Περί του Γοργίου, ανατρεπτικός λόγος.

 


Ο Πλατωνικός Γοργίας είναι ο διάλογος ο οποίος έντονα μας θυμίζει τη βίβλο, σε πολλά και κρίσιμα αυτού σημεία. Το πνεύμα της βίβλου φαίνεται ότι απόλυτα διακατέχει το διάλογο αυτό στη βάση ότι επικρατεί ώς θείος λόγος ως Σωκρατικός λόγος: ένα πνεύμα απαξίας διακατέχει το διάλογο για τις απόψεις όλων των άλλων ομιλητών, απαξίωση για όλους (Πώλος, Καλλικλής, Γοργίας).

Ο διάλογος αυτός του Πλάτωνος καταδεικνύει την προσπάθεια του φιλοσόφου να επιβάλει τις νοησιοκρατικές του απόψεις στην βάση ότι εάν είναι αλήθεια τόσο το καλύτερο για το νού, εάν είναι ψέμματα δεν πειράζει με κάτι πρέπει να γεμίσει ο νούς. Αυθαίρετες έννοιες, αυθαίρετοι συνδυασμοί, χωρίς καμμία έμπρακτη ή ηθική επιβεβαίωση αλλά και χωρίς καμμία περαιτέρω συμπαντική επιβεβαίωση για όσα εκεί ακούγονται: Βέβαια το τεράστιο πρόβλημα του διαλόγου είναι το γεγονός ότι ορίζει γενικώς έννοιες, χωρίς συγκεκριμένες ειδοποιούς διαφορές και έννοιες όπως η αδικία ερμηνεύεται κατά την ατομικότητα του κάθε ενός.

Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Ο Πλατωνικός Γοργίας ασχολείται με το θέμα της ρητορείας την οποία βέβαια απορρίπτει διότι είναι κολακεία του πλήθους από ανθρώπους οι οποίοι επ΄ ουδενί δεν γνωρίζουν το αντικειμενικό σωκρατικό καλό άρα διασπείρουν το υποκειμενικό και πρόσκαιρο των απόψεών τους. Ο Γοργίας όμως ουδέποτε συζήτησε για αντικειμενικές αλήθειες, συζήτησε για τη δυνατότητα του ανθρωπίνου Νοός να σκέφτεται, να διατείνεται, να αμφιβάλλει, να διατυπώνει γνώμες και το επιστητό: ο Σωκράτης σε ένα πνεύμα άγνωστο προς την Ελληνική κοσμοθέαση επιβάλλει τις δικές του δήθεν αντικειμενικές απόψεις, από κάποιο σημείο μάλιστα και έπειτα δεν αφήνει κανέναν άλλο να ομιλήσει. Συγκεκριμένα εάν όλα δεν σχετίζονται με το Αγαθό θα πρέπει να θεωρούνται ώς άσχημα, ανήθικα, και οδυνηρά. Το ερώτημα είναι σημαντικο: πότε οι Έλληνες απομακρύνθηκαν τόσο πολύ από το Σύμπαν, τη Φύση, την ενόραση του Όλου, ώστε κλεισμένοι στις πόλεις να προσπαθούν αντικειμενικά να περιορίσουν τη ζωή τους σε ιδέες αφηρημένες του αγαθού και στις συνεπαγόμενες ηθικές πράξεις; Το μεγάλο πρόβλημα είναι η ανάδυση ενός απολύτου Υποκειμένου (Σωκράτης) ο οποίος επιβάλλει νοησιοκρατικές φαντασιώσεις περί ενός αυθαιρέτου Αγαθού (το οποίο ουδέποτε ορίζεται ώς ιδέα, έννοια, δομή, τρόπος ζωής, το οποίο αυθαίρετα απόκόπτεται από την σωματική ζωή την οποία κυριολεκτικά εξευτελίζει λές και ο άνθρωπος δεν έχει σώμα) αυτό μάλιστα το Υποκείμενο οδήγησε απ΄ευθείας στη γένεση του μονοθεϊσμού, του απολύτου Υποκειμένου ενός φαντασιακού θεού, ο οποίος όπως ο Σωκράτης έπλασε το Αγαθό στο μυαλό του και μόνο αυτός ο θεός έπλασε τον αγαθό κόσμο και άνθρωπο στο μυαλό του και μόνο.

