Ο Όμηρος δεν ήταν ποιητής υπό την
έννοια ότι δεν ήταν συνειδητά τιτλοφόρος «ποιητής». Δεν έφερε τέτοιον τίτλο υπό
την έννοια ότι ήταν βυθισμένος στο Είναι και στις δυνάμεις οι οποίες μέσα στο
Ώδε-Είναι κινούν την ύπαρξη, την ενδυναμώνουν και της δίνουν σκοπό. Ας
προσέξουμε ότι οι ετικέτες (ποιητής, φιλόσοφος κ.λ.π) δόθηκαν όταν οι άνθρωποι
διαχωρίσθηκαν από το Όν ως Όλον και εγκαινίασαν μία εξωτερική σχέση του Εγώ και
Εκείνο σε σχέση με το Είναι. Βυθισμένος ο Όμηρος μέσα στην πορεία του Όλου δεν
ήταν τίποτε ως τίτλος διότι ήταν τα πάντα ως γνώση και βίωμα.
Ο Όμηρος ως μύστης βίωνε το πέρασμα
των ζωοποιών δυνάμεων του Όλου, όπως αυτό διαμοιραζόταν ανάμεσα στους Ολυμπίους
Θεούς, στους θεούς της Γής και της Θάλασσας, τους ήρωες και λοιπούς ανθρώπους.
Στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τον κόσμο της Τροίας και του Δουρείου Ίππου,
των Λαιστρυγόνων και των Κυκλώπων, ο επονομαζόμενος ποιητής δεν είχε κανένα
κατηγορούμενο, δεν ήταν τίποτε, διότι ως μέρος της εσωτερικής Αληθείας δεν
ξεχώριζε σε Εγώ και το Άλλο αλλά βίωνε την ενότητα της ενιαίας δυνάμεως. Αυτής
που τον οδηγούσε στο να ανακαλύψει την ύπαρξη μπροστά στα τείχη της Τροίας,
ώστε να συζητήσει ότι η ύπαρξη είναι ενιαία όπως και η πρώτη φορά όπου οι
Έλληνες ενώθηκαν μπροστά στα τείχη της Τροίας.
Αυτής που τον κατηύθυνε στο να κατανοήσει ότι Ενός η Αληθείη , Ένας θα φθάσει στην Ιθάκη, από το Έν όλα εκκινούν και διά του Ενός Εκεί καταλήγουν. Ο τίτλος σηματοδοτεί αποκόλληση του Ανθρώπου από το Είναι, μερικοποίηση άρα αρχή έρευνας και μικράς γνώσεως, αντικειμενοποίηση του Είναι.Άρα αποθέωση της επιστήμης, της ταξιθέτησης και της φαινομενικής γνώσεως.
Ο τίτλος «ποιητής», «φιλόσοφος» ήταν
άγνωστος στον Όμηρο υπό την έννοια ότι δεν συγκέντρωνε κάποια χαρακτηριστικά ,
τα οποία διαφοροποιούν τον ποιητή από τον μη ποιητή αλλά ήταν όλα όσα
χρειάζεται ο άνθρωπος για να συνειδητοποιήσει την εσωτερική γνώση που φέρει
μέσα του. Όπως ήδη αναφέραμε η στόχευση ενός τίτλου μερικοποιεί τον άνθρωπο,
τον θέτει σε όρια και του αφαιρεί το δικαίωμα να είναι τα πάντα πέρα από το
είμαι ή το άλλο. Διότι στον Αριστοτέλη ουσιαστικά η ποίηση έχασε μέρος της
δυνάμεώς της όταν θεωρήθηκε –όπως και στον Πλάτωνα (στον Ίωνα)-το ενδιάμεσο
ανάμεσα στο θεωρητικό και πρακτικό λόγο, όταν αναλύθηκε κατά «επιστημονικό»
τρόπο ως παραστασιακός μύθος (στον Αριστοτέλη οι απαγγέλλοντες ραψωδοί και
αοιδοί τίθενται λίγο πιο κάτω από τους βιωματικούς τραγικούς, ενώ στον Πλάτωνα
τα επη ήταν θέαμα και ακρόασις.).
Αντιθέτως οι τραγικοί φαίνεται ότι
ήταν ποιητές υπό την έννοια ότι συνειδητά συμμετείχαν σε αγώνες τραγικούς,
έγραφαν υπό την ελπίδα βραβείου και διάκρισης. Ο Σοφοκλής έφερε τον τίτλο του
Ποιητού όταν έγραφε το αριστούργημα της Αντιγόνης. Θα πρέπει όμως να
διακρίνουμε κάποιες ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στην άτιτλη ποίηση και στην
τιτλοφέρουσα ποίηση.
