Παν. Κονδύλης: Ο μαρξισμός, ο κομμουνισμός και η ιστορία του 20ου αιώνα (I)

 



 

Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης*

Η ιστορική κατάταξη του μαρξισμού και του κομμουνιστικού κινήματος εξαρτάται από το πως αποτιμά κανείς στο σύνολο της την πορεία της πλανητικής ιστορίας του 20ου αι. Για να το πούμε αλλιώς: ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα σε τούτον τον ιδιαίτερο τομέα της ιστορικής έρευνας προϋποθέτει μιά συγκεκριμένη αντίληψη του τι διαδραματίσθηκε μέσα στην οικουμενική ιστορία αυτού του αιώνα, και μάλιστα τόσο στο επίπεδο της κοινωνικής όσο και στο επίπεδο της εθνικής και διεθνούς πολιτικής ιστορίας. Τούτο παύει να αποτελεί κοινότοπη μεθοδολογική επιταγή μόλις αναλογισθούμε πόσο επίμαχο μπορεί να γίνει ένα τέτοιο εγχείρημα ήδη από τα πρώτα του βήματα, προ παντός όταν αμφισβητήσει κανείς την ιδεολογική αυτονομιμοποίηση της σημερινής «Δύσης» ως της νικήτριας του Ψυχρού Πολέμου. Η αυτονομιμοποίηση αυτή στηρίζεται στην αποδοχή ορισμένων ιστορικών συνεχειών, δηλαδή σε ρητές ή σιωπηρές περιοδολογήσεις της ιστορικής πορείας, και αναφέρεται σε κάποιες ιστορικά διαμορφωμένες κοινωνικές οντότητες, των οποίων η ουσία, όπως νομίζεται, διατηρήθηκε παρ’ όλες τις μεταβολές των συμβεβηκότων. Η ευρύτερη από τούτες τις κατασκευασμένες οντότητες είναι η «Δύση» ως ιδεατή σύνοψη αρχαίων-κλασσικών, χριστιανικών και φιλελεύθερων παραδόσεων, δηλαδή ως κρυστάλλωση μιας σχεδόν τρισχιλιετούς ιστορίας. Αν όμως αποδώσουμε στην έννοια της «Δύσης» τέτοιο ιστορικό εύρος, τότε στη μαρξιστική θεωρία και στην κομμουνιστική πρακτική δεν υπάρχει ουσιαστικά τίποτε που να μην έχει την αντιστοιχία του σε μιάν τουλάχιστον έποψη της «Δύσης» – από ιστορικές εσχατολογίες και διάφορες μίξεις ανθρωπισμού και κολλεκτιβισμού ίσαμε την όχι και πολύ αβρή μεταχείριση των αντιφρονούντων, τις πνευματικές απαγορεύσεις και τις μαζικές εξοντώσεις ανθρώπων από την άλλη μεριά, με βάση αυτήν την ευρεία έννοια της «Δύσης» δεν στάθηκε ποτέ δυνατό στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου να διευκρινισθεί αν λ.χ. η καπιταλιστική και κοινοβουλευτική Ιαπωνία ανήκε περισσότερο στην «κοινότητα των δυτικών λαών» απ’ ό,τι η κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη. Η ιστορική εικόνα γίνεται ευκρινέστερη όταν ο μαρξισμός και ο κομμουνισμός νοούνται ως οι μεγάλοι αντίπαλοι του αστικού φιλελευθερισμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε στους ευρωπαϊκούς Νέους Χρόνους προ παντός μετά τη γαλλική Επανάσταση. Στην προοπτική αυτή γεννιέται η εντύπωση ότι με την κατάρρευση του κομμουνισμού αποκρούσθηκε τελειωτικά η επίθεση εναντίον της αστικής-φιλελεύθερης κοινωνίας και τώρα αυτή, πλουτισμένη με τη διάσταση του κοινωνικού κράτους και εδραιωμένη χάρη στη γενική ευημερία, θα εκδιπλωθεί σ’ όλον τον κόσμο και με την ανθρωπιά της θα χαρίσει την ειρήνη και την ευτυχία στους λαούς. Στο σχήμα αυτό η ιστορική συνέχεια εκτείνεται σ’ ολόκληρη την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και περιλαμβάνει σε μα πρώτη φάση την εκκαθάριση των φεουδαλικών-αριστοκρατικών κατάλοιπων και σε μιά δεύτερη την απόκρουση της επαναστατικής επίθεσης από τα αριστερά μέσω της οργανικής ένταξης των κατώτερων στρωμάτων σε μιάν μεταρρυθμισμένη και ανοιχτότερη, βέβαια, όμως κατά βάση πάντοτε αστική-φιλελεύθερη κοινωνία.

Η ιστορική κατάταξη του μαρξισμού και του κομμουνιστικού κινήματος εξαρτάται από το πως αποτιμά κανείς στο σύνολο της την πορεία της πλανητικής ιστορίας του 20ου αι.

