Διδάσκοντας τη Νεοελληνική λογοτεχνία στο Λύκειο.

 



Η Νεοελληνικη λογοτεχνία πλέον μας θυμίζει όλο και περισσότερο τη φράση του Σοπενάουερ (και όχι μόνον): η λογοτεχνία είναι φιλοσοφία με πρωταγωνιστές. Άρα σταδιακά δεν ενδιαφέρει η λογοτεχνία μόνον στο καθαρά αισθητικό λογοτεχνικό μέρος της (πώς ένα κείμενο είναι ωραίο μέσα από εκφραστικές και αφηγηματικές τεχνικές ( εννοείται ότι και αυτά ενδιαφέρουν διότι παρέχουν μέρος των κειμενικών δεικτών) αλλά κυρίως στο αξιακό ηθικό τομέα: ποιες ιδέες και αρχές προικίζουν το λογοτεχνικό υποκείμενο ώστε νοητικώς και ηθικό να το καταστήσουν ικανό να αντεπεξέλθει στις ουσιακές και υπαρξιακές ανησυχίες  του και πορείες του. Κυριώτατα συζητούμε για μία επιτομή: η φιλοσοφία μέσω της λογοτεχνίας καλεί τους μαθητές σε ένα ώραίο ταξίδι: ποια είναι εκείνα τα φιλοσοφικά απαιτούμενα τα οποία κοσμούν το λογοτεχνικό υποκείμενο ώστε να του προσδώσουν ικανή ταυτότητα ξεχωριστού νόστου και πορείας.

Ο νούς μας ταξιδεύει κατ΄αρχάς στον Πλάτωνα ο οποίος διέπλασε τα φιλοσοφικά του έργα ώς διαλόγους για να δείξει ακριβώς ότι ο πρώτιστος σκοπός της λογοτεχνίας είναι ο πλήρης νοητικός και αξιακός εξοπλισμός του Σωκρατικού υποκειμένου: αυτό το οποίο εθαύμασαν οι αιώνες είναι η ανάδειξη του λογοτεχνικού Σωκράτους ο οποίος μέσα από τους πλατωνικούς διαλόγους προικίζεται με τη δύναμη του Αγαθού, των αρετών, του σκοπού της εριβώλου Φθίας ώστε διά της πεπαιδευμένης φύσεώς του να φθάσει στο δικό του νόστο.

Ας θεωρήσουμε το παρακάτω λογοτεχνικό κείμενο των Πλατωνικών διαλόγων. Το απόσπασμα προέρχεται από τον Πλατωνικό διάλογο Θεαίτητο:

«ΣΩ. Μα, Θεόδωρε, δεν είναι δυνατόν να εξαφανιστή το κακό ―γιατί είναι ανάγκη να υπάρχη πάντα κάτι αντίθετο στο αγαθό― ούτε όμως να στήση την έδρα του ανάμεσα στους θεούς. Από τη μοίρα του το κακό τριγυρνά τη θνητή φύση και τούτον εδώ τον κόσμο μας. Γι' αυτό δα και πρέπει να προσπαθούμε να φεύγωμε από εδώ προς τα εκεί το ταχύτερο. Και φυγή είναι η ομοίωση με το θεό, όσο είναι δυνατόν· και ομοίωση, να γίνεται κανείς δίκαιος και όσιος με καθαρή σκέψη».

Αντιμετωπίζουμε αυτό το κείμενο ώς λογοτεχνικό κείμενο: Αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει είναι η πνευματική  και συναισθηματική κατάσταση του λογοτεχνικού υποκειμένου (Σωκράτης):

1.Ο Σωκράτης συναισθάνεται το κακό στην Αθηναϊκή πολιτεία και επιθυμεί να το εκμηδενίσει.

2.Σκέπτεται ότι η ανάμνηση του Αγαθού τον προικίζει με την ηθική πράξη των αρετών άρα μπορεί να προσομοιωθεί τοις θεοίς.

Ώστε στην ερώτηση: να αποδώσετε την κατάσταση του υποκειμένου και να δώσετε την προσωπική σας άποψη συζητούμε τα εξής:

Ο Σωκράτης συναισθάνεται σε σχέση με τον κόσμο και την κοινωνία γύρω του την ανάγκη της ατομικής εσωτερικής μαιευτικής φώτισης και πορείας. Ο Σωκράτης σε αυτό το δρόμο έχει σύμμαχο το λόγο και το ότι συναισθάνεται το κακό και νοεί πώς μπορεί αυτό να νικηθεί μέσα από την ομοίωση τω θεώ και την νοητή πράξη των αρετών.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι στη Λογοτεχνία ανιχνεύονται οι τρόποι της ηθικής πανάρχαιης  φιλοσοφίας: το υποκείμενο συναισθάνεται την έλλειψη (ηθική και πνευματική) του ατόμου και του κόσμου και διά των ιδεών, αρετών, ατομικών αποφάσεω, αξιών και ενδελεχούς σκοπού αποφασίζει να οδεύσει στο δικό του νόστο: πλέον με τη λογοτεχνία μετατρέπουμε τους μαθητές σε Οδυσσείς και θα πρέπει να αποτυπωθεί (συναισθηματικά και πνευματικά) με ποια όπλα ο Οδυσσέας πραγματοποιεί το νόστο του: μας ενδιαφέρει όχι τόσο η περιγραφή του κόσμου ώς τέτοιου αλλά η προσωπική αφύπνιση και τα φιλοσοφικά υπαρξιακά όπλα της ώστε η ύπαρξη να προχωρήσει διά του κόσμου προς το νόστο της: ειδικά στην εποχή μας η υπαρξιακή αυτή αφύπνιση των μαθητών είναι απαραίτητη ώστε να μετουσιωθούν οι προβληματισμοί των νέων ανθρώπων σε υπαρξιακές αποφάσεις.

Ας δώσουμε το παρακάτω ποίημα του Τίτου Πατρικίου:

Προσπάθειες διαλόγου :

Κι άκουσα τότε μια φωνή

 «θέλω επιτέλους να μιλήσουμε χωρίς προσχήματα

και συγκαλύψεις να μιλήσουμε ανοιχτά για σένα, για μένα, για όλους».

«Κι εγώ το θέλω από καιρό, είπα όμως δεν γίνεται με τόση φασαρία

την αναστάτωση με όσους μπαινοβγαίνουν φίλους, γνωστούς, επίμονους αγνώστους με τα τηλέφωνα να χτυπάνε συνεχώς

 τα παραφορτωμένα έπιπλα, τ’ ακόμα αδιάβαστα βιβλία τα πιάτα με υπόλοιπα φαγητών τα ξεραμένα φύλλα που φέρνει μέσα ο άνεμος

τα άσκημα πουλιά που παριστάνουνε τα περιστέρια..» Και βάλθηκα ν’ αδειάζω για τα καλά το σπίτι…

Η σύγχρονη υπαρξιακή φιλοσοφία, από τον Κίρκεγγωρ και μετά, κάνει λόγο για την ερριμμένη στον κόσμο ύπαρξη, η οποία προσπαθεί πρώτα βιωματικά να υπάρξει και έπειτα να θεωρήσει τον εαυτό της ώς ουσία. Τα όπλα της ύπαρξης είναι το βίωμα, η απόφαση, ο λόγος που ενθυμείται το καλό (τις αιτίες του και τον τρόπο του) και οδεύει προς το νόστο  του καλού.

Εάν συνδυάσουμε αυτή τη φιλοσοφία με το ποιητικό υποκείμενο θα κατανοήσουμε το εξής:

1.Η συναισθηματική κατάσταση του υποκειμένου είναι η ενσυναίσθηση του διαλόγου με τον Άλλον και τον Εαυτόν .

2.Η νοητική αφύπνιση του υποκειμένου είναι δεδομένη: το ποιητικό υποκείμενο θέλει να υπβληθεί σε μία αυτογνωσιακή και αυτοσυνειδησιακή δοκιμασία ώστε να κατανοήσει ώς ύπαρξη που ευρίσκεται, τι μπορεί να επιτύχει, σε τί μπορεί να ελπίσει.

Άρα το ερμηνευτικό μας σχόλιο αφορά την ύπαρξη η οποία επιτέλους πνευματικά και αξιακά αφυπνίζεται: μέσα από τον Άλλον και τον Εαυτόν της θέλει να ομιλήσει, να προχωρήσει σε δρόμους εξέλιξης και αυτοσυνειδησίας: έχονταν αναμνησθεί του καλού και ελπίζοντας για τις υπαρξιακές της δυνατότητες. Ο διάλογος όπως το ύψιστο αγαθό της Αληθειας θέλει να είναι ειλικρινής, ενάντια στον όχλο στους άλλους οι οποίοι τίποτε ως μάζα δεν προσφέρουν.Η ύπαρξη νοιώθει όλες τις κακές συνήθειες και σκέψεις οι οποίες την επιβουλεύονται και προσπαθεί να απαγκιστρωθεί από αυτές έχοντας λάβει την απόφαση της συνεχείας προς κάτι το καλλίτερο.

