Γιατί η Εργασία ανέστρεψε το κοσμικό είδωλο;
Τι πραγματικά σημαίνει και αντιπροσωπεύει η εργασία; Ας αντιμετωπίσουμε το όλο θέμα παραγωγικά. Το σύμπαν ως κίνηση πλανητικών δυνάμεων και ενεργειών εργάζεται. Κινείται, μεταφέρει δυνάμεις και ενέργειες, συντηρεί και δημιουργεί κόσμους. Άρα η εργασία είναι κίνηση, συντήρηση, εξέλιξη και δημιουργία. Ο Εργάτης είναι η δύναμη και η ενέργεια η οποία προωθεί το σχέδιο του Όντος, του Είναι, του Σύμπαντος, του Ανθρώπου, της Κοινωνίας.
Η Φύση γύρω μας εργάζεται αενάως και αδιαλείπτως. Κινεί, δημιουργεί, αναπαραγάγει, εξελίσσει, μεταφέρει ποικίλες δυνάμεις, ενέργειες, κινήσεις. Άρα θα μπορούσαμε να ορίσουμε την εργασία ως κίνηση, μεταφορά, ολοκλήρωση, ποικίλων δυνάμεων και ενεργειών, οι οποίες εξελίσσουν ένα ολοκληρωμένο οντολογικό σχέδιο. Καλλίτερα. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως εργασία την ενεργό ολοκλήρωση ενός κεντρικού οντολογικού σχεδίου περί του κόσμου, του ανθρώπου, περί του όλου εμψύχου οντικού σύμπαντος.
Άρα η Εργασία αποτελεί υψίστη Οντολογική λειτουργία, η οποία μεταφέρεται και στα Όντα. Ο Άνθρωπος εργάζεται για να κινήσει εντός του τις συμπαντικές δυνάμεις τις οποίες δέχεται κάθε ημέρα. Για αυτό ο Σωκράτης θα αναφωνήσει: Μουσικήν ποίου και εργάζου. Επίσης το νοούν Υποκείμενο εργάζεται προκειμένου να μεταφέρει τις φυσικές δυνάμεις προς όφελός του. Δημιουργεί γεωργία, αναπτύσσει την αλιεία και την κτηνοτροφία.
Αυτή όμως η Εργατική κίνηση καλύπτει όλους τους δημιουργικούς, πνευματικούς ψυχικούς και σωματικούς του ανθρώπου και της κοινωνίας. Άρα η Εργασία καθίσταται κεντρικός άξονας δημιουργίας του Ανθρώπου και της Ιστορίας του διότι η Εργασία αναδιανέμει και συνεχώς ταξιθετεί το σύνολο των παρεχομένων δυνάμεων δόμησης του Ανθρωπίνου κόσμου. Ο θεός της γένεσης εργάζεται για να δημιουργήσει τον κόσμο, ο Δίας εργάζεται για να νικήσει τους Τιτάνες και τους Γίγαντες. Όλα είναι Κίνηση, Εργασία, δημιουργικότητα, αναδιανομή και ταξιθέτηση των παρεχομένων Οντολογικών δυνάμεων.
Πράγματι εάν προσέξουμε θα διαπιστώσουμε ότι η Εργασία εδημιούργησε τον κόσμο. Ο κεντρικός συμπαντικός Νούς εργάζεται αόκνως προς αυτήν την κατάσταση. Οι άνθρωποι εργάσθηκαν και διαμοίρασαν συμπαντικές δυνάμεις στη γή προκειμένου διά της θρησκείας, της φιλοσοφίας, να χαράξουν τα όρια του πολιτισμένου ανθρώπου και της Πόλης: οι Μινωίτες εργάσθηκαν και μετάφεραν συμπαντικές δυνάμεις στον πολιτισμό τους δημιουργώντας θρησκεία, πόλη, διάλογο με το σύμπαν ώστε μέσα από την αλληλομεταφορά φυσικών δυνάμεων να δομηθεί ο άνθρωπος, η πόλη, ο πολιτισμός. Οι θεοί τους μεταφέρουν πολύτιμες συμπαντικές δυνάμεις αναγκαίες για τη δόμηση του Πολιτισμένου ανθρώπου και της πόλης.
