Κεφ.1.4.2. Η ζωή και ο θάνατος στην ποίηση του Ησιόδου.(απόσπασμα από το βιβλίο μου: πέρα από τη ζωή και το θάνατο)....



Ο Όμηρος λοιπόν ξεκάθαρα όπως ήδη δείξαμε θεωρεί την απουσία ζωής και θανάτου ως ξεχωριστές καταστάσεις, διότι επί της ουσίας διακρίνει τη μία και συνεχή πορεία του ανθρώπου από τον  Όλυμπο στη γή στον Άδη και πάλι σε αυτή τη σειρά έως οι δυνάμεις εξέλθουν στον Ωκεανό και συνεχίσουν την αχανή πορεία τους. Παντού του Ομηρικού έργου η αδιαμφισβήτητη συνέχεια της αιθέριας δύναμης προ σώματος, εν σώματι και έξω του σώματος κυριαρχεί. Οι θεοί συσσωρεύουν τη δύναμη την οποία και θα μεταβιβάσουν στους ανθρώπους, αυτοί θα την μεταβιβάσουν στο στάδιο του α-δη (ασυνειδητότητας) και πάλι στο στάδιο του Ολύμπου έως αυτή η δύναμη να φύγει στα επόμενα οντικά στάδια.

Ώστε ο Όλυμπος συνιστά την καθαρά οντική επερχομένη δύναμη η οποία εν μορφή συνειδητοποιεί το Εδώ και έπειτα χωρίς μορφή προσανατολίζεται, αυτή η υπέροχη πορεία της οντικής δύναμης πουθενά στον Όμηρο δεν σκλαβώνεται σε απομονωμένα στάδια ζωής και θανάτου, αλλά μέσα από τη συνέχειά της, απλά παρουσιάζεται να έχει πολλά στάδια (σαν τις περιπλανήσεις του Οδυσσέως) πρίν χαθεί στη συνέχεια του μεγάλου Ωκεανού.

