Απόσπασμα από το βιβλίο μου: πέρα από τη ζωή και το θάνατο.

 


Εισαγωγή και Πρόλογος.

Αναμφίβολα οι δύο πύλες μέσω των οποίων έχει μάθει να διέρχεται πλέον κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι η ζωή και ο θάνατος. Οι Συμπληγάδες πέτρες αυτού του πολιτισμού είναι η ζωή και ο θάνατος.Δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος ο οποίος να μην γνωρίζει τις θεμελιώδεις αυτές έννοιες, ίσως για αυτό το λόγο ο Kantθα τις είχε κατατάξει στις καθ΄εαυτές apriori πρωτογνώσεις, καθαρές πρωτογνώσεις, του ανθρώπου. Εάν όμως σκεφθούμε ότι ο άνθρωπος ο οποίος πορεύεται αιώνες τώρα μέσα στην ποικίλη άγνοια και την αδυναμία να κάνει πάντα όσα σκέφτεται, τότε θα σκεφθούμε ίσως ότι και αυτή η σκέψη περί της ζωής και του θανάτου είναι αρκετά σφαλερή, ίσως μάλιστα έχει αντικαταστήσει μία σωστότερη και οντολογικότερη θέαση αυτών των δύο καταστάσεων.

Η ζωή λοιπόν και ο θάνατος δεν απουσιάζουν από καμμία θεολογία και φιλοσοφία, έχουν μάλιστα κινήσει την παγκόσμιο ιστορία διότι από αυτές τις δύο δυνάμεις αρπάχθηκε ο άνθρωπος προκειμένου να κτίσει τα φιλοσοφικά του αλλά και τα θεολογικά του συστήματα, τα οποία πολύ χρησιμοποίησαν την αγάπη προς τη ζωή και το φόβο προς το θάνατο. Πράγματι μέσα στην πορεία της ανθρώπινης ζωής, αυτές οι δύο αναλυόμενες εδώ πύλες της ανθρώπινης και όχι μόνον πορείας, χρησίμευσαν ως μαγνήτες, έλκυσαν εκατομμύρια ανθρώπων, γέννησαν και δημιούργησαν πολλούς θεούς και σκεπτικά συστήματα, φόβησαν αλλά και χαροποίησαν πάμπολλους ανθρώπους, ζώα και λοιπές έμψυχες μορφές.

Η ζωή και ο θάνατος αποτελούν πλέον οντολογικά όρια και απευθύνονται μόνον σε έμψυχα όντα. Και αυτό είναι η αιτία εκ της οποίας αρυόμενος κάποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει και τις δύο αυτές ιδιότητες του όντος (;) ή ακόμα και να τις αρνηθεί. Η ζωή και ο θάνατος πράγματι αποτελούν διασπαστικά όρια μέσα στο σύμπαν, είναι αυτές οι δύο επιβληθείσες έννοιες (καταστάσεις) οι οποίες διαχώρισαν τις οντικές κατανομές δυνάμεων σε ζωντανές και νεκρές, σε έμψυχες και άψυχες, και κανείς πραγματικά δεν μπορεί να σκεφθεί μία άλλη θεώρηση της ζωής πέρα από τις παρεδεδομένες ζωντανές και νεκρές θεωρήσεις των όντων. Το διπολισμό της ζωής και του θανάτου οι προσαρμοσμένοι σε αυτόν τον κόσμο και τις θεωρήσεις του φιλόσοφοι, τον συνταίριαξαν σε κάθε θεώρηση περί του πνεύματος και της ψυχής και του σώματος. Λανθάνοντας ότι το Όν είναι μία διαρκής συνέχεια ανακατανεμηθεισών δυνάμεων οι φιλόσοφοι μέσα από τιις παρωπίδες της ζωής και του θανάτου, μέσα από τις συμπληγάδες  πέτρες αυτές, προσπάθησαν να ελέγξουν κάθε ανθρώπινη κίνηση, επιβίωσαν μόνον όσοι πέρασαν από αυτές τις  συμπληγάδες  πέτρες προσαρμοσμένοι στη ζωή και το θάνατο και σε όσες παραμέτρους νοητικές και ηθικές επινοήθηκαν ώστε απόλυτα να ελεγχθεί η ανθρώπινη ζωή.

Ως εκ τούτου πραγματικά οι έννοιες και συλλήψεις της ζωής και του θανάτου (οι οποίες διαλύουν κάθε έννοια συμπαντικής διαδοχής δυνάμεων και ενεργειών) εδημιούργησαν το μικροσύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε, εγέννησαν τις ανύπαρκτες οντολογικά μεταβλητές του σώματος και του πνεύματος και της ψυχής, καθόρισαν τις σκέψεις και τις δράσεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων, τους θεούς και τους τύπους των ανθρώπων που επιθυμούν να έχουν, τον τρόπο που πορεύονται και ατενίζουν τον κόσμο γύρω τους.

