α) παράγωγα ουσιαστικά
Τα
παράγωγα ουσιαστικά παράγονται από: α) άλλα ουσιαστικά, β) επίθετα, γ) ρήματα.
Τα
ουσιαστικά που παράγονται από άλλα ουσιαστικά χωρίζονται, ανάλογα με τη σημασία
τους στις εξής κατηγορίες.
1.
Υποκοριστικά ή χαϊδευτικά:
|
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
01
|
σπίτι
|
-άκι
|
σπιτ-άκι
|
02
|
πόρτα
|
-ίτσα
|
πορτ-ίτσα
|
03
|
Κώστας
|
-άκης
|
Κωστ-άκης
|
04
|
βροχή
|
-ούλα
|
βροχ-ούλα
|
05
|
δρόμος
|
-άκος
|
δρομ-άκος
|
06
|
κοπέλα
|
-ούδα
|
κοπελ-ούδα
|
07
|
άγγελος
|
-ούδι
|
αγγελ-ούδι
|
08
|
λαγός
|
-ουδάκι
|
λαγ-ουδάκι
|
09
|
αδερφός
|
-ούλης
|
αδερφ-ούλης
|
10
|
σάκος
|
-ούλι
|
σακ-ούλι
|
11
|
μήλο
|
-αράκι
|
μηλ-αράκι
|
12
|
λαός
|
-τζίκος
|
λαου-τζίκος
|
13
|
μπαμπάς
|
-άκας
|
μπαμπ-άκας
|
14
|
γιος
|
-όκας
|
γι-όκας
|
15
|
βιβλίο
|
-άριο
|
βιβλι-άριο
|
16
|
σάκος
|
-ίδιο
|
σακ-ίδιο
|
17
|
αστέρι
|
-ίσκος
|
αστερ-ίσκος
|
2.
Μεγεθυντικά:
|
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
01
|
πόρτα
|
-άρα
|
πορτ-άρα
|
02
|
κλέφτης
|
-αράς
|
κλεφτ-αράς
|
03
|
ποντικός
|
-αρος
|
ποντίκ-αρος
|
04
|
βαρέλι
|
-α
|
βαρέλ-α
|
05
|
μύτη
|
-ος
|
μύτ-ος
|
06
|
χέρι
|
-άκλα
|
χερ-άκλα
|
07
|
άντρας
|
-ακλας
|
άντρ-ακλας
|
08
|
μάτι
|
-ούκλα
|
ματ-ούκλα
|
09
|
σπίτι
|
-αρόνα
|
σπιτ-αρόνα
|
10
|
δόντι
|
-άς
|
δοντ-άς
|
11
|
κεφάλι
|
-ας
|
κεφάλ-ας
|
3.
Περιεκτικά, αυτά που δηλώνουν το χώρο που περιέχει ένα πλήθος από αντικείμενα
τα οποία δηλώνονται στην ριζική λέξη:
|
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
01
|
καλάμι
|
-ιά
|
καλαμ-ιά
|
02
|
ελιά
|
-ώνας
|
ελαι-ώνας
|
4. Εθνικά
ή πατριδωνυμικά, αυτά που δηλώνουν τον άνθρωπο που κατάγεται από κάποιον τόπο:
πχ
|
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
01
|
Μεσολόγγι
|
-ίτης
|
Μεσολογγ-ίτης
|
02
|
Μοριάς
|
-αΐτης
|
Μωρ-αΐτης
|
03
|
Μάνη
|
-ιάτης
|
Μαν-ιάτης
|
04
|
Σούλι
|
-ώτης
|
Σουλι-ώτης
|
05
|
Ασία
|
-άτης
|
Ασι-άτης
|
06
|
Μεγαρίτης
|
-ισσα
|
Μεγαρίτ-ισσα
|
07
|
Σύρος
Αμερική |
-άνος
-ανός |
Συρι-ανός
Αμερικ-άνος, Αμερικ-ανός |
08
|
Αλγέρι
|
-ινός
|
Αλγερ-ινός
|
09
|
Θεσσαλονίκη
|
-ιός
|
Θεσσαλονικ-ιός
|
10
|
Μυτιλήνη
|
-αίος
|
Μυτιλην-αίος
|
11
|
Βιέννη
|
-έζος
|
Βιενν-έζος
|
12
|
Αγγλία
|
-ίδα
|
Αγγλ-ίδα
|
13
|
Σουηδία
|
-δή
|
Σουη-δή
|
5.
Τοπικά, αυτά που δηλώνουν τόπο:
|
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
01
|
καμπάνα
|
-αριό
|
καμπαν-αριό
|
02
|
σίδερο
|
-άδικο
|
σιδερ-άδικο
|
03
|
παλιατζής
|
-ίδικο
|
παλιατζ-ίδικο
|
04
|
ταμίας
|
-είο
|
ταμ-είο
|
6.