Ο Ησίοδος στο προοίμιο της  Θεογονίας μας αφηγείται τη συνάντησή του στο  όρος Ελικών με τις Μούσες οι οποίες του είπαν ότι επιθυμία των θεών είναι να μάθουν τους ανθρώπους να λένε μόνον την Αλήθεια. Άρα εάν σκεφθούμε την ποιότητα των μουσών ο Ησίοδος θέτει τους ανθρώπους να επικοινωνούν με δυνάμεις συμπαντικής συνεχείας προκειμένου να είναι και να νοιώθουν ελεύθεροι μέσα στο όν ως τέτοιοι. Ήδη ο Ησίοδος φιλοδοξεί να ξεφύγει από τον αναπαραστατικό ποιητικό λόγο του Ομήρου θέτοντας το δικό του πραγματικό φιλοσοφικό λόγο οποίος ξεχωρίζει τον κόσμο των φαινομένων από τον κόσμο των πραγματικών οντικών παραστάσεων. Από την αρχή λοιπόν ο Ησίοδος (και θα ακολουθηθεί σε αυτό από τον Παρμενίδη) διαχωρίζει τον κόσμο των φαινομένων από τον κόσμο της Αληθείας, όμως αυτοί οι  δύο κόσμοι δεν διαχωρίζονται και δεν διαχωρίζουν και τον άνθρωπο σε δύο κομμάτια ξεχωριστά, αλλά τίθενται ως δύο στάσεις ενός κοινού ταξιδιού. Εάν σκεφθούμε ότι επάνω σε αυτή τη διαφοροποίηση (του φαινομενικού κόσμου από τη μία και του κόσμου της Αληθείας από την άλλη) στηρίχθηκε το παραπλανητικό για τη συμπαντική πορεία του ανθρώπου ζεύγος της ζωής και του θανάτου ο Ησίοδος προσφέρει (και μετέπειτα ο Παρμενίδης και συλλήβδην οι προσωκρατικοί ) την μακραίωνη ελευθέρα λύση ώστε ο άνθρωπος ποτέ να μην υποπέσει ως θύμα στις οντολογικές παραχαράξεις θρησκειών, φιλοσοφιών και πολιτικών. Ο Ησίοδος θεωρώντας ότι οι μούσες, ως φορείς του Όλου, ομιλούν στον άνθρωπο και τον αφυπνίζουν, συγχρόνως του υποδεικνύουν ότι όλα είναι οδός πορείας και εξέλιξης, πορείας από το ψέμμα στην αλήθεια. Άρα συνδέεται η ενσώματη θεώρηση της μορφής με τη συμπαντική γνώση αυτής, και όχι με την μετέπειτα τυφλή συναισθηματική πίστη. Η ποίηση του  Ησιόδου επειδή φιλοδοξεί να ξεφύγει από την ποιητική συμβολικότητα του Ομήρου και να καταστή έλλογη αποτύπωση του όλου, αναγάγει το ζεύγος ζωής και θανάτου σε θέματα γνώσης και συμπαντικής θεώρησης. Η μούσα σε κάθε περίπτωση περίπτωση συνιστά μία πρώτη βαθμίδα γνώσης η οποία καταργεί κάθε συζήτηση ότι υπάρχει ζωή και θάνατος, διαφημίζοντας μάλλον ότι υπάρχει συνέχεια γνώση και υπέρβαση: (ομιλεί η μούσα στον ποιητή) « Έϊ εσείς βοσκοί στα λειβάδια επονείδιστοι και τιποτένιοι, εμείς ξέρουμε να λέμε πολλά ψέμματα που μοιάζουν πολύ με την πραγματικότητα, αλλά σαν θέλουμε ξέρουμε να λέμε και την αλήθεια». Έπειτα (σύμφωνα πάντα με τον ποιητή της Θεογονίας) τον ενέπνευσαν να υμνήσει τους αιωνίους και μακάρους θεούς. Ο Ησίοδος λοιπόν θεωρεί ότι όλα είναι γνώση πορείας, οδός πραξιακής ολοκλήρωσης, η ανθρώπινη μορφή ως δύναμις (όχι μόνον νοός, αλλά ως δύναμις τέτοιας αυτοκαθολικής) συνδέεται με το όν ούσα κομμάτι εκ του σώματός του, άρα η γνώση δεν αποτελεί στον Ησίοδο νοητικό κομμάτι, όταν η γνώση ξέπεσε σε κάτι το απλά πνευματικό στον  Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έχασε τον οντολογικό της προσανατολισμό.

Η Ησιόδειος γνώσις η οποία καταργεί κάθε επιβληθένα αντιοντολογικό ζεύγος (όπως είναι αυτό της ζωής και του θανάτου) αποκαθιστά τη γνώση όχι ως υπόθεση μόνον του μυαλού αλλά ως ολιστική πορεία του ανθρωπίνου μορφικού Είναι του συνδεδεμένου με το λοιπό οντικό Είναι κομμάτι του οποίου και είναι. Γνώσις είναι η γεγονυία συνολική ανθρωπίνη δύναμις η οποία συνολικά ως μορφή αποκτά μορφή εις το όν (ζωή) και έπειτα βυθίζεται πάλι σε αυτό (δήθεν θάνατος). Ώστε μέσα από αυτή την ολιστική γνώση ο Ησίοδος σηματοδοτεί την ταύτιση του μύθου με το λόγο πρίν βιαίως ο Πλάτων αντιοντολογικά διαχωρίσει αυτά τα δύο και προκαλέσει την τυραννία του λόγου η οποία υπήγαγε τον κατώτερο άνθρωπο (ο οποίος ξαφνικά έμαθε να ζεί μόνον με το νού του ο οποίος απλά αποτελεί ένα πολλοστημόριο της ανθρώπινης ύπαρξης) στο να βλέπει τα πάντα μέσα από την αντανάκλαση του παντός στο ανθρώπινο μυαλό ως ιδέα.

