Υποταχτήκαμε λοιπόν άλλη μια φορά, τι
άλλο μπορούσε να γίνει. Ανήκουμε τώρα στην απίθανη κοινωνία των καταχθόνιων
πλασμάτων. Είμαστε οι πολίτες του χαρακώματος. Αυτό μας δαμάζει μέρα με τη
μέρα, μας αφομοιώνει. Μας χωνεύει, μας λιώνει σιγά- σιγά έτσι σαν ένα μακρύ κι άντερο. Το χώμα
απλώνει το χρώμα του στα πρόσωπα, στα χέρια, γεμίζει την όσφρηση, εξοικειώνεται
με την αφή. Κατόπι λίγο-λίγο ποτίζει με τη μουχλιασμένη ανάσα του την ανθρώπινη
ψυχή. Η πλήξη ξανακαθίσει πάνω στα κορμιά και στις ψυχές, ένα άμορφο, πνιγερό
στοιχείο, ένα βουνό από σταχτί ξασμένο μπαμπάκι. Εκεί μέσα τυλίγεται,
μπερδεύεται, βογκά από ασφυξία και παραδέρνει ο νους.
Κανένας απ΄ έξω δεν παίρνει είδηση από
το δράμα. Ο αγώνας είναι άνισος και αφύσικος. Στο τέλος τα βάζεις κάτω και
παραδίνεσαι. Έρχεται μια μέρα που η λέρα, η ψείρα, ο βαριεστισμός μπαίνουν από
παντού και σε κουρσεύουν. Κείνη τη μέρα λοιπόν είναι που το χαράκωμα σε
παραδέχεται για δικόν του. Το σκουλήκι παύει να σε ξαφνιάζει. Το ποντίκι
μπαίνει στο γελιό και ροκανίζει γαλέτα.
Το ακούς κάτω από το μάγουλο γιατί έχεις το γελιό για προσκέφαλο. Χτυπάς με το
χέρι, όχι τίποτα, να φύγει, να σ΄ αφήσει να κοιμηθείς μια στάλα.
Προχθές βράδυ ένας υποδεκανέας από τη
Λήμνο πάτησε μιάν άγρια κραξιά, που όλοι στ΄ αμπρί του πετάχτηκαν κι άρπαξαν τα
όπλα. Δεν ήταν τίποτα. Ένα ποντίκι τούτρωγε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού. Όλοι
θύμωσαν κ΄ έριξαν σε κείνον το φταίξιμο, που κοιμόταν ξεπαπουτσωμένος. Μιάν
άλλη νύχτα ο Φύκος, ο υπερέτης, σηκώθηκε με το μισό του κεφάλι κουρεμένο. Στην
αρχή το πήραν για κακή φάρσα, ύστερα κατάλαβαν πώς οι ποντικοί φάγανε τα μαλλιά
του γιατί είχε κοιμηθεί κάτω από το λυχνάρι και το λίπος έσταζε από το φυτίλι
και έπηζε στα μαλλιά του. Από κείνη τη νύχτα κοιμάται με το δίκωχο κι από πάνου
βάζει τη κάσκα.
Μέσα σ΄ αυτή την ακίνητη φρίκη σαλεύει
οκνά η ψυχή, σαν χελώνα στο βούρκο. Μια κούραση από ακαμωσιά. Είναι το χτικιό
της ψυχής που σαπίζει και αποσυντίθεται. Στο τέλος έρχεται και βουλιάζει μέσα
σε μιαν αφύσικη απάθεια. Τίποτα πια δεν έχει ενδιαφέρον. Αυτό πολλές φορές
γεννάει την τρέλλα ή τον έξαλλον ηρωισμό. Και πάλι εκεί που λες « πάει, πέθανε
η ψυχή», έρχεται μια στιγμή και ξαφνικά περνά μες από το σβησμένο μάτι μια
σπίθα, σαν ένα βέλος από φως που τρέχει βιαστικά. Αυτό γίνεται μπροστά σε μια
έκρηξη, σ΄ ένα φάκελο από την πατρίδα που σκίζεται με τρεμουλιαστό δάκτυλο.
Κάποτε φτάνει ένας λόγος που ορμά από την καρδιά ή ένα παλιό λαϊκό τραγούδι.
Β ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1) Να συντάξετε μια περίληψη του κειμένου(10 σειρές).
2α
)Γράψτε ένα πλαγιότιτλο για καθεμία από τις παραγράφους.
β) Ποια θέση στην κοινωνία θεωρεί ότι κατέχει
ο συγγραφέας σύμφωνα με την α’ παράγραφο του αποσπάσματος (λέξεις-
κλειδιά)
3)Στις παρακάτω περιόδους να
βρείτε και να χαρακτηρίσετε τις δευτερεύουσες προτάσεις ( βουλητική, τελική,
πλάγια ερωτηματική, αιτιολογική) και να προσδιορίσετε το συντακτικό τους ρόλο.
α Τη ρώτησε γιατί ήταν αναστατωμένη.
β Εμένα με νοιάζει να περάσω στο πανεπιστήμιο.
γ Δεν έφερα το βιβλίο, να του το δώσω.
δ Έδωσε το σύνθημα, για να ξεκινήσει ο αγώνας.
ε Δεν ήρθε μαζί μας, γιατί δεν αισθανόταν καλά.
4α) Να συμπληρώσετε τα κενά
των παρακάτω φράσεων με τη σωστή λέξη από τα ζεύγη που δίνονται σε παρένθεση.
α Μετά το χτύπημα στο κεφάλι έπεσε σε …………(κώμα- κόμμα)
β Στην κουζίνα στοιβάζονταν …………………(σορός- σωρός) τα άπλυτα πιάτα.
γ Κατάπιε κατά λάθος ένα υγρό ………..(διάλυμα- διάλειμμα) από
διάφορες χημικές ουσίες.
δ Οι στρατιώτες ήταν παρατεταγμένοι σε …………..(στίχους- στοίχους)
β)Βρείτε ένα τονικό παρώνυμο για τη λέξη «σταχτί» και να γράψετε δύο προτάσεις
στις οποίες θα φαίνεται η διαφορετική σημασία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
vasilios888@yahoo.gr