Διδάσκοντας τον Μαντίθεο, Αρχαία Ελληνικά β΄λυκείου.
Το ιστορικό πλαίσιο του Λόγου: «Υπέρ Μαντιθέου» του Λυσία.
Ο Λόγος αυτός του Λυσία μάλλον εκφωνήθηκε ανάμεσα στα έτη 392-389 π.Χ. Σε σχέση και με τον λίγα χρόνια μετέπειται λόγο του Ισοκράτους «Περί ειρήνης» αλλά και την επαίσχυντη για την αξιοπρέπεια των Ελλήνων «Ανταλκίδειο Ειρήνη» γίνεται κατανοητό ότι οι Αθηναίοι δεν βίωναν τον ίδιο πολιτικό πολιτισμό για τον οποίο είχε υπερηφανευθεί ο Περικλής στον Επιτάφιό του. Μάλλον είχαν επικρατήσει ιδιοτελείς τάσεις, εκδικητική μανία, κοινωνική διχόνοια ανάμεσα σε πολιτικές και κοινωνικές φατρίες σε σχέση με τα πεπραγμένα του παρελθόντος. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός του Λυσία καταδεικνύει μία σημαντική συνέπεια του Πελοποννησιακού πολέμου (την οποία υπονοεί ο Θουκυδίδης στο 3ο του ειδικά βιβλίο όπου αναλύει τις ψυχολογικές και υπαρξιακές συνέπειες του πολέμου) η οποία δεν είναι άλλη από την βαθιά κοινωνική έριδα η οποία ξέσπασε ανάμεσα στους θετικούς ή αρνητικούς πρωταγωνιστές του Πελοποννησιακού πολέμου, ολιγαρχικούς (τριάκοντα τύραννοι) και τους δημοκρατικούς (οι οποίοι δεν εδίστασαν να οδηγήσουν στο κώνειο το Σωκράτη).
Ας θυμηθούμε σε αυτό το σημείο από τα Ελληνικά του Ξενοφώντος , το λόγο του Κλεοκρίτου ( ο οποίος εξηγεί πολλά για το κλίμα στην Αθήνα του Λυσία) , του κήρυκος των μυστών ο οποίος επέμεινε στο σημείο ότι υπήρξε πλέον κοινωνική διάσπαση, η Πόλη των Αθηνών (ως κοινός στόχος ευημερίας, αυτάρκειας, ευδαιμονίας και προόδου) δεν είναι το κέντρο του σκοπού των σκέψεων και των πράξεων των Αθηναίων Πολιτών: διότι πλέον οι Αθηναίοι Πολίται αν και έχουν υπάρξει συγχορευταί, συμφοιτηταί και συστρατιώται, κοιτάζουν τα μικρά και ιδιοτελή συμφέροντά τους, δεν συμπορεύονται με το Δημοκρατικό κοινό καλό, άρα η Αθήνα ήταν μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο μία βαθέως διχασμένη κοινωνία. Εάν μάλιστα σκεφθούμε ότι σε αυτή την συγχρονία ο Δημοσθένης έδωσε πολύ μεγάλο βάρος στο σύνολο των λόγων του στο να ταυτίζει το Συμφέρον της Πόλης με το Ατομικό και κοινωνικό καλό τότε κατανοούμε ότι μάλλον οι Αθηναίοι είχαν υποπέσει θύματα της Ανοικτότητας της Πόλεώς τους, της Φιλοσοφίας τους, η οποία εργάσθηκε κατά παράξενο τρόπο μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Ο Περικλής στον Επιτάφιό του υπερηφανεύεται για τρείς κυρίους άξονες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας (οι οποίοι φαίνεται ότι απουσιάζουν στην κοινωνία όπου εκφωνήθηκε ο Λόγος του Λυσία: υπέρα Μαντιθέου:
Α) την πλήρη αυτοσυνειδησία των Αθηναίων σε σχέση με τον κοινό Λόγο
Β) την πλήρη ηθική εξωτερίκευση των Αθηναίων σε σχέση με την κοινή Πρακτική
Γ) την ύπαρξη ενός Πολίτου και μίας Πόλης.
Γενικώς η Αθήνα του Επιταφίου φαίνεται ως εξηγμένη μέσα από τον Αναξαγόρειο, Σωκρατικό και όχι μόνον Νού (ο οποίος ολοκληρώθηκε ως συμπαντική συνέχεια στον Πλάτωνα) συμφωνα με τον οποίο ό,τι τέλειο μπορεί να συλλάβει ο Νούς (ως κοινωνία ενός φαντασιακού Αγαθού) αυτό μπορεί να εφαρμοσθεί στην Γήϊνη πόλη του Αγαθού (η οποία τόσο πολύ επαινείται από το Θουκυδίδη διότι ακριβώς ό,τι έγινε αντικείμενο νόησης ως Αγαθό εφαρμόσθηκε στην Πολιτική Αθήνα).
