Απόσπασμα από το βιβλίο μου: Είναι και Συνέχεια.

 


Άρα όπως  είπαμε σκοπός των προσωκρατικών είναι να επιβάλουν στην χαοτική σειρά του αντικειμένου πλέον οντολογικού κόσμου τη σειρά του Υποκειμένου ως λογικού μεγέθους: ποιο είναι το πλέον βασικό χαρακτηριστικό του Υποκειμένου:  η Αρχή του, το Υποκείμενο θέλει με την χρονική και όχι την δομική έννοια να εμφανίσει την Αρχή : την χρονική αρχή κατά την οποία ξεκινά η εκμαίευση εκ της οντολογικής σειράς όλων εκείνων των δυνάμεων οι οποίες θα αποτελέσουν την ανθρώπινη διάσταση, διά της διαλεκτικής σχέσεων των οποίων θα προοδεύει ως νοήμον όν ο άνθρωπος. Άρα από την Ανατολή έως την χώρα των προσωκρατικών ήδη είχε συντελεσθεί η μεγίστη των δημιουργικών αξιακών μετατοπίσεωων, η οποία ενώ δεν είναι κάτι το μοναδικό, ελησμονήθη η οντολογική σειρά και απέμεινε η σειρά του Υποκειμένου Ανθρώπου και του Αντικειμένου Κόσμου ως η μόνη προϋπάρχουσα.

Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Μέσα στην αδυσώπητη οντολογική ροή, ξεχώρισε μία οντότητα, μία οντολογική δύναμη, η οποία ακινητοποιήθηκε μέσα στην αβυσσαλέα οντολογική συνέχεια. Συζητούμε για μία δύναμη χωρίς κανένα πρόσημο, ή ταυτότητα, αν και μετέπειτα ονομάσθηκε  Θεός, άνθρωπος, ή ό,τι άλλο. Πρίν είχε συνδυασθεί με άλλα έμβια όντα (Γίγαντες, Αγγέλους, Τιτάνες, τέρατα κ.λ.π): επί αφαιρετικής βάσης συζητούμε ότι μέσα στην αδυσώπητη  ροή της οντολογικής  ροής εμφανίσθηκε μία συσσώρευση δυνάμεων η οποία αποτέλεσε έναν νέο πλανήτη, μία νέα κατάστασηη μέσα στο Είναι του  Όντος. Αυτό το οποίο δεν έχει εκτιμηθεί σωστά είναι η παρακάτω καθαρά αφαιρετική κίνηση: ο Θαλής  και οι άλλοι προσωκρατικοί Τιτάνες του Πνεύματος, δεν εδημιούργησαν το σκεπτόμενο Υποκείμενο (το οποίο συζήτησε για το ύδωρ και τα λοιπά ριζώματα): ο Θαλής και οι λοιποί προσωκρατικοί φιλόσοφοι γεννήθηκαν σε μία εποχή όπου ήδη είχε εμφανισθεί το ξεχωριστό σκεπτόμενο Υποκείμενο μέσα στην αδυσώπητη οντολογική ροή. Δεν μπορούμε να ξέρουμε πολλά για αυτήν την δημιουργηθείσα κατάσταση: εξάλλου ελάχιστοι έχουν κατανοήσει και ασχοληθεί με αυτήν την διαπίστωση. Ο Θαλής και οι λοιποί προσωκρατικοί αποτελούν έκφραση του ήδη υπάρχοντος στην εποχή τους σκεπτομένου Υποκειμένου το οποίο ήθελε πλέον και πνευματικά και υλικά  να κυβερνήσει το ζωτικό του κόσμο και χώρο.