Ο Ησίοδος ειδικά μέσα από τη Θεογονία του δεν δέχεται κανένα ζεύγος ζωής και θανάτου παρά μόνον την πορεία εναλλαγής και ανακατανομής των οντικών δυνάμεων μέρος της οποίας είναι και η μορφή και η μη μορφή, ζεύγος όμως το οποίο επ΄ουδενί λόγω δεν θα πρέπει να απομονωθεί και να παγιωθεί ως συγκεκριμένο σε σχέση με ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο Εγώ, απελευθερώνοντας ο Ησίοδος στη Θεογονία τις συμπαντικές δυνάμεις δείχνει το σωστό δρόμο θεώρησης του ανθρώπου και κάθε όντος: όλα προέρχονται από ανακατανομές υπερτέρων δυνάμεων οι οποίες μέσα από μία συνέχεια ανταλλαγής δυνάμεων προκαλούν μορφές και υπάρξεις. Αυτές ως οντικές δυνάμεις κινούνται και κάποια στιγμή θα χαθούν και πάλι στον Ωκεανό του Όντος (αναφέρεται και στον Ησίοδο και στον Όμηρο) δηλαδή στην μετέπειτα συνεχή κίνηση του Είναι όπου περιμένουν και αναμένουν νέες ανταλλαγές και ανακατανομές δυνάμεων.

Η Πλατωνική αντανάκλαση του όλου στο νού του ανθρώπου ως ιδέα βιαίως διέλυσε την Ησιόδεια συνδυαστικότητα της σκέψης ως παρατήρησης και των όσων οντολογικών μεταβολών συμβαίνουν. Ο άνθρωπος εσωτερικοποίησε ως παραστάσεις όλα όσα συμβαίνουν στο Είναι και δεν επεδίωξε να τα ακολουθήσει στο ευρύτερο σύμπαν. Κλείσθηκε στη θέση του στη γή, μέσα στο μυαλό του εχώρεσε όλο το σύμπαν, και ως ιδέα άρχισε να το επεξεργάζεται. Τα όντα μαζεύονταν πολλά και δεν μπορούσε να τα αντέξει ως σκέψη, γι αυτό και καθόρισε να έρχονται ως ζωή και να φεύγουν ως θάνατος, προκειμένου μέσα στο μικρομυαλό του να χωρούν όλες οι συμπαντικές πορείες. Η ζωή και ο θάνατος συνιστούν την αντιησιόδειο πορεία, είναι μόνον στο ανθρώπινο μυαλό, εάν ο άνθρωπος ζούσε και πάλι σε σχέση με το άπειρο σύμπαν ως συνέχεια πραγματικών βιωματικών δυνάμεων ποτέ μα ποτέ δεν θα δεχόταν δύο τέτοιες ιδεαλιστικές έννοιες όπως είναι η ζωή και ο θάνατος, αλλά αντιθέτως θα απολάμβανε το πλέον πραγματικό και εξόχως βιωματικό δυναμικό ταξίδι της συμπαντικής συνέχειας.

Η παγίωση του Εγώ ( το εγώ όπως θα προσέξει ο προσεκτικός μελετητής απουσιάζει ολοσχερώς από την ποίηση του Ησιόδου, το Εγώ ως συγκεκριμένο σύνολο μορφής και ύλης, αντιθέτως οι οντότητες διαθέτουν τις άπειρες δυνάμεις π.χ του Διός και της Μαίας και δεν έχουν τίποτε το συγκεκριμένο και στατικό, αντιθέτως κινούνται ως άπειρες και απροσδιόριστες μέσα στο άπειρο σύμπαν) είναι η κύρια αιτία παγίωσης του ζεύγους ζωής και θανάτου. Η Αριστοτελική θεμελίωση του Εγώ στα Μεταφυσικά ως σύνολο μορφής και συγκεκριμένης ύλης στεροποίησε αυτό το Εγώ ως συγκεκριμενικότητα, ακινητοποίησε τον άνθρωπο από την ευρύτερη ησιόδεια και ομηρική συμπαντική κίνηση, με αποτέλεσμα οι μορφές να σταματήσουν να κινούνται αιθέρια στο ευρύτερο σύμπαν αλλά να ακινητοποιηθούν στη γή μέσα από το συμπαντικό τους αποκλεισμό και την απλή γήϊνη αντικίνηση η οποία καμμία σχέση δεν έχει με την αέναη και υπερβατική μυθική στο ευρύτερο σύμπαν κίνηση των όντων.