Άρα το πρόβλημα της εποχής του Μαντιθέου είναι η απουσία αυτού του κοινού Λόγου ανάμεσα στους Αθηναίους πολίτες, με αποτέλεσμα την Ηθική και πρακτική διαρραγή (γεγονός το οποίο έντονα διαφαίνεται στην περίπτωση του Σωκράτους ) (ας σημειωθεί και πάλι ότι η περίπτωση του Μαντιθέου καταδεικνύει κατά τον πλέον περίτρανο τρόπο την πνευματική και ηθική πτώση της μεταπολεμικής Αθήνας μετά την παύση του Πελοποννησιακού πολέμου.
Οι περιπτώσεις του Σωκράτους και του Μαντιθέου δεν θα πρέπει να διακριθούν: έχουν ένα κοινό παρονομαστή: την ατομική κακή πλέον εγωϊστική δυναμική των Αθηναίων πολιτών, η οποία βεβαίως πάντοτε υπήρχε (εάν διαβάσουμε τις κωμωδίες του Αριστοφάνους αυτό εκδήλως φαίνεται) όμως μάλλον έφθασε στο αποκορύφωμά της στην μεταπολεμική του Πελοποννησιακού πολέμου εποχή. Φαίνεται ότι ο Θουκυδίδης ελλόγως πράξας, εξωτερίκευσε σωστά όλες μα όλες εκείνες τις χαοτικές δυνάμεις οι οποίες ενώνουν τον μεταπολεμικό Αθηναίο της εποχής του Μαντιθέου και του Σωκράτους με τα παρακάτω γενικώς χαρακτηριστικά:
1.Ο Πελοποννησιακός πόλεμος αφύπνισε καταστροφικές δυνάμεις αυτοεπιβίωσης των ανθρώπων αυξάνοντας την κοινωνική και πολιτική διαρραγή σχέσεων και πολιτικών ισορροπιών.
2.Η Σωκρατική διδασκαλία των οριστικών και επαγωγικών λόγων, της μαιευτικής εσωτερικότητας εκτίναξης της Υποκειμενικότητος φαίνεται ότι αυτή η εσωτερική Σωκρατική διδασκαλία της ατομικής εσωτερικής σύνδεσης με τον κόσμο του Καλού διέλυε την κλειστή Πόλη – Κράτος των Αθηνών , απελευθερώνοντας τους ανθρώπους σε μία νοερή οικουμενικότητα όπου σταδιακά οι άνθρωποι προσδιορίσθηκαν με βάση την εσωτερική τους σχέση με το θείο και όχι την Πόλη κράτος (η έλευσις της χριστιανικής οικουμενικότητας). Φαίνεται λοιπόν ότι οι Αθηναίοι μέσα από την εσωτερική νοητική φιλοσοφία ανέπτυξαν φυγόκεντρες δυνάμεις ατομικής σωτηρίας μετά το δράμα και την πτώση του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο κάθε ένας ένοιωσε ότι μπορούσε, ή θα μπορούσε μέσω του μαιευτικού και εσωτερικώς διερευνητικού λόγου να αποτελέσει ολετήρα των άλλων ως άτομο δήθεν απελευθερωμένο σε έναν άλλο παράλληλο προς την πόλη κράτος κόσμο (του κάθε ατόμου ξεχωριστά).
Άρα ο Λυσίας ουσιαστικά προσπαθεί να διακηρύξει την αθωότητα του Μαντιθέου προκειμένου αυτός να γίνει βουλευτής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Όμως ουσιαστικά ο ρήτορας προσπαθεί να επιτύχει κάτι πολύ σημαντικότερο: να καλύψει το ιστορικό αλλά και ηθικό κενό που δημιούργησε για πρώτη φορά στην Αθηναϊκή Πολιτεία ο Πελοποννησιακός πόλεμος: Ποτέ οι Αθηναίοι Πολίται δεν εκρίνοντο κυρίως μέσα από το παρελθόν τους αλλά κυρίως μέσω όλων όσων ήσαν ικανοί να προσφέρουν στην Πατρίδα τους. Ο Μαντίθεος εκφράζει το βαθύ πολιτικό χάσμα στο χρόνο της Πόλης Κράτους των Αθηνών: Το καθεστώς των Τριάκοντα απετέλεσε όριο ανάμεσα στην καλή Πόλη κράτος και στους Καλούς Πολίτες και στην κακή Πόλη κράτος και στους κακούς Πολίτες. Πλέον υπήρχε ένα κριτήριο «κακότητας» ένα τέστ «κακότητας» (το καθεστώς των Τριάκοντα) το οποίο έκρινε ποιος ήταν καλός για την Πολιτική ζωή και ποιος ήταν κακός.
Αυτό όμως σηματοδοτεί την πτώση της Αθηναϊκής Πόλεως κράτους μέσω της αξιακής κριτικής πτώσης της : διότι το μοναδικό όριο «καλότητας» μέχρι εκείνη την στιγμή δεν ήταν κάποιο χρονικό χάσμα (καθεστώς των τριάκοντα) (Η αθηναϊκή νοητική φιλοσοφία υπερέβη τα χρονικά χάσματα) ήταν η ενιαία συνεπής και συνειδητή συμπεριφορά των Αθηναίων πολιτών σε σχέση με τα φιλοσοφικά και ηθικά προστάγματα τα οποία μετέφεραν το Αγαθό στην πόλη ως Πολιτική φιλοσοφία.