Το όλο θέμα αυτό προχωρεί μαζί με το πρόβλημα της Ελληνικής γλώσσας, ειδικά της Ομηρικής γλώσσας. Ας  γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: για πόσους αιώνες σμιλεύθηκαν, κατανοήθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν οι πανέμορφες και πανδύσκολες Ομηρικές λέξεις: για όσο χρόνο χρειάσθηκε να σμιλευθεί ο άνθρωπος ως ανεξάρτητο όν ομιλίας, λόγου και έκφρασης: άρα οι προσωκρατικοί έλαβαν σε βάθος χρόνου ένα  Υποκείμενο το οποίο είχε εξέλθει της άλογης μυθολογικής και οντολογικής  πορείας και ήθελε να κάνει ένα δικό του κόσμου σε ένα δικό του νόστο.

Υπό αυτή την έννοια το Είναι σταμάτησε να  έγκειται εκτός του Ανθρωπίνου Νοός, διά της Ενόρασης και των Λέξεων (λόγου) εισήλθε εντός του ανθρωπίνου μυαλού. Ο Άνθρωπος του Λόγου, ο Άνθρωπος των λέξεων, ο Άνθρωπος ο οποίος είχε ακινητοποιήσει τον αέρα, τον είχε συνδυάσει με τις σκέψεις του και παρήγαγε τον αέρα και τις σκέψεις του μαζί ως λέξεις, αυτός ο άνθρωπος έκανε μαζί με τους προσωκρατικούς τη μεγάλη κίνηση: ακινητοποίησε όση οντολογική πορεία ήθελε, την απέκοψε, την ωνόμασε Είναι, την έβαλε στο μυαλό του, και με αυτή κατασκεύασε: θεό, φύση (κόσμο και πόλη)  και τον Άνθρωπο. Με μία σημαντική επισήμανση: αυτός ο Άνθρωπος δεν ακολούθησε την κυρία Οντολογική οδό διότι ποτέ δεν θα κατάφερνε να αποκοπεί από αυτήν και να υπάρξει ως υποκείμενο, δημιούργησε έναν παράδρομο ο οποίος όμως θα ξαναοδηγήσει στην κυρία οντολογική οδό.

Άρα η φράση του Θαλή: το ύδωρ είναι η Αρχή Όλων, δεν είναι η πιο σημαντική στιγμή του φιλοσόφου: μάλλον η πορεία προς αυτήν την αρχή είναι η πιο σημαντική για το φιλόσοφο: η πορεία είναι αυτή ακριβώς η οποία σημειώθηκε: κομμάτι του όντος αποκολλάται από το Όν, με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά γεννάται αυτό το οποίο θα μετεξελιχθεί σε διάσταση θεού, κόσμου και ανθρώπου. Η μεγαλειώδης ανακάλυψη του Θαλή και των λοιπών προσωκρατικών ότι αυτό το κομμάτι πρέπει να έχει μία Αρχή είναι δάνειο από την λειτουργία της αδυσώπητης οντολογικής ροής, συνάμα η μεγίστη των αφαιρέσεων που έγιναν ποτέ: ο Θαλής και οι λοιποί λοιπόν προσωκρατικοί στο θέμα της Αρχής κατάλαβαν ότι αφ΄ής στιγμής στην αδυσώπητη οντολογική ροή κυριαρχεί μία κεντρική Οντότητα (το Είναι του Όντος) και στην δική τους διάσταση με όση οντολογική διάσταση δανείσθηκαν, θα πρέπει να κυριαρχεί μία κεντρική αρχή: το ύδωρ, ή ό,τι άλλο.