Συλλήβδην η φιλοσοφία από τον Πλάτωνα έως τον Ντεκάρτ και το Γερμανικό ιδεαλισμό και την υπαρξιακή φιλοσοφία αποθεώνει το λόγο ώς εγγενή αλλά και βιωματική ικανότητα του ανθρώπου να εκφρασθεί. Γενικά η φιλοσοφία έχει προσδώσει (από την πλατωνική αλληγορία  του σπηλαίου έως το Είναι και μηδέν του Σάρτρ αλλά και το Είναι και χρόνος του Χάϊντεγγερ) μία περίπου κοινή ανθρώπινη πορεία:

1. Ο άνθρωπος ώς έλλογο όν ενθυμείται το καλόν και τον κόσμο του Αγαθού

2.Ο άνθρωπος ώς ύπαρξη μπορεί ώς σκέψη και πράξη να επιστρέψει στον κόσμο του Είναι

3.Σε αυτόν τον κόσμο του Ώδε Είναι ο άνθρωπος ώς μέριμνα μπορεί να υπάρξει, ώς μέριμνα για τους Άλλους, έχοντας όμως σκοπό να προχωρήσει με το λόγο και το βίωμά του στον κόσμο του Είναι.

Η ποίηση και η πεζογραφία σέβονται και βοηθούν αυτήν την πορεία, η λογοτεχνία μέσα από τα βιώματα της πεζής λογοτεχνίας και τις ποικίλες σκέψεις της ποίησης προσφέρουν στο υποκείμενο όσα και η φιλοσοφία: η φιλοσοφία ως αφηρημένες έννοιες και συγκεκριμένες ηθικές αξίες η λογοτεχνία αυτές τις ίδιες έννοιες και αξίες τις προσφέρει ώς σκέψεις και πράξεις υποκειμένου: άρα στη λογοτεχνία  θα πρέπει να ερμηνεύουμε τις σκέψεις και τις πράξεις του υποκειμένου με τις πνευματικές κατηγορίες της φιλοσοφίας:

Γνώση

Ήθος

Ενδελέχεια

Πράξη καλού

Επιστροφή σε ένα κόσμο καλλίτερο.

Εκεί όπου λοιπόν συναντώνται η φιλοσοφία και η λογοτεχνία είναι στην κατάδεικη του ξεχωριστού προσωπικού υπαρξιακού δρόμου του λογοτεχνικού υποκειμένου:  οι σκέψεις και οι πράξεις του λογοτεχνικού υποκειμένου συμπλέκονται με τις φιλοσοφικές κατηγορίες της σκέψης του  βιώματος της απόφασης της στιγμής και της επιστροφής και γνωρίζουμε το λογοτεχνικό υποκείμενο ώς σκέψη και πράξη, συμφωνούμε μάλιστα μαζί του διότι όλοι μας θα πρέπει σκεφτόμενοι να αποφασίζουμε την πορεία μας προς ένα κόσμο καλλίτερο.

Ας δώσουμε το παρακάτω πεζογράφημα:από την περίφημη ναυτία του Σάρτρ:

«Σε λίγο θα έρθει το ρεφρέν: αυτό μου αρέσει κυρίως και ο απότομος τρόπος που ξεπροβάλλει, σαν απόκρημνος βράχος δίπλα στη θάλασσα. Για την ώρα ακούγεται η τζαζ. Δεν υπάρχει μελωδία, μόνο νότες, μια μυριάδα μικρών δονήσεων. Δε γνωρίζουν παύση, μια άκαμπτη τάξη τις γεννά και τις καταστρέφει δίχως να τους αφήνει ποτέ την ελευθερία να ξαναρχίσουν, να υπάρχουν για κείνες τις ίδιες. Τρέχουν, βιάζονται, περνώντας μου δίνουν ένα απότομο χτύπημα και εξαφανίζονται. Πολύ θα ήθελα να τις συγκρατήσω, όμως ξέρω ότι αν κατάφερνα να γραπώσω κάποια, ανάμεσα στα δάχτυλά μου θα απέμενε μονάχα ένας παιγνιώδης και ξέπνοος ήχος. Πρέπει να αποδεχτώ το θάνατό τους· αυτόν το θάνατο οφείλω ακόμη και να τον θελήσω: εντύπωση πιο πικρή και πιο δυνατή σπάνια έχω γνωρίσει.».

Η φιλοσοφία με πρόσωπα γίνεται λογοτεχνία: η φιλοσοφία εξετάζει τις εξής παραμέτρους πρίν απελευθερώσει το σκεπτόμενο υποκείμενο δίδοντάς του στάση ζωής:

Ποιος είναι ο κόσμος που με περιέχει;

Εγώ και οι Άλλοι

Η πορεία μου με βάση τη σκέψη μου και την πράξη μου.