Σαφέστατα η υιοθέτηση των υπάρξεων της ζωής και του θανάτου καθιέρωσαν τον τρόπο ιστορικής πορείας των ανθρώπων, ακόμα και των πλέον προηγμένων νόων. Ίσως απετέλεσαν λέξεις βάσει των οποίων συνεννοούνται πλέον οι άνθρωποι, διότι εάν κανείς προσφέρει άλλη θεώρηση του σύμπαντος και της πορείας του ίσως δεν γίνει αντιληπτός από κανένα. Η ζωή και ο θάνατος καθιέρωσαν τον τρόπο πορείας του σύμπαντος και είναι βέβαια πολύ πιθανόν το σύμπαν ως τέτοιο να μην γνωρίζει τίποτε για τη ζωή και το θάνατο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και οι οντολόγοι προσωκρατικοί δεν κινήθηκαν παραγωγικά (από το σύμπαν ως τέτοιο προς τα όντα) αλλά καθαρά επαγωγικά από τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων προς τον τρόπο δράσης του σύμπαντος. Ας ασχοληθούμε συνοπτικά με τον Αναξίμανδρο : ήταν αδύνατο για τον μεγάλο αυτό φιλόσοφο να σκεφθεί πέρα από τις δυνάμεις του ζεστού και του κρύου, όμως το ζεστό και το κρύο αποτελούν καταστάσεις ανθρώπινες τις οποίες το Όν δεν βιώνει, όπως δεν βιώνει τη φθορά και την αφθαρσία, καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι όλες οι έννοιες που κυβέρνησαν την ανθρώπινη ζωή, άρα και η ζωή και ο θάνατος δεν έρχονται από το σύμπαν προς τον άνθρωπο αλλά αντίστροφα από τον άνθρωπο προς τις συμπαντικές δυνάμεις, γι αυτό εξάλλου προκύπτουν και οι θεοί προκειμένου οι άνθρωποι να φτιάξουν όσα περισσότερα σκαλοπάτια μπορούν στη σκάλα προς τον ουρανό.

Η διαπίστωση ότι ο κυριότερος ίσως μαθητής του Σωκράτους είναι ο Ευκλείδης, ο δημιουργός της εφηρμοσμένης Γεωμετρίας με σχήματα και γραμμές, δεν είναι καθόλου άσχετη με το όλο θέμα μας εδώ. Στο πέρασμα του Χρόνου η ανακατανομή των οντικών δυνάμεων ωδήγησε στη συρρίκνωση των οντικών δυνάμεων προκειμένου να ξεπηδήσει ένας ακόμη πλανήτης εξάντλησης των οντικών δυνάμεων, και αναφερόμαστε στη γή. Αυτό σηματοδοτεί και η τιτανομαχία. Το άπειρο του όντος πρέπει να γίνει συγκεκριμένο ως δύναμη και μορφή. Ο κόσμος μικραίνει και χωρεί σε 12 δυνάμεις, θεών, όμως αυτό δεν φθάνει για να ελεγχθούν άνθρωποι και πορείες. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι για τον ανθρώπινο έλεγχο, προκειμένου να ελεγχθεί ο άνθρωπος ως πορεία και μορφή δεν επαρκούσε η μίκρυνση  του κόσμου. Εντάξει, το άπειρο έγινε ο μικρόκοσμος της αντιληπτικής μας ικανότητας, θείας και ανθρώπινης. Πλέον ως κόσμος εννοείται όχι το αχανές όν αλλά ο κόσμος ο οποίος υπακούει σε τρείς προϋποθέσεις:

1) έχει δημιουργηθεί από ένα φαντασιακό θεό

2) μπορεί να χωρέσει στο μυαλό και στις λέξεις του ανθρώπου

3) είναι δυνατόν να χωρεί τα όνειρα και τις ελπίδες και τις πράξεις των ανθρώπων.

Η αρχή της σμίκρυνσης του κόσμου έγινε με την προσωκρατική οντολογική πάντως φιλοσοφία. Ξαφνικά το άπειρο έγινε κόσμος και χώρος ο οποίος μπορεί να χωρέσει στο ανθρώπινο μυαλό είτε ως κίνησις ύδατος, πυρός, γαίας και απείρου και αέρος. Πάντως η κίνηση των προσωκρατικών παρατηρήθηκε από ολίγους : το ανθρώπινο Εγώ όχι ως δύναμη αλλά ως νοητική παρατήρηση- άφησε το βάθος της εσωτερικής οντικής συνέχειας, εξήλθε και άρχισε ως υποκείμενο να παρατηρεί το αντικείμενο της Φύσης. Η στιγμή αυτή –η οποία ωδήγησε στη γένεση της τραγωδίας διότι σηματοδοτήθηκε η γένεσις του παρατηρούντος Υποκειμένου το οποίο στη δραματική ποίησε έγινε πράττων Υποκείμενο- είναι σημαντική διότι ο άνθρωπος εξέρχεται της απείρου οντικής συνέχειας, την αφήνει ως βίωμα και την παρατηρεί ως ενορατική συνέχεια. Εδώ θα πρέπει να ανακαλύψουμε και τα σπέρματα της γένεσης της ζωής και του θανάτου. Λέξεις άγνωστες στον άνθρωπο όσο αυτός ήταν βυθισμένος μέσα στην οντική συνέχεια. Εξερχόμενος ο άνθρωπος του όντος ως βίωμα και απλά αρχίζοντας να το παρατηρεί και να το περιγράφει το περιορίζει, διότι ξεχνά την απειρότητα και υιοθετεί την περατότητα, εξάλλου αυτή μπορεί να περιγράψει και να αφηγηθεί.