Στον Πλατωνικό Γοργία ο Σωκράτης απόλυτα διαχωρίζει το βασίλειο της Φύσης (φυσικού εγγενούς δικαίου) από το βασίλειο της Πόλης (θετό δίκαιο): η Φύση σταδιακά απορρίπτεται υπό την έννοια ότι δίδεται απίστευτη βαρύτητα στην έννοια του δικαίου: επί αιώνες ο κόσμος δέχθηκε μία έννοια η οποία πουθενά στη φύση δεν υφίσταται: ο διαχωρισμός του Σωκράτους σε κόσμο της Φύσης και σε κόσμο της Πόλης είναι επίπλαστος διότι όσα λέγει στο Γοργία ουδεμία εφαρμογή δεν έχουν σε μία Φύση ελευθερίας, συμπαντικής ανοικτότητας και οντολογικής συνεχείας. Θεωρεί ότι η ρητορεία πείθει για όσα θεωρεί ο ρήτορας  όχι ώς δίκαιο ή άδικο αλλά ως χρήσιμη κολακεία προκειμένου και χρήματα να κερδίσει και να επιτύχει του σκοπού του. Διότι ο ρήτορας δεν ενδιαφέρεται για αυτό το οποίο αυτός ενδιαφέρεται δηλαδή για το αγαθό: ουδέποτε ο ρήτορας αναλύει τις έννοιες σε σχέση με το Αγαθό ώστε να τις συνδέσει μαζί του και να υποστηρίξει τα ανάλογα. Άρα ο ρήτορας δεν είναι εραστής του Αγαθού και η ρητορεία δεν χρειάζεται στην πόλη γιατί η πόλις χρειάζεται ανθρώπους που θα διαφημίσουν το Αγαθό.

Παρατίθεται ένα παράδειγμα: ο δειλός και ο γενναίος χαίρονται το ίδιο όταν τελειώσει ο πόλεμος, άρα το συναίσθημα της χαράς είναι το ίδιο για το δειλό και το γενναίο; Όχι απαντά ο Σωκράτης, θα πρέπει να συνδεθούν τα συναισθήματα με τις σκέψεις και τις πράξεις που ακολουθούν: ο γενναίος υπακούει σε κάποιο Αγαθό και στην συνεπαγομένη αγαθή πράξη ενώ ο δειλός δεν υπακούει σε κανένα Αγαθό άρα οι πράξεις του είναι ιταμές: άρα τα συναισθήματα θα πρέπει να συνδέονται με το νού του ανθρώπου , τα κίνητρά του και τις συνεπαγόμενες πράξεις του. Η νοησιοκρατική βιαιότητα του Σωκράτους είναι δεδομένη: ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ώς συγκεκριμένο σύνολο γνώσεων και συναισθημάτων και πράξεων, αρκεί να είναι όλα αυτά σε σχέση με μία αυθαίρετη έννοια όπως το Αγαθό, δεν υπολογίζεται το άπειρο της ανθρωπίνης φύσεως το οποίο είναι πέρα από όλα αυτά. Π.χ ο δειλός μπορεί να είναι ο γενναίος ο οποίος για ολίγον παρουσίασε συμπτώματα δειλίας για αγνώστους δικούς του λόγους.

Το μεγάλο πρόβλημα του Γοργία είναι η δαιδαλώδης ανάμιξη του αγαθού με δαιδαλώδεις έννοιες οι οποίες είναι εντελώς αδύνατο να παρακολουθηθούν από τον ανθρώπινο νού και πράξη: ο Σωκράτης τεχνηέντως προσπαθεί να συνδέσει τις έννοιες του αγαθού με τις συναισθηματικότητες του ωφελίμου και του βλαβερού, περιορίζοντας την οντολογία του Ανθρώπου, προσφέροντας τον άνθρωπο βορά σε κάθε μετέπειτα θρησκευτική περιοριστικότητα σκέψεων, συναισθηματικότητας και πράξεων. Η διάκρισις πνεύματος και ύλης είναι απόλυτη όσο και αντιοντολογική: Δεν μπορούμε να καταλάβουμε από πού προέκυψε αυτός ο αντι-Ελληνικός διαχωρισμός ο οποίος μεσουρανούσε στην Ανατολή αλλά όχι στην Ελλάδα εκεί όπου η ύλη μέσω των θεών ώς συμπαντικών δυνάμεων είχε ταυτισθεί στον Όμηρο με το πνεύμα: ο Ανθρωπομορφισμός των θεών ήταν η ταύτισις ύλης και πνεύματος μέσα στην οντολογική συνέχεια του όλου, κάτι το οποίο εξαφανίζεται στον Πλατωνικό Γοργία: η διάκριση ύλης και πνεύματος είναι αντιοντολογική και απόλυτη, ό,τι έχει σχέση με την ύλη είναι απλά χρήσιμο, αδιάφορο, άσχημο εάν ταυτίζεται με θέματα ηδονής, κακό εάν γίνεται ηδονικός τρόπος ζωής: ό,τι έχει σχέση με το πνεύμα είναι αυτό που ξεκινά από το αγαθό, προχωρεί ώς ωφέλιμο, και πρέπει να γίνει κανόνας. Η διάκριση ύλης και πνεύματος αποτελεί αυθαιρεσία διότι η ύλη είναι φτιαγμένη από την ίδια δύναμη με το πνεύμα, άρα πώς είναι δυνατόν να μερίζεται η ίδια δύναμις; Όλα αποτελούν τρόπους του Όντος άρα όλα είναι τρόπος του Αγαθού: ο Σωκράτης ώς προάγγελος όλων των μετέπειτα μονοθεϊστικών θρησκειών αυθαιρετεί, περιορίζει τις οντολογικές δυνατότητες του ανθρώπου, και μερικοποιεί την οντολογική πορεία του ατόμου υποβιβάζοντάς την σε ελεγχομένη μέσω εξουσιαζομένων ιδεών ηθική πράξη.