Η συνέπεια είναι γνωστή: απομονωμένη η ύπαρξη εδώ, (η κίνηση που δέχθηκε ο Αριστοτέλης (τοπική, πνευματική και ηθική) απλά τη συμπαντική ακινητοποιημένη εδώ ύπαρξη της επιτρέπει μέσα στη γήϊνη φυλακή υποκινήσεις προκειμένου να κινηθεί αυτόνομα η γή αποκομμένη από το σύμπαν (η αποθέωση αυτής της αποκομμένης κίνησης αποδεικνύεται σήμερα όπου η γή ακολουθεί δικούς της δρόμους ξέχωρα από το λοιπό κόσμο γι αυτό και θα απορροφηθεί καταστροφικά από τις δυνάμεις του όλου) υποβιβάζεται σε μία ετερόνομη υπό κάποιο θεό καθοδηγούμενη οντότητα, απολλύει τη συμπαντική συνέχειά της και αυθεντική κίνηση (γι αυτό και ο Αριστοτέλης λατρεύθηκε από τους χριστιανούς) αποκομμένη όπως είπαμε από κάθε συμπαντικό της συνεχειακό προσδιορισμό θεωρείται μόνον ως σύνολο μορφής και ύλης. Ως κάτι συγκεκριμένο έρχεται (ζεί) και πεθαίνει (θάνατος) οι αόρατες συμπαντικές ρίζες και καρποί αγνοούνται, αυτές που καθιστούν τον άνθρωπο αθάνατο ως μέγεθος έχον συνέχεια στο βαθύ όν. Ως κάτι το εικονικό ό άνθρωπος έρχεται και φεύγει.