Άρα ο Μαντίθεος σταμάτησε να πορεύεται σε σχέση με όσα αναφέρονται στον Επιτάφιο (ότι δηλαδή ήταν εύψυχος και εύθυμος σε σχέση με τη νοητική και ηθική του κατάσταση πέρα από σημεία χρονικά (καθεστώς τριάκοντα): τώρα τα κριτήρια πολιτικής ευπρέπειας και καταλληλότητας έγιναν τελείως πρακτικά εξοβελίζοντας την ανωτέρα φιλοσοφική θέαση των πολιτών: τώρα δεν έχει σημασία τόσο πολύ εάν οι Πολίτες έχουν διδαχθεί την αρετή, την αιδώ και την δίκην (σαφώς και είχε σημασία) αλλά τώρα υπάρχει για πρώτη φορά ένα μετρήσιμο σημείο που διαχωρίζει και διαλύει την ενότητα της Αθήνας: τι έκανε ο κάθε ένας κατά την στιγμή του καθεστώτος των τριάκοντα: Αυτό το μετρήσιμο κριτήριο υποσκελίζει όλα τα κριτήρια του Επιταφίου και της Φιλοσοφίας (καλός πολίτης είναι ο φιλοσοφών, ο φιλόκαλος, ο έχων λαμπηδόνας φώς ήθος και πράξη): τώρα η πραγματικότητα ως μετρήσιμη συμμετοχή στο καθεστώς των τριάκοντα ξεγυμνώνει τους ανωτέρους στο νού και στο ήθος Αθηναίους έναντι της πραγματικότητας: η πραγματικότητα αντικαθιστά τα ανώτερα φιλοσοφικά κριτήρια διότι εάν ένας φωτισμένος Αθηναίος συμμετείχε στο καθεστώς των τριάκοντα ήταν απορριπτέος πολιτικά. Αυτή η αντικατάσταση της νοερής φιλοσοφίας από την μετρήσιμη πραγματικότητα οδήγησε στο τέλος της Αθηναϊκής πόλεως κράτους. Διότι πλέον οι Αθηναίοι έχασαν την πνευματική Δευτέρα δίοδο, εκλείσθηκαν και αποκλείσθηκαν στην σκληρή μετρήσιμη πραγματικότητα και δεν ήταν δύσκολο για τον Αλέξανδρο να τους επιβάλει την δική του πολύ σκληρή πραγματικότητα.
Ο Πλάτων ελύτρωσε τελικά τον Μαντίθεο: ο Πλάτων εκάλυψε το χρονικό χάσμα που δημιούργησε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, και ο Αριστοτέλης: αλλά διαλύοντας την Αθηναϊκή πόλη κράτος , διαλύοντας τα ασφαλή όρια της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Πλέον ο Μαντίθεος εάν ήταν Πλατωνικός ή Αριστοτελικός δεν θα είχε πρόβλημα διότι θα ήταν πνευματικά λάτρης του αγαθού και ηθική οντότητα: αλλά θα ανήκε στον διευρυμένο Πλατωνικό κόσμο όπου χωρούσιν όλοι οι ερασταί του Αγαθού και όχι μόνον οι Αθηναίοι. Άρα ο Μαντίθεος ολοκληρώνει το έργο του Σωκράτους χωρίς να πιεί κώνειο: η Αθηναϊκή δημοκρατία αυτοπεριορίσθηκε τόσο πολύ μέσα από τα παθήματά της ώστε απωλέσθη μέσα από το μέγεθος που η ίδια αποθέωσε: ένας ένας οι Αθηναίοι υπό το φώς του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους έφευγαν από την Αθήνα χάριν του οικουμενικού νοητικού κόσμου ο οποίος ανοιγόταν, από τον Επίκουρο έως τους Στωϊκούς, από τον Ιησού έως τις αυτοκρατορίες του κοινού λόγου και του οικουμενικού ανθρώπου.
Όλα θα είχαν αποφευχθεί εάν οι Αθηναίοι είχαν την διηνεκή τόλμη να είπουν στον Μαντίθεο: αρκεί που είσαι Αθηναίος: κάτι που θα έλεγαν πρίν τον Πελοποννησιακό πόλεμο: η ιστορία τελικά όταν αφήνεται κάποιο χρονικό σημειο να κρινει την Πόλη και όχι ο ανθρώπινος νους υπερχρονικά, ο χρόνος ξεσπά και ώς κρόνος τρώγει την Αθηναϊκή πόλη, τιμωρεί την εκδίκηση των νικητών καταργώντας τον κόσμο τους: προκειμένου για λίγο να δικαιωθούν και οι ηττημένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
vasilios888@yahoo.gr