Ο πατέρας του ήταν πλούσιος άρχοντας, η Βενετία μάλιστα του είχε παραχωρήσει και το μονοπώλιο του ταμπάκου. Η μητέρα του , η Αγγελική Νίκλη, ήταν δουλεύτρα του πατρικού σπιτιού, γυναίκα απλή του λαού. Ο γέρο-ταμπακιέρης έχει αποκτήσει μαζί της δύο παιδιά, όταν μάλιστα γεννιέται ο Διονύσιος έχει περάσει τα εξήντα χρόνια του, η Αγγελική, η μητέρα του Διονυσίου, είναι δεν είναι δεκαέξι χρονών.
Οι Ζακυνθινοί άρχοντες είχαν πολύ καλά μαθητέψει στα ελευθέρια ήθη της Βενετίας, τα παιδιά παρόλο που και αυτά ήταν άνθρωποι όπως όλοι, ανατρέφονταν στο πατρικό σπίτι σαν αρχοντόπουλα: αυτό εννοείται ως εξής: ελάμβαναν μόρφωση ιταλική, ο πατήρ μάλιστα του Διονυσίου στη διαθήκη του ανέφερε ότι αγαπούσε ως νόμιμα όλα τα παιδιά του και τους εξασφάλισε τα όσα νόμιμα εδικαιούντο. Ίσως και για αυτούς τους λόγους ο Διονύσιος έτρεφε αγάπη πραγματική προς την Ελευθερία, ίσως και για αυτούς τους λόγους ήθελε τον Άνθρωπο Ελεύθερο στη βούληση στην πράξη.
Το 1808 ο μικρός Διονύσιος ήταν 10 χρονών μόλις. Ένα μόλις έτος πρίν είχε πεθάνει ο πατέρας του. Συνοδευόμενος ο Σολωμός από το Rossi πήγε στην Ιταλία να σπουδάσει, αρχικά στο Λύκειο της Κρεμόνας και έπειτα στο πανεπιστήμιο της Παβίας. Η μόρφωσή του είναι εξαιρετική καθώς η ενασχόλησή του με την κλασσική και σύγχονη φιλολογία είναι στηρίζεται σε γερές μαθησιακές βάσεις. Εξηγείται λοιπόν ο λεκτικός και πνευματικός πλούτος που διακατέχει το έργο του. Από αυτά τα χρόνια έρχονται τα πρώτα του ποιήματα, γραμμένα στην Ιταλική γλώσσα. Τα ποιήματά του ήταν άψογα από τεχνικής φύσεως, ακολουθούσαν τον Ιταλικό ρομαντισμό, όμως δεν έχουν το πάθος την έμπνευση και τη μεταφυσική διάσταση των μετέπειτα ποιημάτων του τα οποία στηρίχθηκαν στον Εθνεγερτικό αγώνα των Ελλήνων ενάντια στους οθωμανούς.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πρώτες απόπειρες ο Σολωμός να γράψει στην Ελληνική γλώσσα έρχονται το 1818 μετά ακριβώς την επιστροφή του από την Ιταλία. Αυτό βέβαια φαντάζει ως κάτι το φυσιολογικό μιάς και ήλθε στην αγαπημένη του Ελλάδα και θέλησε να ενστερνισθεί τις ιδέες και τις αξίες της μέσα από το μεγάλο όχημα τη γλώσσα. Βέβαια η Ελληνική Επανάσταση του 1821 συγκλονίζει τον Ποιητή ο οποίος το 1824 θα φωνάξει: « μήπως έχω κάτι άλλο στο νού μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα». Εάν σκεφθούμε τα μεταφυσικά ύψη στα οποία πέταξε ο Σολωμός, θεωρούμε ως βέβαιο ότι θέλησε ως συνέχεια των κλασσικών (από τον Όμηρο έως τον Ευριπίδη) να βιώσει όσα υψιπετή και απόλυτα κρύβονται στις Ελληνικές λέξεις με συμπαντικό προσανατολισμό. Ο Ύμνος προς την Ελευθερία θα πρέπει να ιδωθεί κάτω από αυτό το πρίσμα.
Το 1834 παραδίδει το «Λάμπρο». Ο Λάμπρος είναι ένας μικρός Δόν Ζουάν, κακοήθης αλλά μεγαλόψυχος. Η Μαρία αντέχει την κατακραυγή της απάτης που υπέστη από το Λάμπρο ο οποίος προβαίνει σε τραγικές πράξεις, ο Σολωμός ψάχνει υπαρξιακά τα όρια της ανθρώπινης φύσης μέσα από έξοχα δουλεμένους στίχους.
Το 1833 είναι η χρονιά κατά την οποία γράφει τον «Κρητικό» το πρώτο από τα μεγάλα έργα του. Είναι ένα ποίημα επικολυρικό το οποίο, όπως όλα τα έργα του Σολωμού, δεν τελείωσε ποτέ. Ναυαγός ο Κρητικός προσπαθεί να σώσει την αγαπημένη του μέσα στην τρικυμία. Για το νόημα της φεγγαροντυμένης δόθηκαν πολλές ερμηνείες και αυτό αποκαλύπτει πόσο βαθύ και αινιγματικό συνάμα είναι αυτό το ποίημα του Σολωμού.
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι το ποίημα που εγράφη κατά τη δεύτερη μεγάλη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1825 ως την απεγνωσμένη έξοδο την παραμονή της Κυριακής των Βαΐων το 1826. Από τα σημαντικότερα σημεία του ποιήματος είναι αυτό του πολεμάρχου ο οποίος αναθυμάται τη στιγμή της δυστυχίας του ότι στο ίδιο εκείνο μέρος είχε πρωτακούσει από τα χείλη της αγαπημένης του τον αντίλαλο της δόξας του. Ο Σολωμός προσπάθησε να αποθεώσει τους Πολιορκημένους αναδεικνύοντας τη φαντασιακή πλευρά ενός ανωτέρου μεταφυσικά εαυτού τον οποίο ο ίδιος έβλεπε με το βαθύ και χαμένο στο Σύμπαν πνεύμα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
vasilios888@yahoo.gr