Επαγγελματικά, αυτά που δηλώνουν επάγγελμα:
|
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
01
|
λάδι
|
-άς
|
λαδ-άς
|
02
|
φούρνος
κάρβουνο αποθήκη |
-αρη
-ιάρης -άριος |
φούρν-αρης
καρβουν-ιάρης αποθηκ-άριος |
03
|
καφές
|
-τζής
|
καφε-τζής
|
7.
Ανδρωνυμικά, αυτά που χρησιμοποιούνται για γυναίκες και προέρχονται από το
βαφτιστικό ή οικογενειακό όνομα του άνδρα:
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
Γιώργος
|
-αινα
|
Γιώργ-αινα
|
8. Άλλες
καταλήξεις ουσιαστικών που προέρχονται από ουσιαστικά είναι:
|
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
01
|
λεμόνι
|
-ιά
|
λεμον-ιά
|
02
|
άνθρωπος
|
-ιστής
|
ανθρωπ-ιστής
|
03
|
άνθρωπος
|
-ισμός
|
ανθρωπ-ισμός
|
04
|
αδελφός
|
-άτο
|
αδελφ-άτο
|
05
|
έγκλημα
|
-ίας
|
εγκληματ-ίας
|
06
|
αλάτι
|
-ιέρα
|
αλατ-ιέρα
|
07
|
ασήμι
|
-ικό
|
ασημ-ικό
|
08
|
πρόεδρος
|
-λίκι
|
προεδρι-λίκι
|
09
|
συγγενής
|
-λόι
|
συγγενο-λόι
|
10
|
κλέφτης
|
-ουριά
|
κλεφτ-ουριά
|
Οι πιο
συνηθισμένες καταλήξεις είναι:
|
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
01
|
έξυπνος
|
-άδα
|
εξυπν-άδα
|
02
|
κίτρινος
|
-ίλα
|
κιτριν-ίλα
|
03
|
δίκαιος
|
-σύνη
|
δικαιο-σύνη
|
04
|
τρυφερός
|
-τητα
|
τρυφερό-τητα
|
05
|
ψυχρός
|
-α
|
ψύχρ-α
|
06
|
άσπρος
|
-άδι
|
ασπρ-άδι
|
07
|
βουβός
|
-(αμ)άρα
|
βουβ-αμάρα
|
08
|
άγριος
|
-ίμι
|
αγρ-ίμι
|
Τα
ουσιαστικά που παράγονται από ρήματα χωρίζονται, ανάλογα με τη σημασία τους
στις εξής κατηγορίες:
1. αυτά
που δηλώνουν το πρόσωπο που ενεργεί:
|
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
01
|
τραγουδώ
θερίζω |
-ιστής
|
τραγουδ-ιστής
θερ-ιστής |
02
|
εκπαιδεύω
λυτρώνω ψέλνω (έ-ψαλ-α) |
-τής
-της |
εκπαιδευ-τής
λυτρω-τής ψάλ-της |
03
|
κλέβω
κράζω< χτίζω |
-φτης
-χτης -στης |
κλέ-φτης
κρά-χτης χτί-στης |
04
|
διδάσκω
συμβουλεύω |
-άτορας
-τορας |
διδάκ-τορας
συμβουλ-άτορας |
05
|
γράφω
|
-ιάς
-έας |
γραφ-ιάς
γραφ-έας |
2. αυτά
που δηλώνουν ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας:
|
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
01
|
διώχνω
|
-μός
|
διωγ-μός
|
02
|
κλαδεύω
|
-μα
|
κλάδε-μα
|
03
|
βεβαιώνω
θλίβω λήγω |
-ση
(-ξη, -ψη) |
βεβαίω-ση
λή-ξη θλί-ψη |
04
|
δένω (έ-δεσ-α)
τρέχω (έ-τρεξ-α) γράφω (έ-γραψ-α) |
-σιμο
(-ξιμο, -ψιμο) |
δέ-σιμο
τρέ-ξιμο γρά-ψιμο |
05
|
στολίζω
|
-ίδι
|
στολ-ίδι
|
06
|
ροχαλίζω
|
-ητό
|
ροχαλ-ητό