Άρα η ρητορεία επειδή ακριβώς δεν διαφημίζει ιδέες του αγαθού, τις οποίες είτε αγνοεί είτε δεν ηθικοποιεί ο ρήτορας, η ρητορεία απορρίπτεται: διότι για να είναι καλή μία ιδέα πρέπει:

Α) να προέρχεται από το αγαθό

Β) να είναι ωφέλιμη

Γ) να μην προκαλεί σωματική απλά ηδονή

Δ) να είναι μεταφορέας του τρόπου του αγαθού

Ε) να προχωρεί το πνεύμα και να μην ηδονίζει σωματικά τον άνθρωπο.

Οι ρήτορες μάλλον επειδή δεν μπορούν να διαχειρισθούν αυτόν τον Σωκρατικό λαβύρινθο και πολλές φορές προωθούν ηδονικές ή άλλες χαρές απορρίπτονται. Το μεγάλο ερώτημα είναι το εξής: όλα αυτά τα σωκρατικά εφευρήματα από πού προέρχονται; Ποιος θα καταφέρει όλον αυτόν τον λαβύρινθο να τον χειρισθεί; Η ελευθερία του ανθρώπου μέσω του πνεύματος και του σώματος (μεγέθη τα οποία στηρίζονται στην ίδια δύναμη όντος) γιατί πρέπει τόσο πολύ να ερμηνευθεί και να περιορισθεί; Διότι είναι δυνατόν να θέλω κάτι και να στηρίξω την επιλογή μου στη δαιδαλώδη νοησιοκρατική πορεία του Σωκράτους;

Ο νούς μέσα από τις ασύλληπτες διακλαδώσεις του θεωρείται ώς ο απόλυτος ανθρώπινος οδηγός: γιατί όμως; Εδώ ξεκινά το απίστευτο πρόβλημα του Γοργία: ο νούς επιβάλλει αυθαίρετα αρχές οι οποίες αποτελούν απλά ανθρώπινες επίνοιες χωρίς περαιτέρω ανθρώπινη ή οντολογική επιβεβαίωση. Συνδέεται με έννοιες θετικές και αρνητικές: ξαφνικά ο άνθρωπος μαθαίνει ότι έχει ένα τέτοιο όπλο όπως ο νούς: ο Σωκράτης το καταλαβαίνει και προσπαθεί μέσω θετικών και αρνητικών εννοιών, απαγορευμένων ή μη να ελέγξει τους ασκούς του αιόλου που ανοίγει.Εδώ αρχίζει το μεγάλο πρόβλημα. Ο νούς επιθυμεί της δικαιοσύνης και όχι της αδικίας: κάλλιον το αδικείσθαι ή το αδικείν, διότι το πρώτο είναι λιγότερο χείρον του δευτέρου: οι έννοιες όμως αυτές (αδικία, κακία κ.λ.π) στον διάλογο είναι λειψές: δεν καθορίζεται το υποκείμενο, οι συνθήκες, το περιεχόμενο: το ίδιο άδικος μπορεί να φανεί ένας χριστιανός και ένας μη χριστιανός: το ίδιο δίκαιος μπορεί να φανεί ένας δημοκρατικός πολίτης και ο Θηραμένης των τριάκοντα τυράννων: διότι σύμφωνα με το παράδειγμα του Σωκράτους εάν πείσω κάποιον ότι οι πράξεις μου είναι αγαθές γιατί αφορούν αυτό ή το άλλο άμεσα είναι δίκαιες επειδή εγώ το θέλω: εκεί στηρίχθηκαν και οι τριάκοντα για να περάσουν ώς αγαθό ότι οι πλούσιοι είναι καλό να χάσουν την περιουσία τους ώστε αυτή να περιέλθει στην πόλη: άρα σύμφωνα με όλα αυτά εάν εγώ πείσω ότι το να πειράξω κάποιον είναι καλό διότι θα ωφεληθεί η πόλη είναι καλή και αγαθή πράξη: Επάνω σε αυτές τις πράξεις όμως στηρίχθηκαν ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ο Ιησούς αδικήθηκε και δεν αδίκησε όμως έπειτα οι εξουσιαστές χριστιανοί στο όνομα του Ιησού αδίκησαν του αυτόχθονες της Αμερικής και όλα έγιναν επάνω στην αδικία που υπέστη ο Ιησούς και επεβλήθηκε η θρησκεία του. Άρα στη συγκεκριμένη περίπτωση το αδικείσθαι δεν είναι κάλλιον του αδικείν. Οι ιθαγενείς έπρεπε να αδικήσουν για να αντισταθούν στην κακία των χριστιανών οι οποίοι είχαν ως πρότυπο το ότι ο θεάνθρωπος αδικήθηκε και δεν αδίκησε.