Όταν ο Όμηρος εξέθετε τα στοιχεία
και τις δυνάμεις και τις ενέργειες του
Είναι τις οποίες εάν καταφέρει και τις γνωρίσει και βιώσει ο Άνθρωπος θα
δομήσει την προσωπικότητά του, αγνοούσε όλους τους κανόνες που έθεσε ο
Αριστοτέλης ειδικά για την τραγωδία στην Ποιητική του.Διότι εάν ο «Ποιητής»
ήταν αναγκασμένος να φέρει τίτλο ποιητού, να διδάξει την επική ποίηση και να
διεκδικήσει κάποιο βραβείο θα δημιουργούσε κάποιο άλλο έπος ουδεμία έχον σχέση
με τα παραδοθέντα. Άρα ο Όμηρος χωρίς να γνωρίζει κάποια ταυτότητα δεν υπήκουσε
σε κανόνες, έκτασης και ποσότητος και ποιότητος, βυθισμένος μέσα στο Όλον
«έκλεψε» όσες δυνάμεις ως άλλος Προμηθέας χρειάσθηκε προκειμένου να
δημιουργήσει στη δική του γένεση τον πρωτόπλαστο Αχιλλέα, Οδυσσέα, την Ύπαρξη
που γιγαντώνει με όπλο το Λόγο και επιζητεί την επιστροφή στη Μεγάλη Πατρίδα. Αν
και ο Πλάτων λέγει ακριβώς τα ίδια με φιλοσοφικό τρόπο με τον Όμηρο σχεδόν
κριτικά φέρεται πολύ σκληρά στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια.Διότι το πέρασμα στον
τίτλο «ποιητής» προσαρμόσθηκε σε κριτήρια της εποχής όπου ο Αισχύλος ήξερε ότι ήταν ποιητής.
Έπρεπε λοιπόν ο ποιητής ο οποίος
ήξερε ότι ήταν ποιητής να πληροί τα Αριστοτελικά κριτήρια. Η τίτλο φέρουσα
ποίηση επιβάλλεται να έχει νόημα, πραγματικότητα, μίμηση, συγκεκριμενικότητα,
θεατρικότητα, να προάγει την πόλη και το πολιτικό βίωμα και να μην είναι
μυθώδης, πολυθεϊστική υπό την έννοια των πολλών οντοτήτων (ας μην ξεχνούμε τη
συγκεκριμένη λύτρωση του Ορέστη, μήνυμα ότι η ποίηση σταδιακά θα ψυχαγωγεί τον
άνθρωπο και μέχρι εκεί). Όσο ο Όμηρος δεν ήξερε ότι ήταν ποιητής η ποίηση ήταν
οντολογικό μέγεθος.
Ελεύθερη, μυθώδης, πέρα από
κανόνες, συμπαντική, ένα με το Όλον, ο ποιητής δεν ήταν κάν υποκείμενο ώστε να
βλέπει το Είναι ως Αντικείμενο. Όπως ήδη
υποστηρίξαμε ευρισκόμενος ο Όμηρος δίπλα στους Ολυμπίους δεν είχε ταυτότητα,
μόνον πνευματικά μάτια να σημειώνει όσα περνούσαν διά των οφθαλμών στο νού
του.Το Όπλο όμως του Ομήρου δεν ήταν ο Νούς αλλά η οντολογική μία και κοινή
δύναμη η συνέχουσα όλους και όλα. Ο Αχιλλέας γνωρίζει ότι θα πεθάνει νωρίς όχι
εκ του Νοός αλλά λόγω της οντολογικής συνέχειας της θείας μητρός του, ο
Οδυσσέας λίγο πρίν τους Φαίακες ομιλεί με τον ποταμό, όχι διά του νοός αλλά διά
της οντολογικής κοινής δυνάμεως η οποία συνείχε τον Οδυσσέα με τη δύναμη της
ροής (ποταμού).