Αν τα πράγματα είχαν όντως έτσι, τότε ο μαρξισμός και ο κομμουνισμός θα αποτελούσαν το πολύ-πολύ κρίσεις προσαρμογής ή απλά στραβοπατήματα πάνω στη βασιλική οδό του δυτικού φιλελευθερισμού – και επανεκδόσεις της «ανατολικής δεσποτείας» σε χώρες με οπωσδήποτε μικρή συμμετοχή στη μοντέρνα εποχή της Δύσης. Αντίθετα, η δική μου θέση είναι ότι στην πορεία του 20ού αι. η Δύση πέρασε μέσα από μιά βαθειά κοινωνική και πνευματική αλλαγή, η οποία στη θέση του ολιγαρχικού και ιεραρχικού αστικού φιλελευθερισμού έβαλε τη μαζική δημοκρατία· ότι η αλλαγή αυτή συνυφάνθηκε, μέσα από ευθείς και πλάγιους δρόμους, με μιάν εξ ίσου δραστική μεταμόρφωση του πλανητικού τοπίου, το όποιο έφτασε σ’ έναν αδιανόητο ως τότε βαθμό κοινωνικής και πολιτικής πυκνότητας· και ότι ο μαρξισμός και ο κομμουνισμός ήσαν εξ αρχής και πάντοτε σύμφυτοι με τούτη τη δίπλευρη κι ωστόσο ενιαία διαδικασία, την επιβοήθησαν και δεν εγκατέλειψαν τη σκηνή προτού η «ιστορική τους αλήθεια» (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Hegel) έρθει στο φως και πραγματωθεί αντικειμενικά (δηλαδή ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές επιθυμίες και προσδοκίες των προασπιστών της): με άλλα λόγια, δεν αποτελούν όγκωμα, το όποιο εν τω μεταξύ αφαίρεσε από το σώμα της ιστορίας μιά επιτυχής χειρουργική επέμβαση, παρά ακέραιο τμήμα μιας ολοκληρωμένης ήδη φάσης της παγκόσμιας ιστορίας, η οποία στέκει τώρα μπροστά στην κυρίως πλανητική της εποχή.

Μονάχα η εμπεριστατωμένη σύλληψη της παραπάνω δίπλευρης διαδικασίας μας επιτρέπει να κατανοήσουμε επαρκώς τη δραματική διαφορά ανάμεσα στα βασικά προβλήματα του 1900 και σ’ εκείνα τού 2000. Αν γύρω στο 1900 δέσποζε στον κοινωνικοπολιτικό στίβο το λεγόμενο τότε «κοινωνικό ζήτημα», το όποιο έμπαινε αναπόδραστα, μέσα στο εκάστοτε εθνικό πλαίσιο, εξ αιτίας της ολιγαρχικής υφής του αστικού φιλελευθερισμού, για την εποχή γύρω στο 2000 το χαρακτηριστικό είναι ότι τα επίμαχα ζητήματα και οι συγκρούσεις εμφανίζονται πάνω στην (υφιστάμενη ή δημιουργούμενη) βάση της υψηλής συλλογικής κατανάλωσης και της υψηλής παραγωγικότητας, οι όποιες επιτείνουν τόσο τη συνύφανση όσο και την ανταγωνιστική αντίθεση των εθνικών οικονομιών, ενώ συνάμα η όλη διαδικασία παίζεται μέσα σε όλο και στενότερα δημογραφικά και οικολογικά όρια. Στον μεγάλο βαθμό όπου συνεχίζει να τίθεται το «κοινωνικό ζήτημα» -βεβαίως σε ουσιαστικά διαφορετική μορφή-, συνδέεται τώρα με αυτούς τους παράγοντες, και η αντιμετώπιση του δεν γίνεται με σύνθημα το γκρέμισμα ταξικών ιεραρχιών όπως τις ήξερε o 19ος αι. παρά -εφ’ όσον η εξισωτική αρχή της απόδοσης έχει επιβληθεί, ονομαστικά τουλάχιστον- τη μερική αναδιάταξη ενός λειτουργικού συνόλου. Η κατ’ αρχήν υποκατάσταση της ταξικής ιεραρχίας από τη λειτουργική δεν συνεπιφέρει βέβαια πάντοτε την εκτόνωση των κοινωνικών συγκρούσεων. Μπορεί και να συμβεί ακριβώς το αντίθετο, γιατί ο ορίζοντας των προσδοκιών, ο οποίος διαμορφώνεται παράλληλα με τούτη την υποκατάσταση, προσδιορίζεται από τον μαζικοδημοκρατικό καταναλωτισμό και γεννά αντίστοιχες απαιτήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Εν πάση περιπτώσει, οι πέντε δισεκατομμύρια άνθρωποι των μη δυτικών και μη προοδευμένων βιομηχανικά χωρών δεν θέλουν ν’ αποκτήσουν ό,τι κατείχε η Δύση το 1900, αλλά ό,τι φαίνεται ν’ απολαμβάνει en masse [σ.σ. μαζικά] σήμερα. Στον τρόπο, με τον όποιο συγκροτείται ο ορίζοντας των προσδοκιών, καθώς και στο περιεχόμενο του, αντικατοπτρίζεται η συνύφανση κοινωνικών και πλανητικών επόψεων η οποία χαρακτηρίζει τη μαζική δημοκρατία ως κοινωνικό σχηματισμό αναπτυσσόμενο σε μείζονες οικονομικούς χώρους.