Το πρόβλημα όμως υπάρχει και είναι το εξής: όλη η φιλοσοφία, η πρώτη Αρχή του Θαλή και των λοιπών προσωκρατικών, συμβαδίζει με την πρόοδο της Ελληνικής γλώσσης: χωρίς την Ελληνική γλώσσα δεν θα μπορούσε να εκφρασθεί η πρώτη Αρχή και του Θαλού και των Άλλων: άρα επέρχεται το εξής πρόβλημα: η Γλώσσα  συνέλαβε διά του Λόγου την έννοια της Αρχής και ο Θαλής  την προσάρμοσε στην Οντολογία αυτού του κόσμου, ή μέσα από τα σπλάχνα της Οντολογίας αυτού του κόσμου εξήλθε η έννοια της Αρχής: όμως η έννοια της Αρχής ως λέξη προϋπάρχει κατά πολύ του Θαλή: συγκεκριμένα στο Ομηρικό λεξιλόγιο (πολλούς αιώνες πρό του Θαλού) η λέξη αρχή εκ του ρήματος άρχω σημαίνει κυριαρχώ, προηγούμαι, εξουσιάζω. Οι Έλληνες λοιπόν πολύ πρίν από το Θαλή είχαν διατυπώσει την λέξη : άρχω, αρχή, διότι σε σχέση με το συμπαντικό προσανατολισμό τους είχαν καταλάβει ότι μέσα στο χαοτικό στερέωμα κάποιος ξεκινά την κυριαρχική επενέργειά του επί του κόσμου και του ανθρώπου, όπως π.χ ο  Ήλιος άρχει και  είναι αρχή διότι ξεκινά τον κυριαρχικό τρόπο επιβολής και παροχής ενέργειας η οποία ζωοδοτεί τα όντα της γής. Ως εκ τούτου (όπως αναφέρει και ο Βέϊκος στο βιβλίο του για τους προσωκρατικούς φιλοσόφους)η Αρχή (αυτό ισχύει και στους Προσωκρατικούς) από χρονικό μέγεθος μετουσώνεται σε βαθύ αξιολογικό μέγεθος: άρα συμβαίνει κάτι το πολύ σημαντικό για την φιλοσοφική συνέχεια: ο χρόνος φέρει την ηγεμονική αρχή  του κόσμου αυτού, ή ο χρόνος τέμνεται και ένα κομμάτι του καθίσταται Ηγεμονική αρχή   του κόσμου αυτού, άρα ο Θαλής δεν εδημιούργησε μία αρχή εκτός χρόνου αλλά ο ίδιος ο χρόνος ως κίνηση ύδατος έγινε η αρχή του κόσμου: άρα ο Χρόνος δεν υπάρχει ως ξεχωριστή κίνηση (τουλάχιστον στους προσωκρατικούς ) αλλά είναι ο ίδιος Αρχική Ηγεμονική δύναμη η οποία καθορίζει την κίνηση της Γαίας και του Ανθρώπου: άρα οι Έλληνες (όπως και ο Θαλής όπως και οι λοιποί προσωκρατικοί) κατενόησαν το Χρόνο ως φορέα Αρχής Ηγεμονίας Δύναμης δημιουργικής και διαμορφωτικης: άρα ο Χρόνος δεν είναι διάρκεια ούτε στιγμή ούτε παρελθόν παρόν και μέλλον αλλά δύναμη διαμόρφωσης της Γής και του Ανθρώπου: όταν ανεξαρτητοποιήθηκε η Αρχή από τον Χρονικό της προσδιορισμό και έγινε πολιτικό ηγεμονικό ανεξάρτητο μέγεθος τότε και ο χρόνος υποβιβάσθηκε σε διάρκεια, μέχρι τη στιγμή κατά την οποία ο Χάϊντεγγερ θυμήθηκε να είπει ότι το Είναι είναι ο Χρόνος διότι εμπεριέχει όλες τις δυνάμεις του Είναι ως Χρόνος, ο Χρόνος Είναι Είναι.

Άρα ο Θαλής μέσα από το Ύδωρ του ταυτίζει τρείς μεταβλητές: το Είναι, την Αρχή, το Χρόνο: ο Χρόνος  Είναι Αρχή η οποία θα μετεξελιχθεί σε Ενέργεια, σκέψη, ήθος, πράξη: άρα η κεντρική Χρονική στιγμή ως δύναμη και όχι ως διάρκεια μας εξουσιάζει, εμείς κάνουμε το Χρόνο διάρκεια όταν δεχόμαστε να υπηρετήσουμε τα κελεύσματά του.