Γι αυτό το λόγο η έξοδος του ανθρώπου από το όν έφερε τη σμίκρυνση του κόσμου (1) την εξάρτηση από τη μορφή(2) και την εξάρτηση από το φώς (3) , αυτές βέβαια οι τρείς προϋποθέσεις είναι αυτές οι οποίες δημιούργησαν τη ζωή και το θάνατο και τη φιλολογία (άγνωστη στο όν) περί αυτών. Τα βήματα που ακολουθήθηκαν ήταν προσεκτικά και πλέον όλα όσα προέκυψαν θεωρούνται φυσιολογικά, αλλά όπως ήδη έχουμε τονίσει, ολίγοι σκέπτονται ότι όλα όσα επικράτησαν είναι ανθρώπινες ανακαλύψεις, και το όν δεν γνωρίζει τίποτε για αυτές. Όπως ορθότατα ανέφερε ο Επίκουρος οι άνθρωποι κατηγορούν τους θεούς για όλες τις δόξες τις οποίες αυτοί εγέννησαν και υιοθέτησαν.

Αναφερθήκαμε στον  Ευκλείδη, η γεωμετρία του Ευκλείδου ακολούθησε την παράλληλο πορεία του Παρθενώνος. Ήταν η απεγνωσμένη προσπάθεια του ανθρώπου να σταθεροποιήσει, να υλοποιήσει, και ως κάτι το χειροπιαστό να μεταβιβάσει στους επομένους τη σύλληψη αυτού του μικροκόσμου, του κλεισμένου σε ευθύγραμμα τμήματα και σχήματα και σε όλα όσα αυτά αποτυπώνουν. Διότι ο εξουσιαστικός διπολισμός της ζωής και του θανάτου μιμείται απόλυτα την λειτουργία ενός ευθυγράμμου τμήματος. Το ευθύγραμμο τμήμα ξεκινά από ένα σημείο Α προς ένα άλλο σημείο Β, όλα τα ενδιάμεσα στοιχεία είναι τα μόνα που μας ενδιαφέρουν, δεν μας ενδιαφέρουν όσα ευρίσκονται έξω αυτών. Με βάση τρία ευθύγραμμα πλήρως οριζόμενα τμήματα φτιάχνουμε τρίγωνα τα οποία ελέγχουμε πλήρως, φτιάχνουμε κύκλους τους οποίους επίσης ορίζουμε και καθορίζουμε απόλυτα.

Και η ζωή και ο θάνατος (σαν να αντέγραψαν την Ευκλείδειο γεωμετρία ή αυτή να αντέγραψε το δίπολο ζωής και θανάτου) στηρίζονται στη θέσπιση στη ζωή των ανθρώπων της Αρχής και του Τέλους, έννοιες οι οποίες επέρασαν μέσα από την προσωκρατική φιλοσοφία και την ποίηση των Ομήρου και Ησιόδου. Ο άνθρωπος πλέον ομοιάζει με ένα ευθύγραμμο τμήμα το οποίο μέσα στην ξεχασμένη απειρία του Όλου έχει αρχή και τέλος, την αρχή τη λέμε ζωή και το τέλος θάνατο. Από εκεί και πέρα ξεκινά ο περίφημος ανθρώπινος πολιτισμός και ιστορία: διότι αυτό το ανθρώπινο ζωντανό ευθύγραμμο τμήμα το ελέγχω, το ορίζω, διότι ασχολούμαι με τα στοιχεία του ευθυγράμμου τμήματος και με τίποτε το άπειρο που διαθέτει έξω από αυτό. Φτιάχνω ανθρώπινα τρίγωνα (με κορυφές θεό και φύση και άνθρωπο) φτιάχνω ανθρώπινους κύκλους (επαναλαμβανόμενες εποχές που αλλάζουν μόνον εξωτερικά) κ.ο.κ.