Φαίνεται όμως ότι η αποθέωση του
Νοός στο κλεινόν άστυ προσέθεσε ταυτότητες
και στην ποίηση. Εάν σκεφθούμε ότι ο Νούς ως ρυθμιστής του κόσμου
καθίσταται υποκείμενο εξετάζον το Άλλο ως αντικείμενο , γρήγορα η ποίηση
παρασύρθηκε από τη φρενίτιδα του Νοός να υποκειμενικοποιήσει κάθε ανθρώπινη
ανακάλυψη (όπως ρητά αναφέρει ο Σοφοκλής στο Αντιγόνειο στάσιμο: ο Άνθρωπος
είναι το φοβερότερο πλάσμα που όλα τα χρησιμοποιεί). Η ποίηση ακολούθησε το
Νού. Έπρεπε να σταθεί δίπλα στον άνθρωπο ως δραματική , ηθική δράση υπέρβασης
και όχι να βυθίσει τον άνθρωπο στο Είναι της μυθικής θεωρίας όπως συμβαίνει στα
έπη. Έπρεπε σοφιστικά και σωκρατικά να
προκρίνει βιώματα και πράξεις νίκης και υπέρβασης και όχι απλά να παραδέχεται
τη φοβερότητα της Σκύλλας και Κίρκης και των Λαιστρυγόνων, έπρεπε να περάσει στη νοητική πραγματικότητα
του ανθρώπου ο οποίος βλέποντας ως αντικείμενο το Είναι προσπαθεί ως τραγικός ήρωας να το
μιμηθεί ως υποκείμενο νούς και πράξη
εξωτερικής δράσης. Ενώ στα έπη ο Οδυσσέας δεν είναι υποκείμενο αλλά προχωρεί
επάνω στην ενιαία διάσταση του Είναι χαράσσοντας δρόμο, ο μη ποιητής Όμηρος
αρνείται να χαλάσει την αρμονία του Ενός πανθεϊστικού κόσμου. Οι εγνωσμένοι
όμως ποιητές χαράσσουν δρόμο, απολυτοποιούν την ανθρώπινη πράξη, ξεχωρίζουν τον
τραγικό ήρωα ως υποκείμενο και παραδίδουν τον άνθρωπο ως εξωτερικό υποκείμενο
όταν κουρασθεί στον ελληνιστικό κόσμο στα χέρια των μονοθεϊστικών θρησκειών,
διότι ήδη ως εξωτερικό υποκείμενο δράσης ο άνθρωπος κουράζεται και τιμωρείται
διότι έχασε και λησμόνησε την ενικότητα του Όλου. Ο Οδυσσέας έφθασε στην Ιθάκη
επειδή δεν ξεχώρισε από τις λοιπές οντότητες, υπήρξε ως ούτις, ως
υποβοηθούμενος από τη Λευκοθέα και τη Ναυσικά. Οι τίτλο φέροντες ποιητές όμως,
πιστοί στις επιταγές του νοός δημιουργούν την επιστημονική αριστοτελική ποίηση
η οποία υποκειμενικοποιεί τον άνθρωπο άρα ως εξωτερικότητα τον διακρίνει από το
Όλον και τον φυλακίζει στο Εδώ, ώστε το τραγικό βίωμα να φαντάζει μονόδρομος.
Εάν λοιπόν ο μη ποιητής Όμηρος έγραφε τον Οιδίποδα , ο
βασιλεύς της Θήβας δεν θα ετυφλώνετο. Διότι μέσα από τα άπειρα ταξείδια (σύμβολα
σκέψεων και πράξεων) στο ενιαίο και
άπειρο Όν, απεγκλωβισμένος από την αριστοτελική κοινωνία της μικρότητας, θα
εισέρχονταν τόσες δυνάμεις στο νού του ώστε θα έβλεπε όλα όσα ο πολίτης της
πόλεως λησμονεί αλλά ο πολίτης του Όλου
ενθυμείται. Ταξιδεύοντας ο Οιδίποδας στην κοινωνία του Απείρου θα απελευθέρωνε
τον εαυτό του από τα δεσμά του Άλλου –είναι το σημείο διάκρισης ανάμεσα στον μη
ποιητή και στον επαγγελματία ποιητή , ο πρώτος δεν υπολογίζει τον άλλο ο
δεύτερος τον θεωρεί ως το χορό της ποίησής του- θα εύρισκε τη δύναμη μέσα από
την έπαφή του με άλλα όντα να ταξιδέψει προς ένα νέο σκοπό, εκμεταλλευόμενος
διαφορετικά τα λάθη του και μετατρέποντάς τα σε σωστά, όπως ο Οδυσσέας. Ο
οποίος -ρητά αναφέρει ο Όμηρος- ότι επέστρεψε στην Ιθάκη επειδή όπως είδε ο
Δίας πολλά έπαθε δηλαδή πολλά εγνώρισε. Άρα και ο Οιδίποδας θα εξαγόραζε τα
λάθη του με τη γνώση του Απείρου η οποία εξαγνίζει και δίδεται απλόχερα από τον
μη ποιητή εραστή του Όλου. Η τύφλωση του Οιδίποδα από τον ταυτοποιημένο ποιητή
σημαίνει ότι ο άνθρωπος κλεισμένος στην πόλη ζεί σε σχέση με τους Άλλους (χορό)
η τύφλωση(παραίτηση)φαντάζει μονόδρομος. Όχι όμως για τον μη ποιητή Όμηρο ο
οποίος εξαγοράζει ως Οντολόγος τα λάθη
των ανθρώπων με τη ροή της θαλάσσιας γνώσης και απείρου πράξης ,πέρα από όρια, πέρα
από τυφλώσεις,πέρα από τιμωρίες. Γιατί η γνώση του Όλου δεν γνωρίζει τιμωρίες
και τυφλώσεις παρά μόνον εν ροή (ηρωϊκό)ξέπλυμα λαθών και την επιστροφή των
γνωστικών ανθρώπων στην Ιθάκη.
Βασίλειος Μακρυπούλιας,
δρ.φιλοσοφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
vasilios888@yahoo.gr