Οι Προσωκρατικοί λοιπόν προσέδεσαν στο άρμα του Χρόνου ως φορέως Δυνάμεων (ως Είναι ο Χρόνος η δύναμη που θα συνεχίσει και θα εξελίξει τον κόσμο και τον Άνθρωπο αυτό) το Είναι του κόσμου και του Ανθρώπου και τη Συνέχειά του. Η  ευρηματικότητα των Προσωκρατικών είναι απίστευτη: Έλαβαν την Αρχή ως Χρονική έννοια, την άνοιξαν ως φορέως δυνάμεων (ύδωρ, πύρ, άπειρον κ.λ.π) και έπειτα ο Χρόνος Έγινε Είναι Συνεχείας ως περιέχων δυνάμεων Συνεχείας: Ακόμα οι  άνθρωποι μπορούσαν να απολαμβάνουν την κοινή δυναμική τους φύση με το Χρόνο ως Όντα Δύναμη του Είναι συνεχείας. Δεν χρειαζόταν να σκεφθούν το ύδωρ ως νού και ηθική ούτε το πύρ ως  βούληση θεού και ανθρώπου. Άρα η ταύτιση του Χρόνου με τη Δύναμη και το Είναι συνεχείας εμπεριείχε ένα δομικό πρόβλημα: κρατούσε το νοήμονα άνθρωπο δέσμιο μίας ανωτέρας δυνάμεως : του Χρόνου: αυτό φαίνεται στα γραπτά του Ηρακλείτου όπως είναι έκδηλη η χρονική σειρά ως κοσμική διαδοχή ως ανθρώπινη μηδενικότητα κ.λ.π. Τι έπρεπε λοιπόν να γίνει για να γλιτώσει ο άνθρωπος από την τυραννία του χρόνου;

Την απάντηση την έδωσε ο Πλάτων: Ο Ανθρώπινος Νούς διέλυσε την ενότητα του Χρόνου με το Είναι και την Συνέχεια του Χρόνου ως Δύναμης  Συνεχείας (είναι χαρακτηριστικό  ότι ο Χρόνος ως τέτοιος στο Πλατωνικό σύστημα κινείτα στα όρια του αλόγου μη όντος μιάς και η φύση του ύδατος  και του πυρός ως τέτοιας δεν εξελίσσει λογικά τον άνθρωπο (διότι θα πρέπει το ύδωρ να γίνει συγκεκριμένες ψυχικές δυνάμεις, το πύρ συγκεκριμένες βουλητικές δυνάμεις υπό την σωφροσύνη, το άπειρο του Αναξιμάνδρου άπειρος Νούς υπό την ηθική του Καλού κ.λ.π): Ο Πλατωνικός Νούς στηρίζεται στον κλωνισμό του Χρόνου: ο Χρόνος φέρει δυνάμεις και ενέργειες: ο Χρόνος τις προσφέρει και τίθεται στο περιθώριο ως απλή διάρκεια: το περιεχόμενό του αποκτά  νοητική και ηθική υπεραξία διότι με αυτόν τον τρόπο θα μεταφέρει τον άνθρωπο από τη φύση στην πόλη όπου θα καταστή ο νοήμων και ηθικός άνθρωπος: για αυτό και ο Πλάτων ευτελίζει τον Χρόνο τον ακινητοποιεί και του καταστρέφει κάθε Σχέση Είναι και Συνεχείας: αυτές τις δυνάμεις τις δίδει στο σκεπτόμενο Υποκείμενο: άρα ο διαχωρισμός του Ανθρώπου από το Χρόνο και η ακινησία του Χρόνου και η θεώρηση του Ανθρώπου εντός του ακινήτου Χρόνου ως νοήμονος και ηθικού Υποκειμένου κινούντος την Ιστορία είναι Πλατωνική βιαστικότητα στον πανδαμάτορα Χρόνο. Πλέον Είναι και Συνέχεια είναι αρμοδιότητες του νοήμονος Ανθρώπου και χρόνος είναι κατι το αντιοντολογικό: η διάρκεια που χρειάζεται ο άνθρωπος να ολοκληρώσει επί γής το πνευματικό και ηθικό ταξείδι του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

vasilios888@yahoo.gr