Η Εργασία λοιπόν αναδεικνύει τον πολιτισμό, τον νοούντα Άνθρωπο, την πόλη. Όχι τυχαία η εργασία του τρωϊκού πολέμου αναδεικνύει τον Άνθρωπο , την Πόλη, τον Ανθρωποκεντρικό πολιτισμό: η Εργασία του Πολέμου διακρίνει τις συμπαντικές εκείνες δυνάμεις οι οποίες θα κτίσουν την Ανθρωπίνη και Πολιτική προσωπικότητα και του Υποκειμένου και της Πολιτείας: η Εργασία ως δομική και δημιουργική μεταφορά οντολογικών δυνάμεων αποτελεί υψίστη οντολογική δημιουργία, για αυτό και ο Μάρτιν Χάίντεγγερ αφιέρωσε τόσες σελίδες στην έννοια του κτίζειν.
Ο Ησίοδος κατάλαβε κάτι το πολύ σημαντικό. Ο Όμηρος μέσα από την Μούσα του εργάσθηκε δημιουργικά και μετέφερε στη γή το πρότυπο του ωραίου ανθρώπου και της ωραίας κοινωνίας. Όλα αυτά μάλιστα βασίζονται στην εργασία: διότι ο Αχιλλέας (ε)οργ(α)ίζεται, κινεί την ψυχή του, αναδύει συναισθήματα πολύτιμα για την ανθρώπινη γνώση, κίνηση, προσωπικότητα, ιστορία. Ο Οδυσέας εργάζεται εκπληρώνοντας το νόστο του, αποδεικνύοντας ότι η εργασία με βάση το νού και την κίνηση ολοκληρώνει τον άνθρωπο και τον οδηγεί προς το σκοπό του. Ας προσέξουμε όμως οι Εργάτες (Οδυσσέας και Αχιλλέας) διαχειρίζονται συμπαντικές δυνάμεις τις οποίες και μετατρέπουν σε συναισθήματα και σκέψεις, σε υλικά δόμησης της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Ο Ησίοδος κατενόησε τη δύναμη του Ποιητικού Έπους, η οποία έγκειται στην μεταφορά συμπαντικών δυνάμεων προς τη γή διά της Τέχνης. Οι Άνθρωποι μέσα από τις Μούσες, τις κόρες της Μνημοσύνης και του Δία, αποκτούν ανάμνηση και δύναμη κτίσης και εργασίας και εκμετάλλευσης των συμπαντικών δυνάμεων: ο Ησίοδος μέσα από τα έπη του καθιστά την εργασία συνεκτικό κρίκο ανάμεσα στους ανθρώπους, διότι μετατρέπει την εργασία σε συνείδηση προσωπικότητας, δημιουργίας, χαρακτήρα, μετατρέπει την εργασία σε κοινό τρόπο δημιουργικής ύπαρξης του ανθρώπου. Πλέον οι άνθρωποι ανακαλύπτουν ότι διά της εργασίας θα κινηθούν, θα κινήσουν, θα υπάρξουν, θα μεταφέρουν τις οντολογικές δυνάμεισ στην γή, πλέον η εργασία ως συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στους ανθρώπους, ενώνει τους ανθρώπους σε σχέση με τη γή, τον ουρανό, τη φύση, το νού, την ψυχή, με κάθε είδους δημιουργικότητα. Οι συμβουλές του Ησιόδου, σε σχέση με τους θεούς προς τους ανθρώπους, παρουσιάζουν ένα νέο και βαθύτατο εξελικτικό στάδιο στην ιστορία της ανθρωπότητας: διά της εργασίας παρασκευάζεται ο νέος τύπος Ανθρώπου: Άνθρωπος είναι αυτός ο οποίος εργάζεται, μετατρέπει και δημιουργεί με βάση τις παρεχόμενες οντολογικές δυνάμεις μετατρέποντάς τις σε γήϊνες δυνάμεις δημιουργίας. Ο Ησίοδος θα προτάξει το : εργάζομαι άρα υπάρχω.
