Α: κείμενο.
και στην Ιθάκη ως ήρθε, στάθηκε μπρος στου Οδυσσέα το σπίτι,
πα στο κατώφλι της αυλόπορτας, κρατώντας το κοντάρι με ξένο,
με το Μέντη μοιάζοντας των Ταφιωτών το ρήγα'
και βρήκε τότε εκεί τους πέρφανους μνηστήρες,
που περνούσαν την ώρα τους πεντάλφα παίζοντας
μπρος στου σπιτιού τις πόρτες, σε δέρματα βοδιών καθούμενοι,
που τα 'χαν σφάξει ατοί τους Κράχτες
και πρόθυμα παιδόπουλα τους γνοιάζουνταν᾿ οι πρώτοι
συγκέρνααν το κρασί τους χύνοντας νερό
μες στα κροντήρια, κι οι άλλοι παστρεύαν με χιλιότρυπα
σφουγγάρια τα τραπέζια και τα 'στηναν μπροστά τους,
άλλοι τους σωρό τα κρέατα κόβαν. Πρώτος απ᾿ όλους
ο θεόμορφος Τηλέμαχος την είδε' τι μέσα στους μνηστήρες
κάθουνταν με πικραμένα σπλάχνα και τον τρανό
θυμόταν κύρη του — να πρόβελνε από κάπου
και τους μνηστήρες διασκορπίζοντας από το σπίτι,
πάλε να γίνει αφέντης στο παλάτι του και ρήγας τιμημένος!
Τέτοια λογιώντας κει που κάθουνταν με τους μνηστήρες
είδε την Αθηνά, και στην αυλόπορτα τρέχει γραμμή,
τι εντράπη ξένος στη θύρα του να στέκεται πολληώρα᾿
κι ήρθε ομπρός της, το χέρι το δεξιό της έπιασε,
της πήρε το κοντάρι το χάλκινο και με άνεμάρπαστα
της συντυχαίνει λόγια: «Ξένε μου, γεια!
Θα 'ρθείς στο σπίτι μας να σε φιλοκονέψω᾿
χορταίνοντας, αν θες, μολόγα μας σαν ποια σε φέρνει ανάγκη.»
Β:
ερωτήσεις:
1.Ποιό είναι το κεντρικό θέμα της Οδύσσειας; Το
απόσπασμα που σας έχει δοθεί αναφέρεται στο κεντρικό αυτό θέμα; Αν όχι ποιο θέμα
αφορά;
2.Ποιά είναι η κατάσταση που αντικρίζει η θεά Αθηνά φθάνοντας στο παλάτι του Οδυσσέα;