Όλη η βιβλιογραφία η οποία έχει διασωθεί (διότι εννοείται ότι τα πραγματικά τεκμήρια της οντολογικής σοφίας η υπάρχουσα εξουσία τα εξηφάνισε για ευνοήτους λόγους) αποτυπώνει (εάν με αυτό το σκεπτικό μελετηθή) αυτή την διαδικασία  από την άπειρο πορεία του Όντος στην ελεγχομένη ευθυγραμματικοτμηματική πορεία του ελεγχομένου αντιοντικού ανθρώπου. Ο Ησίοδος (η ίση οδός ανάμεσα στην άπειρο πορεία του αχανούς όντος και στην πεπερασμένη γνώση του ελεγχομένου ανθρώπου) ξεκινά στη Θεογονία τη γένεση του κόσμου μας αφηγούμενος γεγονότα (τα οποία βέβαια υποκρύπτουν άπειρες συμπαντικές δυνάμεις) τα οποία κανείς ποτέ δεν διασταύρωσε απλά aprioriτα δέχθηκε. Θα πρέπει βέβαια σε αυτό το σημείο να τονίσουμε και πάλι αυτή τη διαπίστωση: υπάρχουν πολλά είδη θεϊκής πίστης, το να πιστεύουν όλοι οι άνθρωποι όσα αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία σηματοδοτεί την ανανεουμένη από γενεά σε γενεά συγκεκριμένη υιοθέτηση αυτής της οντικής οδού η οποία ξεκινά από αυτή τη νύκτα και τους τιτάνες και περιέργως οδηγεί στο χριστιανικό θεό και στη σημερινή επιστήμη με ένα τρόπο ο οποίος περνά  μέσα από τις συμπληγάδες πέτρες της υιοθέτησης του ευθυγράμμου τμήματος που αρχίζει από τη ζωή και τελειώνει στο θάνατο. Εάν αυτά φαντάζουν αδιανόητα (αν και θα προσπαθήσουμε να τα αποδείξουμε) ας ξαναϋπενθυμίσουμε ότι σώθηκαν εκείνα τα συγγράμματα τα οποία εσωτερικά (αν και φαινομενικά μόνον εξωτερικά διαφέρουν) οδηγούν στον πλήρως ελεγχόμενο άνθρωπο της σημερινής εποχής.

Ο Ησίοδος λοιπόν σκληρά διαχωρίζει τη νύκτα από την ημέρα. Ξαφνικά αρχίζει από γενεά σε γενεά σε υφέρπει η έννοια του διπλού μεγέθους του γύρω κόσμου, το ένα μέγεθος είναι η σκοτεινή νύκτα και το άλλο η φωτεινή ημέρα. Ο άνθρωπος χάνεται τη νύκτα και υπάρχει την ημέρα, η νύκτα είναι ο θάνατος και η ημέρα το φώς, η νύκτα είναι απουσία φωτός ενώ η ημέρα είναι η παρουσία φωτός. Η συμπαντική διαχώριση που επέφερε η ησιόδεια μυσταγωγία της θεογονίας ωδήγησε στην ανθρώπινη προσαρμογή της. Ο άνθρωπος ως πνεύμα χάνεται στο άπειρο σκότος της νύκτας (θάνατος) και ως μορφή εμφανίζεται στο πεπερασμένο φώς της ημέρας (ζωή, ο ήλιος ζέει και ζεσταίνει τα πάντα).

Ο Όμηρος μέσα από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια συνεχίζει και αποθεώνει τον Ησίοδο σε αυτή τη διπολική βάση διχοτόμησης του όλου και προσαρμογής αυτής της διχοτόμησης στην ανθρώπινη ζωή και στον ανθρώπινο εαυτό. Ο Όμηρος μέσα από την ωραία Ελένη αποθεώνει τη διχοτόμηση νυκτός και ημέρας, πνεύματος και μορφής, σκοτεινού πνεύματος και φωτεινής μορφής, όλη η Ιλιάδα αποτελεί έναν ύμνο στο ωραίο της φωτεινής μορφής ενάντια στο σκότος της νύκτας, ο θάνατος είναι το σκότος της αμορφίας και της α-σχήμιας ενώ το φώς η ωραιότητα της μορφής και του σχήματος εν τω φωτί του ηλίου. Η ζωή και ο θάνατος αρχίζουν σκληρά να διαχωρίζονται, η Ελένη καθίσταται στο συλλογικό υποσυνείδητό μας η ομορφιά της φωτεινής ημερησίας ομορφιάς, την οποίαν χαίρονται οι οφθαλμοί και γεμίζει η ψυχή. Ο άνθρωπος σταδιακά αποεχθάνεται τη νύκτα, την ταυτίζει με τιτάνες και φόβους, σκότος και απέχθεια, επιθυμεί της ημέρας, του φωτός του ο-μόρφου. Η μορφή αποθεώνεται και ταυτίζεται με  την ημέρα και τον ήλιο και τη ζωή, το ά-μορφο με τη νύκτα και το θάνατο.

Εξάλλου το ταξίδι του Οδυσσέα είναι η αποθέωση της ημέρας και του Ηλίου, 250 περίπου φορές επαναλαμβάνεται η φοβερή φράση (δηλωτική της ζωής του φωτός και της ημέρας: «ήμος δε ηριγένεια εφάνη ροδοδάκτυλος ηώς») ο Οδυσσέας κατεγράφη στο συλλογικό μας υποσυνείδητο ως ο ζωντανός άνθρωπος ο οποίος ελκύει ενέργεια εκ του φωτεινού σύμπαντος εκ του φωτεινού ηλίου, η κίνησή του είναι στην ανοιχτή θάλασσα την ημέρα εκεί όπου ο Ήλιος απλόχερα σκορπίζει φώς και ζωή. Ο Οδυσσέας γίνεται το σύμβολο του αντιθανάτου, στην Οδύσσεια η οποία έχει χωρίσει το σύμπαν στα δύο (ζωή και θάνατος) εξάλλου ο Όμηρος αφιερώνει σε μία ολόκληρη ραψωδία (νέκυια) στο να ζωγραφίσει το θάνατο με τα χειρότερα δυνατά χρώματα. Ο Οδυσσέας καταβαίνει στον Άδη και βλέπει εκεί σκιές, άτονες σκιές, αδρανείς και άχρηστες, μακριά από τη ζωή η οποία ταυτίζεται με τους θεούς του ηλίου της κίνησης της σοφίας και της δράσης. Επίσης η χειροτέρα τιμωρία για τους μνηστήρες είναι ο θάνατος, το να χάσουν τα βασιλόπουλα της Ιθάκης το σώμα και το φώς του ηλίου και τη μορφή τους.

