Ως γνωστόν υφίσταται ένας αόριστος, δεύτερος, επειδή αυτός έχει κατάληξη «παρατατικού» άλλη από την κατάληξη του α΄αορίστου σε –σα (γενικώς):
Κλασσικό παράδειγμα β΄αορίστου
είναι το ἔβαλον του ρ. βάλλω. Το
απαρέμφατό του είναι : βαλ-εῖν.
Πώς όμως προέκυψε αυτός ο τύπος: βαλ-εῖν;
Α)οι καταλήξεις του Ομηρικού απαρεμφάτου εις τον ενεργητικόν
β΄αόριστον είναι :έειν.
Άρα: βαλέειν= βαλ-εῖν (κατά συναίρεσιν).
Β) Η κλασσική απαρεμφατική κατάληξις του Ομήρου είναι: μεν.
Ώστε: βαλέμεν-βαλέεν== βαλ-εῖν (κατά συναίρεσιν). Επειδή μάλιστα
το –ε έπειτα από το τελικό σύμφωνο –ν είναι θέση μακρό έχουμε την αντιστοιχία:
ε-ει-ε (βραχύ-μακρό-μακρό) ώστε διά της καταπληκτικής αυτής αρμονίας να
στηριχθεί το ομηρικόν μέτρον: γλώσσα προσιδιάζουσα στην αρμονία του Όλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
vasilios888@yahoo.gr