Ο ποιητής λοιπόν του διδακτικού έπους είναι αυτός ο οποίος ενώνει τον Ομηρικό Ήρωα με τον Αθηναίο Πολίτη διά της εργασίας. Αν προσέξουμε η έννοια της εργασίας εμφανίζεται στον Εύμαιο (Οδύσσεια) ως έννοια η οποία ενώνει το Λαό με το Βασιλέα. Πλέον ενώνει το Λαό με την Δημοκρατική Πολιτική Εξουσία (όταν καθιερώνεται η Δημοκρατία στην Αθήνα): θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυρισθούμε ότι η Εργασία εκίνησε τη λαϊκή κινητικότητα: προς την Αθηναϊκή δημοκρατία: μαθαίνοντας ο λαός να κινείται εργασιακά άρχισε να παράγει όλα εκείνα τα οποία τον ανεξαρτητοποίησαν κοινωνικά και πνευματικά και ηθικώς: άρα όπως ο Ήρωας με την εργασία του ανεξαρτητοποιήθηκε ως Ανθρωποκεντρισμός από τους Θεούς, παρόμοια οι άνθρωποι διά της εργασίας των ανεξαρτητοποιήθηκαν διά της Εργασίας των από τους Βασιλείς. Η ιστορία των Ελευθέρων Ανθρώπων είναι η Ιστορία της Εργασίας των.
Αυτός ο οποίος φυλάκισε την Εργασία και την εμπόδισε να ακολουθήσει την απελευθερωτική οντολογική πορεία της είναι ο Πλάτων. Εάν ο Άνθρωπος συνέχιζε την Εργασιακή απελευθερωτική του πορεία με γνώμονα την Οντολογική απροσδιόριστη και αέναη αναδιανομή των παρεχομένων οντολογικών δυνάμεων, εάν το Ύδωρ του Θαλού εδίδασκε τον Ανθρώπινο τρόπο Εργασίας, το ύδωρ εργάζεται παντού ελεύθερο και απερίσπαστο, σε αυτήν την περίπτωση οι άνθρωποι θα είχαν ενωθεί ενώπιον των κοινών παρεχομένων οντολογικών δυνάμεων, του ύδατος, του αέρος, του πυρός, της γαίας. Όμως ο Πλάτων κατήργησε την ελευθέρα εργασιακή πορεία των ανθρώπων, την προσέδεσε στο λόγο, στην Ιδέα του Καλού και στην Ηθική του Ωραίου, την υποβίβασε υπό το Βασιλέα Φιλόσοφο ( ο άνθρωπος έχασε την οντολογικη αυθορμητικότητα της Εργασίας και άρχισε να εργάζεται ως δούλος του Βασιλέως και του Λόγου του) με αυτόν τον τρόπο ο Εργάτης κατέστη δούλος και υποχείριο της εξουσίας, ενώ στην Οντολογική σειρά ο Εργάτης είναι μέρος της ελευθέρας κατανομής και ανακατανομής της Οντολογικής σειράς και δυνάμεως.
Η Οντολογική δυναμική όμως της Εργασίας ήταν αδύνατον να χαθεί. Διότι όσο και αν τα πρόσκαιρα φιλοσοφικά ή θρησκευτικά οικοδομήματα κρύβουν το Όν, δεν αντέχουν, το Όν επανεμφανίζεται. Έπρεπε λοιπόν να ελεγχθεί η Εργασία, αυτός ο έλεγχος αποτελεί μία εκ των μεγαλυτέρων διαστρεβλώσεων εννοιών η οποία έλαβε χώρα στην ανθρωπίνη ιστορία. Η μετατροπή του Εργάτη από ονολογικό μέγεθος σε ελεγχόμενο διαστασιακό μέγεθος, η απαξίωση της εργασίας σε κάτι το βιοποριστικό, απέκρυψε την οντολογική διάσταση της εργασίας όπως την είδαμε παραπάνω.
Συγκεκριμένα: ο χριστιανισμός επειδή στηρίχθηκε στο πνευματικό και ηθικό δέσιμο του ανθρώπου με το θεό, απαξίωσε την οντολογικότητα της εργασίας. Πλέον οι άνθρωποι αποκόπηκαν από την οντολογική τους σειρά: σταμάτησαν να βλέπουν την εργασία ως κοινή οντολογική πορεία κτισίματος ενός κοινού εαυτού και μίας κοινής πόλης, ως οντολογική συνέχεια. Δεμένοι με το θεό, ένα απλό οντολογικό σημείο, υποβίβασαν την εργασία σε απλό τρόπο διαβίωσης, ενώ η εργασία είναι το κτίσιμο της οντολογικής συνεχείας. Με αυτόν τον τρόπο απλά η εργασία έγινε τρόπος διαβίωσης χάνοντας την οντολογική της αξία, διότι οι άνθρωποι έχασαν την οντολογική έννοια της εργασίας μιας και το μόνο που τους ενδιέφερε δεν ηταν η οντολογική κτισιμότητα ως συνέχεια της οντολογικής πορείας, αλλά η εργασία ως τροφή και νερό και στέγη διότι ο κόσμος του θεού είναι ο μόνος τόπος που δίδει αιώνια ευτυχία. Η τεμπελιά των θρησκειών είναι δεδομένη και σχετίζεται με το ότι ήδη ο θεός έχει κτίσει μία αιώνια κατοικία η οποία περιμένει τον άνθρωπο ο οποίος δεν χρειάζεται να εργασθεί με οντολογικό σκοπό (το έχει κάνει ο θεός) αλλά μέχρι να πάει στο θεό η εργασία απλά έγινε τρόπος παροχής των αναγκαίων προς επιβίωση.