Η νέκυια μας προβληματίζει πολύ διότι ο Όμηρος παραδίδει ότι οι μεταθανάτιες σκιές περιβάλλονται στον Άδη από τον τεράστιο και χαώδη ωκεανό, η υγρή φύση του ωκεανού συμβολίζει την κίνηση πέρα από την παρούσα νοηματοδότηση της ζωής και του θανάτου, γιατί άραγε βάζει τις ψυχές να μην κινούνται πέρα από τον ωκεανό, πέρα από τη ζωή (επάνω κόσμος) και πέρα από το θάνατο (σκιώδης μετάβαση στον Άδη) ώστε να καταδείξει ο ποιητής ότι η ζωή και ο θάνατος είναι απλά δύο στάδια και τίποτε άλλο στον άπειρο δρόμο του ωκεανού-Όντος; Βέβαια ο Οδυσσέας εάν προσεχθεί η Οδύσσεια (μετά την ανάβαση από τον Άδη) ίσως έμμεσα φεύγει πέρα από το διπολισμό ζωής και θανάτου διότι στέλνει ηχηρό μήνυμα ότι μετά το θάνατο (Άδη) συνεχίζεται η επομένη οντική ζωή με ανακατανεμηθείσες δυνάμεις οι οποίες οδηγούν σε μία νέα οντική κατάσταση (Φαίακες).

Ας προσέξουμε όμως ότι κανείς μα κανείς δεν ερμήνευσε οντικά τον Όμηρο ή τον Ησίοδο, κανείς δεν ασχολήθηκε με τον ανοικτό συμπαντικό κόσμο τους, αλλά η μετέπειτα επέλαση της θρησκείας προσπάθησε είτε να περιορίσει τον κόσμο τους είτε να βυθίσει την ανοικτή οντική πορεία στο λάκκο του μύθου. Τέλος πάντων και ο Ησίοδος και ο Όμηρος έχουν ένα κοινό σημείο το οποίο θα πρέπει να προσεχθεί : Δεν εμμένουν όπως οι χριστιανοί ότι υπάρχει ένας κεντρικός θεός δημιουργός, περιγράφουν απλά το στάδιο μιάς πορείας, όλα είναι εν κινήσει άρα ήταν διαφορετικά και θα γίνουν υπαρξιακά και πάλι διαφορετικά, αναφέρουν τελικά ένα νησί μέσα στον ωκεανό του όλου. Άρα η ζωή και ο θάνατος είναι απλά στάδια πορείας στην οντική πορεία, η οποία διαθέτει τόσα άλλα στάδια, άρα υπήρξε εποχή και θα ξαναϋπάρξει κατά την οποία πέρα από τη ζωή και το θάνατο απελευθερωμένη η συμπαντική ενέργεια συνεχίζει το ταξείδι της.

Αυτό το ταξείδι ξαφνικά εκρύβη μέσα από την  θρησκευτική αποθέωση της ζωής και του θανάτου, καθώς η ζωή και ο θάνατος έγιναν πύλες μέσα στις οποίες φυλακίσθηκε η ανθρώπινη ζωή και ουσία και ύπαρξη. Πότε όμως έγινε αυτό; Το μεγάλο χαρακτηριστικό του κλεινού άστεως ήταν ότι η ανθρώπινη ζωή ξεπερνούσε ως ποιότητα την ποσότητα. Υπήρχε η δυνατότητα οι εκλεκτοί ελεύθεροι να μετέχουν των θείων και συμπαντικών αληθειών, υπήρχε περίπτωση ο Σωκράτης να επηρέαζε με τη διδασκαλία του συλλήβδην όλους τους ελευθέρους πολίτες των Αθηνών, η γνώση των αληθειών ταυτιζόταν με τη γνώση του άλλου. Αυτό και μόνο προσέδιδε άλλη δυναμική στη διάδοση της αληθείας και του βάθους αυτών των αληθειών, ο Όμηρος αναλυόταν σε βάθος ώστε οι άνθρωποι να κατανοούν ότι ο Οδυσσέας και ο νόστος σε πραγματικό περιβάλλον τους αφορά. Εξάλλου ζούσαν στο ίδιο συμπαντικό περιβάλλον νοιώθοντας τους ίδιους θεούς (συμπαντικές δυνάμεις).