Αυτές ακριβώς οι παράμετροι εφαρμόζονται στη λογοτεχνία με βάση την ενσυναίσθηση του λογοτεχνικού υποκειμένου. Προσπαθούμε να καταδείξουμε το δρόμο του λογοτεχνικού υποκειμένου σε σχέση με τον κόσμο και την ατομική πορεία του με βάση τις ιδέες του και τις αρχές του.

Στην ερμηνεία λοιπόν του παραπάνω δοθέντος κειμένου αναγράφουμε τα εξής:

Το κείμενο ασχολείται με τις τάσεις διά της μουσικής φυσής του Υποκειμένου, το οποίο βιώνοντας το παράλογο του κόσμου θέλει να φύγει ώς ύπαρξη η οποία χαράσσει τις δικές της ξεχωριστές ατραπούς. Το α΄πρόσωπο (μου αρέσει) της προσωπικής αντωνυμίας δηλώνει την αμεσότητα της εμπειρίας της μουσικής η οποία ώς φυσική απείραχτη δύναμη μπορεί ενορατικά να οδηγήσει το υποκείμενο αλλού. Η διπλή άρνηση …δεν δηλώνει ότι το υποκείμενο στην προσπάθειά του να φύγει δεν κοιτάζει τι υπάρχει (έχει απογοητευθεί από όλα όσα υπάρχουν) αλλά ενδιαφέρεται για ό,τι ώς άγνωστο δεν υπάρχει και κάποια στιγμή γνωστό θα γίνει. Με το ασύνδετο σχήμα (τρέχουν, βιάζονται κ.λ.π) η Ύπαρξη πυκνώνει τις κινήσεις της φυγής της προς έναν άλλο κόσμο διά της μουσικής, δικό της κόσμο με  βάση το δικό της μυαλό και καρδιά. Το α΄πρόσωπο (πολύ θα ήθελα) δηλώνει την προσωπική παθητικότητα η Ύπαρξη να στηριχθεί στις νότες όμως καταλαβαίνει ότι ώς Ύπαρξη στο αγώνα της ατομικής αναχώρησης είναι μόνη της και ώς μόνη της θα πρέπει να προχωρήσει στους δρόμους της.

(Είναι εξάλλου θέσφατο της νεωτερικής και υπαρξιακής φιλοσοφίας ) πέρασε και στη λογοτεχνία) ότι το Εγώ είναι αυτό το οποίο διά της υποκειμενικότητας χαράσσει την εσωτερική πορεία (Κίρκεγγωρ:η εσωτερικότητα η υποκειμενικότητα είναι η Αλήθεια).

Στην προσωπική γνώμη των μαθητών επάνω στο λογοτεχνικό κείμενο θα πρέπει να εργασθούμε σε αυτό το πέρασμα της φιλοσοφικής γνώσης και εμπειρίας σε σχέση με τους λογοτεχνικούς ήρωες ώστε οι μαθητές στηριζόμενοι σε αέναα  φιλοσοφικά θέσφατα να δικαιολογούν ή να απορρίπτουν τις στάσεις των λογοτεχνικών υποκειμένων.

Στο συγκεκριμένο απόσπασμα του Σάρτρ ο σχολιασμός των μαθητών θα μπορούσε να είναι: Πραγματικά ο άνθρωπος απογοητευμένος από την υλικότητα και την πεζότητα του κόσμου, την αλλοτρίωση (βασικά δόγματα της υπαρξιακής φιλοσοφίας αλλά και της κοινωνικής φιλοσοφίας εάν θυμηθούμε τον Αλμπέρ Καμύ τον φιλόσοφο του παραλόγου) προσπαθεί να ανακαλύψει δρόμους: η μουσική ώς δυνάμεις έκφρασης φυσικών δυνάμεων αρμονίας και συμμετρίας και ηρεμίας θυμίζουν στον άνθρωπο ότι όλα γύρω μας προχωρούν (αποτελεί βασικό δόγμα της πλατωνικής φιλοσοφίας ότι η μουσική μεταφέρει τον αρμονικό τρόπο της αοράτου φύσης στον άνθρωπο για αυτό και ο Σωκράτης φωνάζει: μουσικήν ποίου και εργάζου): Σωστά όμως λέγεται ότι τελικά ο άνθρωπος μόνος του με βάση τιςι σκέψεις του και πράξεις του θα πρέπει να πορευθεί στο δρόμο του καλού διότι με αυτόν τον τρόπο θα αποδείξει ότι μπορεί να μετουσιώσει τις σκέψεις σε πράξεις (βασικό φιλοσοφικό δόγμα η μετατροπή της γνώσης σε ήθος).

Βασίλειος Μακρυπούλιας, φιλόλογος.

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

vasilios888@yahoo.gr