Στη Θεογονία το μέγιστο ρόλο έχουν οι Μούσες, οι συμπαντικές φωνές της συνεχείας οι οποίες συνδέουν τον άνθρωπο με το ευρύτερο Είναι. Η εσώτερη δύναμη του ποιητού (αποφεύγουμε απλά να σημειώσουμε Νούς διότι είναι κάτι πολύ ευρύτερο το ανθρώπινο μέγεθος όταν επικοινωνεί με τη Μούσα δηλαδή τη φωνή του Όλου) μέσα από τις Μούσες ανοίγεται στον Κόσμο και ενορατικά μετέχει της γεγονυίας φύσεως αυτού, ενθυμείται τις αρχέγονες δυνάμεις καταβολής και πορείας του κόσμου. Εννοείται ότι δεν τίθεται κάν θέμα ζωής και θανάτου διότι οι οντότητες του Ησιόδου ως αγνές δυνάμεις είναι αδύνατον να υπόκεινται σε ζωή και θάνατο, διότι ως ούσες συνεχείς μέσα στο σύμπαν έχουν τη συνέχεια που καταργεί κάθε ζωή και θάνατο. Ούτε βέβαια ζούν ούτε πεθαίνουν απλά πορεύονται, διότι πάντα Είναι. Για να ζήσει κάτι πρέπει να μην έχει υπάρξει όμως μέσα στο σύμπαν όλα υπάρχουν ως τέτοια και ο Ησίοδος μας το θυμίζει αυτό διότι η Μούσα αντιπροσωπεύει το διαρκές και ήδη υπάρχον το οποίο ανά πάσα στιγμή έρχεται στον ανθρώπινο νού (βέβαια σε αυτό το σημείο καταλαβαίνουμε ότι η γένεση αποθεώνοντας την εκ του μηδενός γέννηση ουσιαστικά εισάγει για πρώτη φορά την έννοια της ζωής ως μεγέθους συνδεδεμένου με τη λοιπή δημιουργία ( επλάσθη ο ήλιος άρα η ζωή ως ζέση έχει σχέση όπως και η λοιπή φυσική δημιουργία με τον ήλιο και την αποθέωση της μορφής. Θα τα δούμε όλα αυτά στο κεφάλαιο του χριστιανισμού. Εδώ ας αναφέρουμε εν εγρηγόρσει ότι ο Ησίοδος διά της φωνής του όντος (μούσες) διαβλέπει τη μία και ανώλεθρο και πέρα από κάθε ζωή και θάνατο οντική δύναμη η οποία απλά ανακατανέμει συνεχώς τις δυνάμεις της ( οι συνεχείς γεννήσεις στον Ησίοδο είναι απλά μεταφορά και ανακατανομή δύναμης από μία οντότητα σε μία άλλη μέσα στο σύμπαν και στη συνέχειά του). Ο Ησίοδος όπως συλλήβδην η Ελληνική οντολογική φιλοσοφία μέχρι τον Πλάτωνα δεν δέχεται ούτε ζωή ούτε θάνατο αλλά μία ατέρμονα κίνηση των ήδη υπαρχουσών οντοτήτων. Άρα δεν δέχεται θάνατο από τη στιγμή κατά την οποία δεν δέχεται τη ζωή ως ερχομό κάτι καινού, απλά όλα ανακατανέμουν τις δυνάμεις του στην οντική συνέχεια. Η Γένεση μέσα στο αχανές όν φτιάχνει έναν υποσύνολο μικροκόσμο ( κατ΄αρχάς) απομονώνει τις οντικές δυνάμεις που χρειάζεται και τις ακινητοποιεί ( άρα η κίνηση αυτού του κόσμου ευρίσκεται στην ακινησία του) τις μορφοποιεί ως όντα (άνθρωποι και ζώα και φυτά και άγιοι μεσάζοντες ανάμεσα σε θεό και ανθρώπους). Επειδή όμως ο κόσμος εδώ είναι οντικά απομονωμένος και δεν ανανεώνεται από τις αχανείς οντικές δυνάμεις (μέρος των οποίων έχει λάβει ο θεός δημιουργός) ρυθμιστής των πάντων γίνεται ο θεός και ο ήλιος, ο θεός προσφέρει τις πνευματικές δυνάμεις και ο ήλιος τις υλικές. Όπως έρχεται η ημέρα και η νύκτα (δηλαδή όπως έρχονται οι δυνάμεις του ηλίου και φεύγουν) παρόμοια έρχονται οι μορφές και φεύγουν. Δεν υπήρξε άλλος τρόπος να ελεγχθεί ο άνθρωπος πέρα από την πρόσδεσή του στον ήλιο, κανονίσθηκε ο ήλιος να ζωοποιεί σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τους ανθρώπους ώστε αυτοί να μην εξ-οντώνονται αλλά όταν αρχίζουν να πλησιάζουν τον ωκεανό της οντικής αναχώρησης τότε να έρχεται η νύκτα, να σταματά η δύναμις του ηλίου, να χάνουν τη μορφή και ως δύναμις ασώματος να επιστρέφουν στον πλάστη θεό και ήλιο, να πλάθονται μέσα στη νύκτα και να επιστρέφουν ως νέοι δήθεν άνθρωποι το επόμενο πρωΐ. Καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει νέος άνθρωπος (ουσιαστικά στη γένεση και στον κόσμο μας ούτε ζωή και θάνατος υπάρχει) διότι απλά η ίδια δύναμις ξαναπλάθεται ως δήθεν νέες μορφές συνεχώς και συνεχώς προκειμένου ο άνθρωπος που δεν θα πέθαινε να γινόταν θεός, να γνώριζε την απάτη αυτού του μικροκόσμου, και να έφευγε στο ον από το οποίο απεκόπη. Ο χριστιανισμός και ο κόσμος μας αποθεώνοντας τον ήλιο έθεσε ως όριο τη νύκτα διότι όλα γίνονται σε σχέση με το φώς, πέρα από το φώς δεν υπάρχει ζωή. Άρα η ζωή εξαντλείται όταν ο άνθρωπος δεν αντέχει άλλο φώς και σε σχέση με το ζεύγος ημέρας και νυκτός – όπως το φώς χάνεται στη νύκτα-  επιστρέφει στον ήλιο ο μορφικός άνθρωπος ως ασώματος δύναμις , αποκτά νέα ενέργεια και ξαναμορφοποιείται έως και πάλι τη στιγμή κατά την οποία το φώς του ηλίου επάνω στον άνθρωπο και στα άλλα μορφικά όντα δεν θα αντέχει άλλο να υπάρχει ως μορφή η οποία αναγκαστικά θα πρέπει να νυκτοποιηθεί (πεθάνει) ώστε απλά να ξαναλάβει από την αρχή ως νέα ημέρα νέο φώς ηλίου. Συζητούμε δηλαδή ότι δεν υπάρχει καμμία ζωή και θάνατος απλά η μία φωτεινή δύναμη η οποία έχει διασπασθεί σε πολλές μορφές αυτοσβήνει διότι θέλει να ανανεώνεται, οδηγείται στη δική της νύκτα (θάνατος) ξαναγεννά μορφές (ημέρα και ζωή) έως τη στιγμή κατά την οποία ο ήλιος δεν θα τροφοδοτείται από οντικές δυνάμεις, ο κόσμος της γένεσης οντικά θα αυτοαναιρεθεί και όλα θα συνεχίσουν την αέναο οντική τους πορεία.

