Ερμηνευτικά σχόλια στη Μεσότητα του Αριστοτέλους.
Η «αρετή» της μεσότητας είναι στον Αριστοτέλη επεξεργασμένη όχι μόνον στα Ηθικά Νικομάχεια. Ουσιαστικά στα Ηθικά Νικομάχεια λαμβάνει την πλέον συγκεκριμένη στιγμή της. Η μεσότητα αποτελεί ερώτημα στο «περί ψυχής», στα «φυσικά», στα «μεταφυσικά», εκεί όπου ο Σταγειρίτης προσπαθεί αφ΄ενός μέν να εξισορροπήσει σε σχέση με τον Πλατωνικό δυαλισμό αλλά και να προτείνει μία κοινή οδό ανάμεσα σε τόσο (φαινομενικά) αντιθετικά μεγέθη όπως είναι ο Νούς, η Ψυχή, το Σώμα. Αυτή η διχοτόμηση του ανθρώπου γεννά στο Σταγειρίτη την προσπάθεια της μεσότητας ως εξισορροπητικής μέσης λύσης: σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο ο Νούς επηρεάζει την Ψυχή, σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο ο άνθρωπος ως Σώμα μπορεί να κινηθεί με βάση Ιδέες και Αισθήματα τα οποία ενδελεχώς μέσα στο Λόγο του Κόσμου θα τον εξελίξουν; Ώστε να μην αιωρείται στο χάος του αλόγου ή στο χάος ενός πλατωνικού υπερβατικού Νοός ο οποίος προσφέρει το Αγαθό αλλά αφήνει τον Άνθρωπο αβοήθητο Εδώ μέσα από μία αδιευκρίνιστη ηθική (μέσα από μία γενική γνώση του καλού;): άρα η Αριστοτελική μεσότητα είναι η προσπάθεια της εξισορρόπησης του ανθρώπου ανάμεσα στο Νού του Αγαθού και στον Ανθρώπινο Νού, ανάμεσα στο χάος και στο λόγο, ανάμεσα στις έννοιες του Αγνώστου και στις έννοιες οι οποίες μπορούν να εκτυλιχθούν σε συγκεκριμένες πράξεις και συναισθήματα και σκέψεις προς την ενδελέχεια η οποία βοηθεί τον άνθρωπο ευσυνείδητα και ελλόγως να κινηθεί προς το πρώτον κινούν ακίνητον ως ηθική οντότητα: άρα η πρώτη αριστοτελική μεσότητα είναι ο άνθρωπος ο έχων Νού ο οποίος Νούς μεταφέρει τις έννοιες εκείνες οι οποίες μπορούν να γεννήσουν ανώτερα ψυχικά συναισθήματα ώστε να παραχθούν πράξεις οι οποίες σεβόμενες τον Εαυτό και την Ιδέα του Όλου όντος θα προχωρούν τον άνθρωπο προς το σκοπό του Σύμπαντος κόσμου του Αγαθού.
Άρα η Αριστοτελική μεσότητα δεν απασχολεί μόνον τον άνθρωπο στις διαπροσωπικές του σχέσεις σε σχέση με την υπερβολή και την έλλειψη: ήδη στο «περί ψυχής» έργο του ο Αριστοτέλης θεωρεί την ψυχή ως μεταφέρουσα έννοιες Νοός οι οποίες γεννούν συναισθήματα μέθεξης του Αγαθού διά αρετών και πράξεων: όλα αυτά όμως γίγνονται προκειμένου ο άνθρωπος να αποκτήσει λόγο στο χάος (μόνος αυτός από όλα τα ζώα) διά του λόγου να ελέγξει τη ζωή του και την πορεία του, άρα η Αριστοτελική μεσότητα σε όλο της το εύρος έγκειται ως εξισορρόπηση ανάμεσα στο χάος του αλόγου και στο άλογο των ζώων τα οποία απλά υπακούουν στο ένστικτό τους. Άρα ο άνθρωπος μπορεί να κινηθεί ανάμεσα στις ακραίες χαοτικές καταστάσεις με βάση έννοιες οι οποίες γεννούν συναισθήματα ωραιότητας σε σχέση με τον Εαυτό την ιδέα του Αγαθού και τους άλλους .