Η δυτική μαζική δημοκρατία προήλθε βαθμηδόν, αν και σχετικά γρήγορα, από τους κόλπους του αστικού φιλελευθερισμού. Ωστόσο η τομή είναι σημαντικότερη από τη συνέχεια, γιατί όσα προβλήματα αναφύονται στον ορίζοντα του 2000 συνάπτονται με κοινωνικά φαινόμενα που δεσπόζουν τώρα ακριβώς εξ αιτίας της τομής. Ο χαρακτήρας και η έκταση της τελευταίας μπορούν βέβαια να συλληφθούν πλήρως μόνο στο επίπεδο της ιδεοτυπικής προβολής, και στην περίπτωση αυτή, όπως και σε άλλες, είναι μεθοδολογικά επιβεβλημένο να δοθεί η προτεραιότητα στην ποιοτική θεώρηση του κοινωνικού γίγνεσθαι απέναντι στην ποσοτική. Ακόμα και αν τυχόν τα στοιχεία του αστικού φιλελευθερισμού, καθώς και εκείνα του αστικού πνευματικού και υλικοτεχνικού πολιτισμού, συνέχιζαν να υπερτερούν ποσοτικά, αυτά δεν θα ήταν αποφασιστικό για τη δυναμική κατανόηση των πραγμάτων, αν στο μεταξύ είχαν υπερισχύσει ως ατμομηχανές της εξέλιξης φαινόμενα άλλου τύπου. Ανάμεσα στον 13ο και στον 17ο αι. διόλου δεν άλλαξε ριζικά ό τρόπος ζωής και η νοοτροπία των πλείστων ανθρώπων στην Ευρώπη, ήτοι η societas civilis διατήρησε τις θεμελιώδεις ιεραρχίες της και η θεολογία κυριαρχούσε πάντοτε απαραμείωτα στο ιδεολογικό πεδίο – και όμως, αναφερόμενοι στην αντίστοιχη χρονική περίοδο διακρίνουμε ανάμεσα σε «Μεσαίωνα» και σε «Νέους Χρόνους», προσηλώνοντας, και ορθά, την προσοχή μας στα ποιοτικώς καινούργια στοιχεία, μολονότι γνωρίζουμε ότι από ποσοτική άποψη εξακολουθούσαν να υστερούν. Ιστορικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον έχει ό,τι είναι νεοφυές και αποφασιστικό για το μέλλον, έστω κι αν προσωρινά ή για πολύν καιρό φαίνεται απλό εξάρτημα ή παραλλαγή του παλιού.

Οι φιλελεύθεροι «ρεαλιστές» γιορτάζουν εύκολους θριάμβους όταν τονίζουν την αποτυχία της προσπάθειας ολοσχερούς πραγμάτωσης του αρχικού ουτοπικού σχεδίου. Αλλά μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει την τεράστια ιστορική επίδραση του χριστιανισμού μόνο και μόνο επειδή ούτε η εσχατολογική επαγγελία επαληθεύθηκε ούτε το παράγγελμα της αγάπης επηρέασε σημαντικά την κοινωνική πράξη; Ακόμα παραπέρα: υπάρχει αμφιβολία ότι την πραγματική ιστορική του επήρεια την έκανε δυνατή ακριβώς η επίκληση απραγματοποίητων, και μάλιστα υπεριστορικών ή εξωιστορικών ιδεών ή μεγεθών; Τέτοια παράδοξα και αινίγματα λύνονται μονάχα όταν ξεκόψει κανείς από τη ριζωμένη σε ηθικές ανάγκες έξη να παίρνει τις κανονιστικές ιδέες στην ονομαστική τους άξια και να τις αποτιμά σύμφωνα με την πραγμάτωση ή την πραγματωσιμότητα τους, αντί να εξιχνιάζει τις λειτουργίες και τις μεταλλαγές τους σε συνάφεια με τις κοινωνικές περιπέτειες των φορέων τους.

Ακόμη κι αν υποθέταμε ότι η συγκαιρινή μας μαζική δημοκρατία πράγματι δεν αποτελεί τίποτε άλλο και τίποτε παραπάνω από μετασχηματισμό και μετεξέλιξη του αστικού φιλελευθερισμού, και πάλι θα έπρεπε να διερευνήσουμε αν μέσα στη διαδικασία του μετασχηματισμού και της μετεξέλιξης αναφάνηκαν παράγοντες που αμέσως κατόπιν ανέλαβαν από ποιοτική άποψη τον ρόλο κοινωνικού κινητήρα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

vasilios888@yahoo.gr