Άρα ακόμα και στον κόσμο της γένεσης, άρα και στον κόσμο που τώρα ζούμε, δεν υπάρχει ζωή και θάνατος αλλά όλα είναι παιχνίδια μυαλού, φωτός και νυκτός. Γι αυτό και ο Όμηρος συνδέει το θάνατο με τη νύκτα εννοώντας ότι η μία ίδια δύναμις συνεχίζει όπως είδαμε να υπάρχει απλά χωρίς την εμφάνιση που της προσφέρει ο ήλιος, ο οποίος διαλύοντας τις δυνάμεις του επί της μορφής επιτρέπει στην ως τέτοια εναπομείνασα δύναμι ως νύκτα να συνεχίσει την πορεία της, εξάλλου και χωρίς ήλιο (νύκτα) το σύμπαν συνεχίζει το δημιουργικό του ταξίδι, ο ήλιος είναι μία από τις πάμπολλες οντολογικές δυνάμεις που ανιχνεύουνται στο άπειρο όν.

Φωνάζοντας ο Ησίοδος τις μούσες ουσιαστικά φωνάζει τον τρόπο που εργάζεται το σύμπαν. Το ανοικτό και συνεχές σύμπαν. Η γένεση θέτοντας το θεό φύλακα και όριο ανάμεσα στο Όν και στον παρόντα κόσμο του έδωσε ως όπλο το φώς. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν έπλασε ο θεός το φώς αλλά διά του θεού η οντική δύναμις που αναλογεί σε αυτόν τον κόσμο περνά στον κόσμο και στα όντα (άρα και στον άνθρωπο) (άρα ούτε δημιουργία υπάρχει απλά μία ταξινόμηση της οντικής δύναμης που προσφέρεται στο θεό). Άρα η παρούσα διάσταση ανήκει και αυτή στο όν και υπάρχει με τον τρόπο του φωτός. Άρα είτε με φώς είτε με χωρίς αυτό το ον υπάρχει και συνεχίζει την πορεία του μαζί με τα όντα. Άρα ούτε με το φώς υπάρχει ζωή και θάνατος, διότι υπάρχει συνέχεια της μίας οντικής δυνάμεως.

Σε αυτό το σημείο λοιπόν επιστρατεύθηκε η περίφημη γνώση η οποία είναι κατάργησις της οντικής σειράς. Ο αδάμ και η εύα οι οποίοι ήταν οντικές συνέχειες εξεβλήθησαν του παραδείσου, δηλαδή επεβλήθη η σειρά του θεού η οποία απέκοψε τους ανθρώπους από την οντική τους σειρά και τους συνέδεσε με τη σειρά του φωτός και της δικής του διάστασης, της καθαρά σφετερισθείσης. Ως γνώση θα ορίσουμε τη γεγονυία φύση του ανθρώπου ο οποίος σταδιακά θεώρησε το θεό και το φώς, τη ζωή και το θάνατο, ως αιώνιες καταστάσεις, τη στιγμή κατά την οποία όλα αυτά όχι μόνον από μόνα τους δεν υφίστανται απλά είναι τρόποι του συνεχούς όντος. Ενώ λοιπόν οι άνθρωποι αυτής της οντολογικής γενεάς –οι οποίοι έρχονται από τα βάθη του όντος διότι όπως είπαμε όλα είναι συνεχείς οντολογικές δυνάμεις χωρίς δημιουργία - απλά λούζονται και στο φώς του ηλίου (ονομάσθηκε ζωή ενώ είναι οντολογικό στάδιο) ενώ αυτό το φώς τελειώνει πάνω τους και θα συνεχίσουν την πέρα από εδώ οντική τους πορεία (ονομάσθηκε θάνατος αυτό το φυσιολογικό οντολογικό στάδιο) ενώ συνεχώς ο άνθρωπος υπάρχει και μέσα στο φώς και χωρίς αυτό, ο άνθρωπος φυλακίσθηκε στη γνώση ότι υπάρχει μόνον εν ζωή και στο θάνατο χάνεται, η ζωή είναι κάτι το ωραίο που θα πρέπει να κάνουμε όσα θέλει ο θεός διότι μετά χανόμαστε κ.λ.π. Φυσικά και επέρασε το ψεύδος να υπηρετούμε εν ζωή το θεό διότι είναι δήθεν φρικτός ο θάνατος διότι εάν ξεφύγουμε από την εξουσία του θεού θα καταλάβουμε ότι όλα είναι μία ανακατανεμηθείσα οντική δύναμις και τίποτε άλλο.