|
07
|
σκοτίζω
|
-ούρα
|
σκοτ-ούρα
|
08
|
ανασαίνω
|
-α
|
ανάσ-α
|
09
|
κολυμπώ
γελώ κοστίζω |
-ι
-ιο -ος |
κολύμπ-ι
γέλ-ιο κόστ-ος |
10
|
κρεμώ
|
-άλα
|
κρεμ-άλα
|
11
|
αγγέλλω
|
-ία
|
αγγελλ-ία
|
12
|
καλλιεργώ
γοητεύω δουλεύω |
- εια
-εία ειά |
καλλιέργ-εια
γοητ-εία δουλ-εία/ δουλ-ειά |
3. αυτά
που δηλώνουν το όργανο ή το μέσο μιας ενέργειας και τον τόπο της ενέργειας:
|
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
01
|
ανεμίζω
κλαδεύω εργάζομαι |
-τήρας
-τήρι -τήριο |
ανεμισ-τήρας
κλαδευ-τήρι εργασ-τήριο |
02
|
απλώνω (άπλωσ-α)
κινώ |
-τρα
-τρο |
απλώσ-τρα
κίνη-τρο |
03
|
γράφω
|
-είο
|
γραφ-είο
|
γ) παράγωγα ρήματα
Τα παράγωγα ρήματα παράγονται από: α) ονόματα, β) ρήματα, δ)
επιρρήματα
Τα ρήματα
που παράγονται από ονόματα έχουν τις παρακάτω καταλήξεις:
|
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
01
|
δόξα
|
-άζω
|
δοξ-άζω
|
02
|
αγκαλιά
|
-ιάζω
|
αγκαλ-ιάζω
|
03
|
αλώνι
|
-ίζω
|
αλων-ίζω
|
04
|
γείτονας
|
-εύω
|
γειτον-εύω
|
05
|
θεμέλιο
|
-ώνω
|
θεμελι-ώνω
|
06
|
κοντός
|
-αίνω
|
κοντ-αίνω
|
07
|
πάρκινγκ
|
-άρω
-έρνω |
παρκ-άρω
παρκ-έρνω |
08
|
πέτρα
|
-βολώ
|
πετρο-βολώ
|
09
|
γλέντι
|
-κοπώ
|
γλεντο-κοπώ
|
10
|
φόρος
|
-λογώ
|
φορο-λογώ
|
11
|
λύσσα
|
-μανώ
|
λυσσο-μανώ
|
Τα ρήματα
που παράγονται από ρήματα έχουν τις παρακάτω καταλήξεις:
|
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
01
|
κλαίω
|
-ίζω
|
κλαψουρ-ίζω
|
02
|
ψάχνω
|
-εύω
|
ψαχουλ-εύω
|
Τα ρήματα
που παράγονται από επιρρήματα έχουν τις παρακάτω καταλήξεις:
|
ριζική λέξη
|
παραγωγική κατάληξη
|
παράγωγη λέξη
|
01
|
αντίκρυ
|
-ίζω
|
αντικρ-ίζω
|
02
|
συχνά
|
-ζω
|
συχνά-ζω
|
03
|
κοντά
|
-εύω
|
κοντ-εύω
|
04
|
σιμά
|
-ώνω
|
σιμ-ώνω
|
Οι
σύνθετες λέξεις της νέας ελληνικής σχηματίζονται με δύο τρόπους:
α)
Προσθέτοντας στην αρχή της λέξης ένα μορφολογικό στοιχείο, που ονομάζεται αχώριστο
μόριο ή πρόθημα. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται προθηματοποίηση.
β) Με την
ένωση δύο ή περισσότερων λέξεων.
α) σύνθεση με αχώριστα μόρια (προθήματα)
Αχώριστα μόρια ή προθήματα είναι λέξεις
μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες που είτε σχηματίστηκαν τα νεότερα χρόνια (λαϊκά μόρια)
είτε προέρχονται από προθέσεις ή από άκλιτες λέξεις της αρχαίας ελληνικής (λόγια μόρια).
Τα λαϊκά μόρια δε χρησιμοποιούνται μόνα τους στο λόγο.