Οι έννοιες του Γοργία εκ μέρους του Σωκράτους είναι κενές περιεχομένου διότι ο Σωκράτης διαπράττει το τεράστιο οντολογικό λάθος να περιορίζει και να διαχωρίζει οντολογικές δυνάμεις οι οποίες δεν διαχωρίζονται αλλά ελεύθερες οντολογικά πνέουν: πώς ξαφνικά από την Οντολογία των προσωκρατικών φθάσαμε σε αυτήν την υποκειμενική περιοριστικότητα του Σωκράτους; Μάλλον οι επαφές με την ανατολή είχαν αυξηθεί: μέσα στο Όν ούτε δίκαιο ούτε άδικο υπάρχει, αλλά ροή του αειζώου πυρός: ο ήλιος είναι δίκαιος σε κάποια στιγμή που μοιράζει ισόποσα τις ακτίνες του, όταν όμως διαλυθεί η δύναμίς του χάριν του επομένου θα διαλύσει τα πάντα. Η Σωκρατική προσπάθεια να ακινητοποιήσει τον Άνθρωπο φυλακίζοντάς τον σε δαιδαλώδεις ιδέες είναι αφελής.

Ο διάλογος κλείνει με τις παιδαριώδεις θεωρήσεις του Σωκράτους ότι η καλή ψυχή δεν θα βασανισθεί μετά θάνατον ενώ η κακή ψυχή θα βασανισθεί: εάν η ψυχή είναι το αιώνιο κομμάτι μέσα μας πώς θα γνωρίζει ώς αιώνιος αήρ πράξεις και συμπεριφορές αφ΄ής στιγμής ο αέρας είναι υπεράνω όλων αυτών; Αφού η ψυχή σωματοποιείται τόσο πολύ ώστε μετά θάνατον να αντιμετωπίζεται ώς σώμα γιατί το σώμα δεν πνευματικοποιείται τόσο πολύ ώστε μετά θάνατο ώς πνεύμα να απελευθερώνεται από όλα τα «λάθη»; Και ποιος ορίζει στην χαοτική οντολογική συνέχεια κάτι ώς λάθος και ώς σωστό. Όλα αυτά βέβαια λύθηκαν με τις μετέπειτα θρησκείες οι οποίες επέβαλαν τη νόηση του θεού και την ηθική του θεού κάτι που μάλλον ιδιαζόντως θα ικανοποίησε το Σωκράτη. Ο Σωκράτης μάλλον μέσω διαδρομών τις οποίες εμείς αγνοούμε έφερε όλη την μανιχαϊστική ανατολή στην Ελλάδα διαστρέφοντας την Ελληνική οντολογία. Όταν μάλιστα ο Αλέξανδρος μετέφερε αυτή την «Ελληνική παιδεία» στην Ανατολή όχι τυχαία άρχισαν να εμφανίζονται οι θρησκείες του εσχατολογισμού: διότι οι άνθρωποι χάνοντας την οντολογική τους συνέχεια προσπάθησαν απεγνωσμένα να κρυβούν στην «ασφάλεια» του θεού να κρυβούν από τους φόβους τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

vasilios888@yahoo.gr