Ώστε είμαστε μία οντική δύναμις πρίν και μετά τον ήλιο, είμαστε η ίδια οντική δύναμις είτε έχουμε το σώμα που μας προσφέρει ο ήλιος είτε μετά από αυτό όταν παύει ο ήλιος και αρχίζει το σκότος, όπου άλλες δυνάμεις μας ταξιδεύουν παρά πέρα. Ώστε είμαστε πέρα από κάθε σωματική ή άλλη ηλιακή αντανάκλαση μία προαιώνια οντική δύναμις, είμαστε εν σώματι απλή αντανάκλαση του ηλίου, δεν υπάρχει σώμα απλά αντανάκλαση του ηλίου είναι,η οποία όταν χάνεται σημαίνει την οντολογική μας συνέχεια πέρα από το να πούμε αυτήν την αντανάκλαση  σώμα και την απώλειά της θάνατο.

Γι αυτό και όταν πλησιάζουμε τον ήλιο χανόμαστε διότι η αντανακλαστική δύναμις του επάνω μας (σώμα) αποκαλύπτεται ως πραγματικό  πύρ, ενώ όταν απομακρυνόμαστε από αυτόν και πάλι χανόμαστε (θάνατος) διότι σταματά η αντανάκλασή του και φανερώνεται η πραγματική οντολογική δύναμις που μας κινεί. Δεν υπάρχει ούτε σώμα ούτε πνεύμα αλλά μία οντολογική δύναμις η οποία για λίγο υποτάσσεται σε άλλες αντανακλαστικές οντολογικές δυνάμεις. Η ζωή του φωτός είναι μία από τις πολλές αντανακλάσεις της μίας και κύριας οντολογικής δυνάμεως η οποία ευρίσκεται πίσω και εμπρός από κάθε ανθρώπινη ζωή. Διότι το πρωτότοκο τέκνον του φωτός είναι ο χώρος και ο χρόνος (μεγέθη ανύπαρκτα φυσικά, αντανακλάσεις και αυτά του φωτός). Σταδιακά οι άνθρωποι προσανατολίσθηκαν σε όλες τις αντανακλάσεις του φωτός τις οποίες και θεώρησαν ως αιωνιότητες λησμονώντας ότι απλά είναι πρόσκαιρες αντανακλάσεις. Άρα λοιπόν οι άνθρωποι εδέχθηκαν ως κοινό υπόστρωμα όλου του φωτός το χώρο (ως ύλη) και το χρόνο (ως διάρκεια), μέσα σε αυτά τα μεγέθη μεγαλουργεί η ζωή και ο θάνατος, διότι όταν σταματά η ηλιακή αντανάκλαση σε κάποιον άνθρωπο και αυτός χάνει το χώρο του και το χρόνο του οι άλλοι λένε ότι απέθανε και έχασε τη ζωή,  χωρίς να καταλαβαίνουν ότι και ο χώρος και ο χρόνος είναι απλές ηλιακές αντανακλάσεις οι οποίες απλά προσπαθούν να συντηρούν την αντανάκλαση του προσκαίρου ηλιακού φωτός επάνω στην αιώνια οντολογική δύναμι που αποτελεί τον άνθρωπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

vasilios888@yahoo.gr