Συνέβησαν όμως δύο τουλάχιστον γεγονότα τα οποία αποφασιστικά επηρέασαν τη ροή των πραγμάτων, ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι τα στάδια εξέλιξης του ανθρωπίνου πνεύματος είναι πολύ συγκεκριμένα: Το άφατον Όν έγινε αντικείμενο συζητήσεων, ως άπειρον μέγεθος μετεξελίχθηκε σε κάτι το συγκεκριμένο και περατό, τελικά κλείσθηκε ανάμεσα στις πόρτες της ζωής και του θανάτου. Το πρώτο γεγονός το οποίο θα πρέπει να αναφέρουμε είναι οι πόλεμοι : ο πόλεμος καταδεικνύει αφενός την αδυναμία οι άνθρωποι όλοι μαζί να ακολουθήσουν την κοινή οντική πορεία, αφετέρου ότι κάποιοι έχουν τον τρόπο να επιβάλλουν συνεχώς και αδιαλείπτως  τη δική τους οντική και διαστασιακή πορεία. Ο πόλεμος καταδεικνύει την αδυναμία των ολίγων να επιβάλουν συνειδητά τις αλήθειες τους στους πολλούς οι οποίοι απλά αντέχουν και ανέχονται τις αλήθειες του νικητή, επίσης ο πόλεμος καταδεικνύει ότι  ο έχων την αλήθεια δεν φεύγει σε άλλους επομένους οντικούς κόσμους αλλά προσπαθεί να την επιβάλει στους άλλους εδώ. Όμως αυτό και τις αλήθειες διαλύει οι οποίες απαιτούν την ολοκλήρωση διά των πράξεων των ολίγων διότι όταν διασπείρονται στους πολλούς χάνουν την πρωτοτυπία τους και την οντικότητά τους, επίσης καταντούν απλές βιωματικές πραγματικότητες σε σχέση με την καθημερινότητα χωρίς κανένα οντικό αντίκρυσμα.

Το δεύτερο είναι συναφές και εξέλιξη του πρώτου, έπειτα από τις πόλεις- κράτη και μέσα από τους πολέμους (ας αναφέρουμε τον Πελοποννησιακό ο οποίος άνοιξε το δρόμο στην προαυτοκρατορική ένωση Ελλάδος και Περσίας και στις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι οποίεςεδημιούργησαν τη μεγάλη μετέπειτα αυτοκρατορική Ελληνιστική εποχή η οποία έστρωσε το δρόμο προς τη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή) επεκράτησε όχι η εκλεπτυσμένη οντική αληθής συνέχεια πέρα από την έννοια της ζωής και του θανάτου (αυτό ήταν αδύνατο σε ένα κόσμο ευρέων λαϊκών μαζών, οι οποίες ήταν εντελώς ετερόκλητες, αδύναμες να ενωθούν ενώπιον οντικών αληθειών οι οποίες απαιτούν ψιλή συμπαντική σύλληψη ολίγων ανθρώπων, οι μάζες ενώνονται τελικά σε δογματικές ανεπεξέργαστες από το νού αλήθειες όπως είναι ο θεός) αλλά η προσπάθεια όλες αυτές οι λαϊκές μάζες να ενωθούν ενώπιον κάποιου αυτοκράτορος και κάποιου θεού (εξάλλου άρχισε να ενεργοποιείται το πανάρχαιο μοντέλο βασιλέως – αυτοκράτορος.

Ήλθε λοιπόν η εποχή όπου η ποσότητα καθορίζει την ποιότητα, επίσης συνέβη κάτι ακόμη το χειρότερο: εγκλωβισμένοι οι άνθρωποι στο αδιέξοδο της ελληνιστικής εποχής, έχοντας ανάγκη καλύτερους τρόπους επιβίωσης και διαβίωσης, άρχισαν να απολλούουν τη μεγάλη αλήθεια της ατομικής οντικής συνέχειας πέρα από την κοινωνικοπολιτική θεωρία του Αριστοτέλους : εάν σκεφθούμε ότι πλέον άρχισαν να αναπτύσσονται φιλοσοφικές τεχνικές και όχι αυτόχθονες οντικές φιλοσοφίες (στωϊκοί και επικούρειοι σε κάθε περίπτωση συνιστούν φιλοσοφικές τεχνικές) θα καταλάβουμε ότι το δίπολο ζωής και θανάτου χωνεύθηκε και βοήθησε αυτές τις τεχνικές κάπου να στηριχθούν, ο χειρότερος εχθρός των στωϊκών και των επικουρείων είναι η οντική απελευθέρωση του ανθρώπου πέρα από τη ζωή και το θάνατο. Κανείς πλέον δεν άντεχε τις οντικές αλήθειες, ότι δεν υπάρχει ζωή και θάνατος αλλά μόνον μία πορεία της υπό κατανομής οντικής δύναμης, όταν η οντική δύναμις μετατρέπεται σε σώμα (δεν εισχωρεί σε σώμα) γιατί να ονομάζεται ζωή και γέννηση και όχι απλή μετουσίωση της ίδιας δυνάμεως σε άλλη ίδια δύναμη; Όταν αυτό το σώμα μετατρέπεται σε άλλη άϋλη  δύναμη γιατί να ονομάζεται θάνατος, απλά είναι ένας άλλος τρόπος ύπαρξης της ίδιας δυνάμεως. Κανείς δεν λέγει ότι το παγάκι γεννιέται όταν στεροποιείται το νερό και κανείς δεν λέγει ότι πεθαίνει ότι εξατμίζεται, αλλά όλοι ομιλούν για τη μετεξέλιξη σε διάφορες μορφές μιάς κεντρικής υδάτινης δυνάμεως.