Η έννοια του θεού εγέννησε και την έννοια του νομίσματος. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να επικοινωνούν μεταξύ τους με βάση αυτό το οποίο ήδη έχουν μέσα τους ως μέρη του όντος. Σταμάτησαν να εργάζονται επάνω στις ήδη κοινές προσφερόμενες οντολογικές δυνάμεις και άρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ τους με βάση τα ενδιάμεσα: διά του θεού, διά των ιδεών και των αξιών οι οποίες εκ του θεού απορρέουν, διά του νομίσματος το οποίο αναπαριστά την ιδέα του έχω εγώ κάτι που δεν έχεις εσύ και θα ήθελες, όπως οι ιδέες του θεού αναπαριστούν ως νόμισμα το ότι έχω κάτι το οποίο πρέπει και εσύ να μάθεις. Η ιδέα του θεού ως κάτι το πνευματικό το οποίο πρέπει όλοι να έχουν και βάσει αυτής προχώρησε η επαφή των ανθρώπων μετεξελίχθηκε σε νόμισμα διά του οποίου προχώρησαν οι υλικές σχέσεις των ανθρώπων. Οι εργάτες πλέον ευτελίσθηκαν εντελώς. Ενώ η οντολογική εργασία απλά διαμοιράζει τις οντολογικές δυνάμεις σε όλους ως εργασία συνεχείας, η εργασία επί συγκεκριμένων αρχών και αξιών του λόγου και του θεού, μερικοποιεί τους ανθρώπους, δημιουργεί προαπαιτούμενες γνώσεις εργασίας, δημιουργεί εργοδότες και εργαζομένους όπως θεό και πιστούς, τελείους και αμαρτωλούς.
Ενώ η οντολογική εργασία είναι ή ως τέτοια εκμετάλλευση των ήδη υπαρχουσών δυνάμεων. Αλλά η ευρώπη της αναγέννησης και της μεταρρύθμισης αντιμετώπισε την μεγαλύτερη διχαλωτή και διφυή πρόκληση. Ο Αναγεννησιακός και Μεταρρυθμισιακός άνθρωπος ένοιωσε πολύ κοντά στο όν. Ένοιωσε για πρώτη φορά ότι το σύμπαν είναι φιλικό διότι ο θεός έγινε άνθρωπος, ένοιωσε ότι με τη λογική του μπορεί να προσπελάσει την εργασία ως οντολογική λογική και πράξη: δηλαδή όλοι μέσω του κοινού λόγου θα μπορούσαν στον επιστημονικό και τεχνολογικό κόσμο να εργασθούν έχοντας το δικό τους κομμάτι εργασίας στον κόσμο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Όμως αυτό τρομοκράτησε πραγματικά την αόρατο θεοκρατική εξουσία του κόσμου αυτού διότι ενώπιον της εργασίας στον κόσμο της μηχανής της επιστήμης και της τεχνολογίας οι άνθρωποι θα ενώνονταν ως υποκείμενα και ως κοινωνία, διότι θα ενώνονταν ενώπιον των επιστημονικών δεδομένων ενός νέου επιστημονικού και τεχνοκρατικού κόσμου. Ο εργάτης του βιομηχανικού επιστημονικού και τεχνολογικού κόσμου θα μπορούσε να γίνει ο παγκόσμιος άνθρωπος φέροντας μία κοινωνία νέων ρόλων και καθηκόντων. Όπως όμως τα περάσματα στον αρχαίο κόσμο εγένοντο διά των πολέμων, παρομοίως και τώρα έπρεπε να επιδειχθεί υπομονή μέχρι να διαμοιρασθούν οι ρόλοι.
