Α. κείμενο:
«Kόρη μου εσύ, τι λόγος βγήκε από το στόμα σου ανεμπόδιστος!
Πώς θα μπορούσα εγώ να λησμονήσω τον θεϊκό Oδυσσέα,
που ξεχωρίζει η γνώση του απ’ τους υπόλοιπους θνητούς,
και στις θυσίες όλους τους άλλους τούς ξεπέρασε, όσες προσφέρονται
στους αθανάτους που κατέχουν τον πλατύ ουρανό;
Όχι εγώ, ο Ποσειδών, της γης κυρίαρχος, αυτός οργίστηκε εναντίον του
και στον θυμό του επιμένει για τον Kύκλωπα, γιατί του τύφλωσε
εκείνος το μοναδικό του μάτι
Για τον ισόθεο μιλώ Πολύφημο, που η δύναμή του επιβάλλεται μεγάλη
σ’ όλους τους Κύκλωπες· [...].
Γι’ αυτόν λοιπόν ο κοσμοσείστης Ποσειδών, τον Oδυσσέα,
αν δεν τον εξαφάνισε, περιπλανώμενο τον θέλει
από την πατρική του γη μακριά.
Tώρα ωστόσο όλοι εμείς είναι καιρός τον νόστο του να στοχαστούμε,
το πώς θα επιστρέψει. Tότε κι ο Ποσειδών θα σταματήσει την οργή του·
δεν γίνεται να αντιταχθεί στους άλλους αθανάτους,
παρά τη θέληση όλων των θεών, μόνος εκείνος να αντιμάχεται.»
Tα μάτια λάμποντας, ανταποκρίθηκε η θεά Aθηνά:
«Πατέρα μας Kρονίδη, των δυνατών ο παντοδύναμος,
αν, όπως λες, συγκλίνει πράγματι των μακαρίων η γνώμη, να επιστρέψει
στο δικό του σπίτι ο Oδυσσεύς, με τόση γνώση που κατέχει,
ας στείλουμε αμέσως τον Eρμή, ψυχοπομπό κι αργοφονιά,