Ώστε λοιπόν η ελληνιστική εποχή διαμόρφωσε και τις σκέψεις εκείνες οι οποίες θα έπρεπε να ανταποκριθούν στα καινούργια κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα. Το σκεπτικό – όπως ήδη είπαμε – ήταν σχετικά απλό.  Χαώδεις ανθρώπινες μάζες, διαφορετικών φυλών, καταβολών, γλωσσών και ποικίλων άλλων καταστάσεων, ενώθηκαν κάτω από τη νεοφανή ελληνιστική αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έπρεπε να μικρύνει το σύμπαν το οποίο επέτρεπε μέχρι τότε οι άνθρωποι να υιοθετούν όποια συμπαντική δύναμη θέλουν, το σύμπαν μίκρυνε μέσα από τις θρησκείες, ο ουρανός περιορίσθηκε στις θρησκείες και σε ό,τι αναφέρει ο θεός. Επίσης έπρεπε να μικρύνει και η φύση διότι οι άνθρωποι προσεταιρίζονταν πολλές και ποικίλες δυνάμεις, και αυτό επετεύχθη μέσα από την κατευθυνόμενη φιλοσοφία του καλού και του κακού, του πάθους και του επιτρεπτού. Δεν συζητούμε ότι και ο άνθρωπος θα έπρεπε να περιορισθεί και αυτό έγινε εφικτό με την ηθική της φιλοσοφίας και της ηθικής. Τελευταία θα έπρεπε οπωσδήποτε να ελεγχθεί αποφασιστικά το αόρατο ενορατικό υπόγειο και εσωτερικό οντικό στοιχείο το οποίο ευρίσκεται πίσω από όλους και όλα και συνδέει μυστικά τα όντα με την άπειρο οντική τους συνέχεια: η αποθέωση του ανυπάρκτου ζεύγους ζωής και θανάτου τα κατάφερε μία χαρά σε αυτό το σημείο.

Οι θρησκείες και οι ετοιμάζουσες  το έδαφος σε αυτές φιλοσοφίες επεξεργάσθηκαν πολύ προσεκτικά τα δόγματα εκείνα τα οποία οικοδόμησαν το δίπολο ζωής και θανάτου. Από τον Πλάτωνα και έπειτα ειδικότερα γιγαντώθηκαν τα α-νόητα εκείνα πιστεύματα ότι το σώμα είναι αυτό ή το σώμα είναι το άλλο, η ψυχή φυλακίζεται στο σώμα με τη ζωή και με τα θάνατο απελευθερώνεται και όλα αυτά τα σχετικά φληναφήματα. Η διαχώρηση του σώματος από την ψυχή και το πνεύμα αποτελεί τη μητέρα του δυαλισμού και της αποθέωσης του δυαλισμού ζωής και θανάτου. Το σώμα θεωρήθηκε ως ύλη ενάντια στο πνεύμα της ψυχής και με αυτόν τον τρόπο το σώμα ταυτίσθηκε με το φόβο και την ανασφάλεια, η ζωή κατέστη φόβος της μετά του σώματος ζωής, ο θάνατος έγινε αντιληπτός ως πέρασμα στο αβέβαιο μετά τη βεβαιότητα του σώματος και της αισθητικότητας.

Η μεγάλη αντίφαση είναι δεδομένη: εάν το σώμα είναι το κακό και το αβέβαιο τότε το πνεύμα που φιλοξενείται μέσα σε αυτό το σώμα και από το οποίο μάλιστα ζωοποιείται είναι κάτι το τέλειο: άρα ως τέτοιο γνωρίζει τα πάντα και θυμάται τα πάντα και μπορεί τα πάντα. Τότε γιατί ο άνθρωπος ταυτοποιήθηκε με το κακό σώμα του, ταυτίσθηκε με την αδυναμία και την άγνοια αυτού, ώστε  ποτέ να μην  διαφημισθεί ότι όταν απελευθερωθεί το πνεύμα ο άνθρωπος επιτέλους θα υπάγει εκεί όπου ήδη διά του τελείου πνεύματός του γνωρίζει και ξέρει. Αντιθέτως κοντά στο ατελές σώμα κατέστη ατελές και το πνεύμα και ο άνθρωπος είτε στην ενσώματη ζωή είτε στον ασώματο θάνατο έγινε έρμαιο του θεού των φόβων του και του δυστήνου περάσματος από τη ζωή στο θάνατο, τη στιγμή κατά την οποία όλα είναι μία υπέροχη οντική πορεία. Η μεγάλη αντίφαση της ζωής και του θανάτου και της ανυπαρξίας τους είναι το ότι ξαφνικά οι άνθρωποι δέχθηκαν ότι οι οντικές δυνάμεις οι οποίες πλέουν ελεύθερες στον ωκεανό του όλου,περιορίζονται, υλικοποιούνται, ξεχνούν, φοβούνται κ.λ.π. Η διάσπαση των οντικών δυνάμεων σε υποδυνάμεις αποτελεί το πλέον ανόητο δόγμα των ανθρώπων και την πλέον φαιδρά αντίληψη των πολλών η οποία επεβλήθη από τους ολίγους. Οι οντικές δυνάμεις είναι συνέχεια ανακατανομής, είναι πάντα όμοιες, και απλά συνεχίζουν παράγοντας νέες μορφές, ουσίες όντα και καταστάσεις οι οποίες σε τίποτε δεν διαφέρουν αφού συνίστανται από την ίδια  δύναμη, διαφέρουν μόνο στον τρόπο κατασκευής και κατανομής της ήδη υπαρχούσης δυνάμεως.