Εάν σκεφθούμε ότι ακολουθώντας ο άνθρωπος την έννοια του Είναι κινούντος ακινήτου (Θεού) νοιώθει συναισθήματα τα οποία γεννούν πράξεις οι οποίες ομοιάζουν με το συμπαντικό τρόπο πορείας του θείου, τότε καταλαβαίνουμε γιατί ο Σταγειρίτης θεωρεί τη μεσότητα στα πάθη και στις πράξεις: διότι οι έννοιες είναι οι απ΄ευθείας σκέψεις από το πρώτο κινούν ακίνητον, αυτές δεν υπόκεινται σε μεσότητα , είναι αυτές που είναι ως πηγάζουσες εκ του αγαθού: πότε οι έννοιες αποκτούν αξία; Όταν εισχωρούν στην ανθρώπινη σκεφτομένη ψυχή, γίνονται συν (σε σχέση) αισθήματα , τα οποία γεννούν πράξεις: άρα στα παιδιά των εννοιών ( συναισθήματα και πράξεις) εισχωρεί η μεσότης ως επιλογή η απειρία των εννοιών να εισέλθει σε ισορροπία συναισθημάτων και πράξεων ώστε ο άνθρωπος να μην επαρθεί ως θεός με βάση τις έννοιες που σκέπτεται αλλά ούτε και να υποτιμηθεί ως άλογος με βάση ότι αποκρούει και δεν κατανοεί τις έννοιες του Όλου Όντος.Σε δεύτερο επίπεδο ο Αριστοτέλης γεννά τη μεσότητα ως αναγκαίο μέγεθος αντιπαράθεσης, υγιούς αντιπαράθεσης με το δάσκαλό του τον Πλάτωνα. Ο Πλάτων άφησε χαίνον χάσμα ανάμεσα στον κόσμο των ιδεών και στον κόσμο των ανθρώπων, ο Σωκράτης προσπάθησε να το καλύψει με τον εσωτερικό γνωρίζοντα εαυτό ό οποίος οδεύει προς την ερίβωλον Φθίαν. Όμως αυτό είναι γενικώς αόριστο στον Αριστοτέλη ο οποίος μέσα από το επιχείρημα του τρίτου ανθρώπου (και όχι μόνον) απορρίπτει τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνος: θεωρούμε λοιπόν ότι η μεσότητα στον Αριστοτέλη έρχεται για να ανοίξει τον Αριστοτελικό έλλογο και ηθικό δρόμο ανάμεσα στον κατηργημένο κόσμο των ιδεών και στον πραγματικό ενσώματο κόσμο όπου όλοι ζούμε.
Πρίν όμως συζητήσουμε για αυτή την πλευρά της μεσότητας θα πρέπει να θυμηθούμε ποιόν άνθρωπο κατασκεύασε ο Αριστοτέλης προκειμένου να αντισταθμίσει τον κατηργημένο κόσμο των πλατωνικών ιδεών. Στα μεταφυσικά του ο Σταγειρίτης θεωρεί τον άνθρωπο ως ουσία, ατομική ουσία (ενάντια στην εννοιακή καθολική ουσία του Σωκράτους) άθροισμα μορφής και είδους. Η Μορφή μεταφέρει όλες τις επιταγές του νοός επάνω μας (για αυτό και ο νούς εμμένει έξω της μεσότητας στην οποία εισέρχονται οι πράξεις και τα πάθη) άρα ο άνθρωπος ως μορφή γνωρίζει τι πρέπει ενδελεχώς να ολοκληρώσει. Όλες αυτές οι επιταγές του νοός εισέρχονται στο είδος άνθρωπος ως συναισθήματα και πράξεις: εδώ επεισέρχεται η μεσότητα: ανάμεσα στις άλογες επεξηγήσεις των εννοιών μέσα στο χάος του αλόγου και ζωώδους κόσμου ο άνθρωπος ως νοητή ψυχή θα ικανοποιήσει συναισθήματα λογικής εκτύλιξης των σκέψεων του ωραίου και του καλού , αυτά τα συναισθήματα θα οδηγήσουν σε πράξεις ισορροπίας ανάμεσα στο χάος και στο ζωώδες του αλόγου: άρα μέσα στο όλον ο άνθρωπος θα καταστή ουσία ωραίων σκέψεων συναισθημάτων και πράξεων έχοντας καταφέρει διά της μεσότητας αυτής δύο πράγματα:
Α) να μην είναι πλέον το ατάκτως ερριμμένο δυαλιστικό πλατωνικό υποκείμενο , διχοτομημένο ανάμεσα στο καλό πνεύμα και στο κακό σώμα, ο ουσιώδης Αριστοτελικός άνθρωπος κινείται ανάμεσα στο καλό πνεύμα και στο κακό σώμα αποδεικνύοντας ότι διά του ήθους ως έξεως αυτά τα δύο αντίθετα ενώνονται στον ουσιώδη Αριστοτελικό άνθρωπο.
