θεωρητικών στοχασμών μας, να διαπιστώσουμε την αδυναμία της αρχής της αιτιότητας να δικαιολογήσει την εξουσία της, και να καταλήξουμε σε ένα σύνολο αντιλήψεων οι οποίες θα είναι αν όχι αληθείς, έστω ικανοποιητικές για τον ανθρώπινο νου και ικανές να αντέξουν στον κριτικό έλεγχο (Hume, 2011: 463-465). Παρά τον έκδηλο σκεπτικισμό του και την έντονη αγωνία του μπροστά στην αντιμετώπιση του γεγονότος πως η ανθρώπινη νόηση είναι παγιδευμένη σε έναν κόσμο που στερείται τη δυνατότητα της διακρίβωσης των αιτιακών σχέσεων ώστε να μπορούμε να οδηγηθούμε στο ασφαλές πλαίσιο της επιστήμης, ο Hume αντιλαμβάνεται πως ο αληθινός σκεπτικιστής οφείλει να θεωρεί εξίσου αμφίβολες τόσο τις φιλοσοφικές αμφιβολίες του όσο και τις φιλοσοφικές βεβαιότητές του (Hume, 2011: 469). Μολαταύτα, η άποψή του για την αγωγή και για το περιθώριο γνώσης και ελευθερίας σε έναν αναγκαιοκρατικό κόσμο παραμένει μινιμαλιστική, λόγω ακριβώς των έκδηλων περιορισμών της ανθρώπινης νόησης.

Βιβλιογραφία

Bennett, J. (1984).  A Study of Spinozas Ethics. Indianapolis: Hackett Publishing Company.

Bricke, J. (1996). Mind and Morality. An Examination of Humes Moral Psychology. Oxford: Clarendon Press.

Garrett, D. (1996). Cognition and Commitment in Hume's Philosophy. Oxford/New York: Oxford University Press.

Hume, D. (2011). Πραγματεία για την Ανθρώπινη Φύση. Μτφ. Μ. Πουρνάρη. Αθήνα: Πατάκης.

Kisner, M. J. (2011). Spinoza on Human Freedom: Reason, Autonomy and the Good Life. Cambridge: Cambridge University Press.

LeBuffe, M. (2010). From Bondage to Freedom: Spinoza on Human Excellence. Oxford: Oxford University Press.

Μπενιέ, Ζ. Μ. (2001). Ιστορία της Νεωτερικής και Σύγχρονης Φιλοσοφίας. Μτφ. Κ. Παπαγιώργης. Αθήνα: Καστανιώτης.

Ντελέζ, Ζ. (1996). Σπινόζα. Πρακτική Φιλοσοφία. Μτφ. Κ. Καψάμπελη. Αθήνα: Νήσος.

Noonan, H. W. (1999). Hume on Knowledge. London and New York: Routledge.

Owen, D. (2000). Hume's Reason. Oxford: Oxford University Press.

Spinoza, B. (2012). Πραγματεία για τη Διόρθωση του Νου [Tractatus de Intellectus Emendatione].  Μτφ. Β. Γρηγοροπούλου. Αθήνα: Πόλις.

Spinoza, B. (2009). Ηθική [Ethica Ordine Geometrico Demonstrata]. Μτφ. Ε. Βανταράκης. Αθήνα: Εκκρεμές.

Stanistreet, P. (2002). Hume's Scepticism and the Science of Human Nature. Aldershot: Ashgate.

Waxman, W. (1994). Hume's Theory of Consciousness. Cambridge: Cambridge University Press.

Χριστοδούλου, Ι. (1998). Ο Σπινόζα και η Βούληση. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

vasilios888@yahoo.gr