Ο θεός και ο άνθρωπος είναι κατανομές της ίδιας δυνάμεως, της ίδιας οντικής δυνάμεως. Γενικά και στο θέμα του θεού και του ανθρώπου στηρίχθηκαν όλες οι ανά ζεύγη φυλακές ζωής και θανάτου, καλού και κακού. Μέσα στο άπειρο Όν όλα είναι μία κοινή δύναμη, γιατί άραγε έχουμε άλλη ποιότητα στο θεό και άλλη στον άνθρωπο; Γιατί κάποιες οντικές δυνάμεις χαρακτηρίζονται καλές και κάποιες κακές; Γιατί η ζωή και ο θάνατος διαφοροποιούν τις κοινές οντικές δυνάμεις και το  πέρασμά τους; Διότι κάποιοι εθέλησαν να κυβερνήσουν τους ανθρώπους, να μην τους αφήσουν μόνους τους στις οντικές τους πορείες, οι οποίες είναι εξάλλου κανονισμένες οντικά και προδιαγεγραμμένες. Κλεισμένοι οι άνθρωποι σε κοινωνίες, ξέχασαν την οντική ατομικότητά τους, και μέσα από αυθαίρετες αντιοντικές κατασκευές ξέχασαν την άπειρη συνέχεια όπου ανήκουν και κυβερνήθηκαν μέσα από αυθαίρετες διαστασιακές κατασκευές.

Η Ρώμη οργάνωσε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον νέο αχανή κόσμο ώστε αυτός να δοθεί στις αγκάλες του χριστιανισμού, στις αγκάλες της θρησκείας του λαού. Ουσιαστικά η Ρώμη οργάνωσε όλες τις παραδοθείσες θρησκευτικές και φιλοσοφικές και πολιτικές παραφυάδες ώστε να υποδεχθούν τη θρησκεία των κατατρεγμένων και των ευρέων λαϊκών μαζών του ναζωραίου. Δεν είναι τυχαίο ότι η βασική αρχή της Ρώμης έρχεται μέσα από την πλατωνική πολιτεία και είναι η δικαιοσύνη, η εξωτερική επιβληθείσα στις μάζες αυτοκρατορική δικαιοσύνη. Η Ρώμη για πρώτη φορά στα ιστορικά χρονικά ένωσε όλη την ανθρωπότητα ενώπιον ενός ανθρώπου ο οποίος σταδιακά και μέσα από τα στρατιωτικά πεπραγμένα αλλά και τους θρησκευτικούς συγκρητισμούς θεωρήθηκε ως αυτοκράτορας – θεός. Βέβαια και σε άλλους πολιτισμούς αυτό ίσχυε όμως σε παγκόσμια βάση, ή τουλάχιστον σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο αυτό ήταν κάτι το πρωτότυπο. Οι άνθρωποι εγκλωβισμένοι στη γή, από την μία πλευρά, ανίκανοι να προχωρήσουν σε ατομικούς οντικούς δρόμους μιάς και οι υλικές ανάγκες φάνταζαν επιτακτικές, από την άλλη πλευρά, δεν άργησαν να υποταχθούν σε μία δικαία κεντρική αρχή της ρώμης, η οποία για να τους αμοίψει τους προσέφερε και το παγκόσμιο δικαίωμα του ρωμαίου πολίτη. Για πρώτη φορά όλοι οι άνθρωποι του γνωστού τότε κόσμου φάνταζαν όμοιοι έχοντας κοινή πολιτειακή και πολιτική βάση. Από τη μία η ζωή και από την άλλη ο θάνατος κρατούσαν γερά σταθεροποιημένους τους ανθρώπους εδώ, διότι αυτά τα δύο μεγέθη προσέδιδαν μεγάλη αξία στην ενδιάμεση ζωή, ήταν αυτή η ενδιάμεση ζωή η μόνη δυνατότητα οι άνθρωποι να καταλαγιάσουν τους φόβους τους, στο βαθμό μάλιστα που θα γινόταν όσο πιο ευδαίμων γινόταν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

vasilios888@yahoo.gr