Β) Ο Αριστοτελικός άνθρωπος μέσω της μεσότητος μεταφέρει ένα μήνυμα αυτοουσιότητας, ενικότητας, καταγίγνεται μία ουσία η οποία πέρα από κάθε διχοτόμηση μπορεί να συνδυάζει όλες τις πλευρές των σκέψεών του των συναισθημάτων του και των πράξεών του. Ουσιαστικά ο Αριστοτέλης με τη μεσότητα κατασκευάζει τον πλήρως ισορροπημένο άνθρωπο ο οποίος ανά πάσα στιγμή γνωρίζει τι πρέπει να σκεφθεί και αυτή τη σκέψη πώς να την περάσει διά της νοητής ψυχής στην πραγματικότητα της πράξεως.
Άρα η μεσότητα δεν είναι ακριβώς αρετή θεωρίας (για αυτό και ο Αριστοτέλης εξαιρεί από τη μεσότητα το Αγαθό ως τέτοιο) αλλά πορεία βιωματικής επιστροφής στο Αγαθό: η μεσότητα βοηθεί ώστε οι έννοιες αδιάσπαστες να επικοινωνήσουν με την ψυχή η οποία διά της μεσότητας κινείται ανάμεσα στα πάθη της έλλειψης και της υπερβολής: έπειτα φθάνει στο σώμα το οποίο κινείται με τις πράξεις ανάμεσα στα υπερβολικά και ελλείποντα πράγματα: με αυτόν τον τρόπο ο νοερά ηθικός άνθρωπος προσομοιάζει στο αγαθό το οποίο δεν υπόκειται στη μεσότητα: διότι ο γνωστικός άνθρωπος δεν έχει ανάγκη τη μεσότητα διότι ανά πάσα στιγμή ξέρει τι κάνει τι σκέπτεται τι νοιώθει με φόντο το αγαθό.
Η πορεία αυτή εδόθη από τον Όμηρο , ο οποίος είναι ο καθεαυτός ποιητής της μεσότητας, και αν σκεφθούμε την οντολογικότητα της ομηρικής ποίησης, ο Όμηρος μεταφέρει τις δυνάμεις του μέσου: ο Οδυσσέας είναι η πρώτη ύπαρξη που ενσαρκώνει τη μεσότητα αλλά και την πορεία ως την μεσότητα.Πρίν να συνεχίσουμε σε αυτό το κομμάτι, δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι στο ‘περί ψυχής» συγγραμμά του ο Αριστοτέλης ασχολείται με την οργή,διότι από τον Όμηρο κιόλας (η οργή, μήνις, του Αχιλλέως) είναι το οντολογικό συναίσθημα το οποίο μεταφέρει όλες εκείνες τις οντολογικές δυνάμεις τις οποίες ο νούς θα πρέπει να επεξεργασθεί και να φθάσει στη μεσότητα.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Ανάμεσα στους συμπαντικούς θεούς (ας θυμηθούμε ότι στο νησί της Καλυψούς ο Οδυσσέας αρνήθηκε τη θεία προσαρμογή και ασπάσθηκε την ανθρώπινη ταυτότητά του λέγοντας ότι είναι άνθρωπος και θέλει να υπάγει στους ομοίους του αγαπημένους ,άρα οι θεοί είναι η νοερή υπερβολή της ανθρωπίνης φύσης) και στην οργισθείσα φύση του Αχιλλέως (ας θυμηθούμε ότι αυτή η οργή οδήγησε στο θάνατο του ηγαπημένου Πατρόκλου άρα η οργή ως πάθος και κακή πράξη είναι η έλλειψη του πρέποντος νοός) έγκειται η μεσότητα του Οδυσσεϊκού νοστίζοντος Νοός: άρα η μεσότητα είναι ο Νούς ο οποίος ενώνει τα διεστώτα και οδεύει προς την ήδη γνωστή πατρίδα του χωρίς την υπερβολή της θεϊκής νόησης αλλά χωρίς και την έλλειψη της ελλιπούς οργής η οποία δηλώνει αδυναμία και έλλειπτική πορεία.