Η θεοκρατική εξουσία όμως δεν μπορούσε να ανεχθεί έναν κόσμο εργατικού ανθρώπου αυτεξουσίου στην πράξη. Έναν κόσμο σύνολο τέτοιων ανθρώπων. Για αυτό είχε ήδη προετοιμάσει στην καινή διαθήκη το πρότυπο του καλού φτωχού και του κακού πλουσίου: είχε προσεκτικά διαιρέσει τους ανθρώπους όχι με βάση τη σοφία (αυτό δεν την ενδιέφερε διότι ο θεός εμοίραζε τη σοφία κατά το δοκούν και πάντα κάποιοι θα εκέρδιζαν το λαχείο της θείας σοφίας, ήταν δουλειά θεού η σοφία και ο διαμοιρασμός της) αλλά με βάση τον πλούτο.Ο κόσμος είχε μάθει να μισεί τους πλουσίους και να αγαπά τον πλούσιο θεό: άρα είχε μάθει να αγαπά τα πνευματικά πλούτη. Πάντως είχε μάθει να αγαπά ως φτωχός και να μισεί ως φτωχός. Το μίσος αυτό ένωνε την εργατιά της καινής διαθήκης ενώπιον του πλουσίου θεού και του πλούτου του παραδείσου. ‘Όταν ο Ένγκελς μετέτρεψε αυτό τον πλούτο μαζι με τον μάρξ σε υλικό πλούτο οι εργάτες χωρίς να το καταλάβουν φυλακίσθθηκαν σε ένα κόσμο όπου δεν θα κυνηγούσαν τον πλούτο αλλά αυτούς που είχαν τον πλούτο, ενώ η οντολογική εργατική τάξη (πλήρως άγνωστη στο μάρξ και ένγκελς) θα εργαζόταν επί του ήδη υπάρχοντος οντολογικού πλούτου.
Ο μάρξ ήταν ο καλύτερος σύμμαχος της θεοκρατικής εξουσίας. Διαστρεβλώνοντας την έννοια της εργατικής τάξης, συνδέοντάς την με την θρησκευτική έννοια του πλούτου (όχι ως ήδη υπάρχουσα κοινή οντολογική δύναμη αλλά ως παραχθείσα συσσώρευση ύλης των καπιταλιστών) φυλάκισε και ευνούχισε την έννοια της εργασίας συνδέοντάς την αυστηρά με τον παραγόμενο πλούτο. Σε έναν κόσμο όπου σήμερα στην ψηφιακή εποχή όλοι οι άνθρωποι ήδη είναι ενωμένοι ενώπιον της πληροφορίας ως εργασίας και αφόρμησης γνώσης και εργασίας.
Διχάζοντας όμως ο μάρξ την κοινωνία μέσα από την αντιοντολογική έννοια του εργάτου που παρέδωσε, εκπλήρωσε την αποστολή της θεοκρατικής εξουσίας την οποία τόσο πιστά αντιπροσώπευσε. Οι φτωχοί σε έναν κόσμο ψηφιακό επειδή ελέγχονται κυβερνούν ως νοοτροπία, διότι πλέον δεν μας ενδιαφέρει η εργασία αλλά η απόλαυση του ψηφιακού κόσμου. Ξεχνώντας ο άνθρωπος την οντολογική εργασία οντολογικής συνεχείας ακινητοποιήθηκε διότι ο ψηφιακός κόσμος δεν θέλει εργασία αλλά ανθρώπους να ελέγχει έχοντας επιβάλει έναν ψηφιακό ακίνητο παράδεισο στη γή υπό τον οφθαλμό του μεγάλου αδελφού. Ο μαρξικός εργάτης δεν έχει πρόβλημα να υποταχθεί στον δοθέντα ακίνητο ψηφιακό πλούτο διότι αυτό έχει μάθει να κυνηγεί. Γεννάται ένας κόσμος οκνών ακινήτων ανθρώπων οι οποίοι ως ο αδάμ και η εύα ζούν από τον ψηφιακό πλούτο του αοράτου ψηφιακού θεού. Η κίνηση της εργασίας ως οντολογικής συνεχείας των παρεχομένων οντολογικών δυνάμεων και ενεργειών θα επανεμφανισθεί ως τρόπος σωτηρίας του Οδυσσέα από το ναυάγιο αυτού του κόσμου προς το νόστο μιάς νέας Ιθάκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
vasilios888@yahoo.gr