Επίσης ας σκεφθούμε ότι η πλέον συχνή φράση στον Όμηρο είναι : ήμος δε ηριγένεια εφάνη ροδοδάκτυλος ηώς, το ταξίδι του Οδυσσέως εξελίσσεται την Ημέρα, η Ημέρα, ο Ήλιος είναι η μεσότητα ανάμεσα στο χάος και στη Νύκτα, ανάμεσα στους Ολυμπίους θεούς της υπερλάμπρου νοήσεως και της εν Άδη λήθης ο Οδυσσέας παρουσιάζεται ως ο μέσος πολύτροπος Νούς ο οποίος ανοίγει το δρόμο της επιστροφής στην ήδη γνωστή Πατρίδα ανάμεσα στα πλείονα διεστώτα μεγέθη: στην Αθηνά Σοφία (υπερβολή νοός ) και στο χαοτικό Ποσειδώνα (έλλειψη νοός), ο ίδιος ο Οδυσσέας καθίσταται μεσότητα βιωματική ανάμεσα στην υπερβολή να φάγει τα βόδια του Ηλίου και στην έλλειψη να υποκύψει στην απληστία των συντρόφων.
Η Αριστοτελική μεσότητα εξεφράσθη στην ισορροπία του δόγματος της Ανατολικής Ορθοδόξου εκκλησίας περί του ενυποστάτου του Ιησού, στη φύση του Ιησού, σύμφωνα με το δόγμα του ενυποστάτου οι δύο φύσεις (ανθρωπίνη και θεϊκή) ενώνονται ομοουσίως αδιαιρέτως και τελείως αρμονικά. Ο Ιησούς σύμφωνα με το δόγμα τηη Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι η θαυμαστή μεσότητα ανάμεσα στη θεία χαότητα και στην ανθρωπίνη ελλειπτικότητα ως τέλειος θεός και άνθρωπος: ο χριστιανισμός ανέδειξε την Αριστοτελική μεσότητα ως θετική και όχι αρνητική έννοια, ως οδό οντολογικής ηθικής συνεχείας και όχι ως νοητική εν στιγμή ακινησία. Εάν προσέξουμε θα διαπιστώσουμε ότι ο χριστιανικός ανθρωπισμός του Βυζαντίου παρήγαγε το νοήμον υποκείμενο το οποίο κινείται ανάμεσα στον προσωπικό Θεό και την ανάγκη ελέγχου επί του κόσμου, ανάμεσα στον ανώτερο εαυτό του (ύβρις νοήσεως) και στον κόσμο ως πάθος το οποίο πρέπει να ελεγχθεί.Ο δυτικός άνθρωπος ειδικά μετά τη μεταρρύθμιση και το διαφωτισμό μετέτρεψε τη μεσότητα σε λόγο κοινής αίσθησης (common sense): ο άνθρωπος κινείται ανάμεσα στο χάος ενός ντεϊστικού όντος και στην κοσμική συγκεκριμενικότητα: η επιστήμη και η πολιτικη και η τεχνολογία είναι η προσπάθεια ο άνθρωπος να εξισορροπήσει τα αντιτιθέμενα μεγέθη ανάμεσα στα οποία πλέει: ακόμα και ο Φροϋδικός εαυτός είναι το μέσον ανάμεσα στο υπερσυνειδητό και το υποσυνειδητό. Ο άνθρωπος ο οποίος συνεχώς κινείται ανάμεσα στον έρωτα του ανωτέρου νοητικά εαυτού ( ο οποίος γεννά τη σωτηρία) και στο φόβο του κατωτέρου υλικού εαυτού ( ο οποίος γεννά την ασθένεια) είναι ο άνθρωπος της ιστορίας, της επιστήμης, της διηνεκούς τέχνης και πολιτισμού έως σήμερα και συνεχώς.
Βασίλειος Μακρυπούλιας, φιλόλογος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
vasilios888@yahoo.gr