Σύνθεση
με αχώριστα λαϊκά μόρια
|
μόριο
|
σημασία
|
σύνθετη λέξη
|
01
|
α-
ανα- αν- |
στέρηση ή άρνηση
|
ά-κακος, α-ξέχαστος
ανα-βροχιά, ανα-δουλειά αν-άξιος, αν-εύθυνος |
02
|
ξε-
|
έξω
πολύ εντελώς στέρηση |
ξε-μυτίζω, ξε-πορτίζω
ξε-κουφαίνω, ξέ-μακρα ξε-γυμνώνω, ξε-κολλώ, ξε-τίναγμα ξε-βάφω, ξε-διψώ, ξ-ύπνιος |
Σύνθεση
με αχώριστα λόγια μόρια
|
μόριο
|
σημασία
|
σύνθετη λέξη
|
01
|
αει-
|
πάντοτε, συνεχώ
|
αει-κίνητος, αει-μνηστος, αει-φορία
|
02
|
αμφι-
|
από τα δύο μέρη, γύρω
διχασμός |
αμφί-βιο, αμφι-θέατρο, αμφί-κυρτος
αμφι-βάλλω, αμφί-ρροπος |
03
|
ανα-
|
1. επάνω
2. πάλι 3. πίσω 4. ως υποκοριστικό |
1. ανα-σηκώνω, ανα-βάτης<
2. ανα-γέννηση, ανα-θεώρηση 3. ανα-ρωτιέμαι, ανα-στροφή 4. ανά-λαφρος |
04
|
αντι- ανθ
|
1. αξίωμα
2. αντίθεση 3. αντί κάποιου άλλου |
1. αντι-πτέραρχος, αντι-στράτηγος, ανθ-υπολοχαγός
2. αντι-καπνιστής, αντι-αλλεργικός 3. αντι-κλείδι, αντί-δωρο
|
05
|
απο-
|
1. απομάκρυνση
2. αφαίρεση 3. χρόνος 4. στέρηση 5. αντίθετη ενέργεια 6. υπερβολή |
1. από-κοσμος, απο-χωρώ
2. απο-δυναμώνω, απο-βάλλω 3. από-γευμα, από-βραδο 4. απ-άνθρωπος, απο-παίδι 5. απο-συνδέω, απο-μυθοποιώ 6. απο-ξεραίνω, απο-γυμνώνω |
06
|
αρτι-
|
πριν από λίγο
|
αρτι-γέννητος
|
07
|
αρχι-
|
πρώτος, ανώτερος
|
αρχι-εργάτης, αρχι-ερέας, αρχι-μηνιά
|
08
|
δια-
|
1. ανάμεσα
2. παντού 3. διάλυση 4. μοιρασιά 5. ασυμφωνία 6. ανταγωνισμό 7. χρονική διάρκεια διάφορα |
1. δια-βαίνω, δια-γώνιος, διά-μετρος
2. δια-δίδω, δια-κηρύσσω 3. δια-λύω, δια-σπώ 4. δια-μοιράζω, δια-νέμω 5. δια-φέρω, δια-φωνώ 6. δια-γωνίζομαι, δια-πληκτίζομαι 7. δια-νυκτερεύω, δι-ημεύω δια-δέχομαι, δι-ενεργώ |
09
|
διχο-
|
σε δύο
|
διχο-τόμος, διχό-νοια, διχο-γνωμία
|
10
|
δυσ-
|
δύσκολος,
κακός |
δυσ-άρεστος, δυσ-πεψία
δυσ-τροπος, δυσ-φημώ |
11
|
εισ-
|
κίνηση προς τα μέσα
|
είσ-οδος, εισ-πράττω, εισ-άγω
|
12
|
εκ- / εξ-
|
1. έξω
2. αλλαγή 3. πολύ |
1. εκ-θέτω, εκ-φράζω, εξ-έχω
2. εκ-χερσώνω, εξ-ελληνισμός 3. έκ-θαμβος, έκ-πληκτος |
13
|
εν- / εμ
|
1. μέσα
2. ανάμεσα 3. επιτατικά διάφορα |
1. εν-έχομαι, εν-ήλικος, εμ-πιστεύομαι, εμ-πνέω<
2. εν-σωματώνω, εν-τάσσω 3. έν-αστρος, έν-θερμος, εμ-παθής εν-ισχύω, εν-οχλώ, εν-διαφέρομαι |
14
|
ενδο-
|
μέσα
|
ενδο-βλέφιος, ενδο-χώρα, ενδό-μυχος
|
15
|
επι- / επ-
/ εφ- |
1. επάνω
2. ανώτερος 3. εξωτερικό τμήμα 4. αυτό που ακολουθεί 5. επιτατικά 6. συμπληρωματικά 7. σκοπό διάφορα |
1. επι-βλέπω, επι-γράφω, έφ-ιππος, εφ-αρμόζω
2. επι-σμηνίας, επι-διαιτητής 3. επι-δερμίδα, επι-κάρδιο 4. επί-γονος, επί-λογος 5. επι-βεβαιώνω, επ-αυξάνω 6. επι-χορήγηση, επι-μαρτυρία 7. επί-δοξος, επι-κερδής, επι-ζήμιος επι-ζητώ, επι-ταχύνω, εφ-ευρέτης |
16
|
ευ-
|
1. καλός, καλά
2. εύκολος, εύκολα |
1. ευ-αγγέλιο, ευ-άερος, ευ-καιρία
2. ευ-ερέθιστος, εύ-φορος |
17
|
ημι-
|
1. μισό
2. σε μικρότερο βαθμό |
1. ημί-χρονο, ημί-ωρο, ημι-σφαίριο, ημι-κρανία
2. ημι-επίσημος, ημί-φως, ημί-θεος |
18
|
κατα-
|
1. κάτω
2. εναντίωση 3. υπερβολή 4. μέσο μιας περιόδου 5. κατάταξη, ξεχώρισμα |
1. κατά-βαση, κατα-βυθίζω
2. κατα-δίωξη, κατα-γγέλλω 3. κατα-γοητεύω, κατα-γδύνω κατα-σπαταλώ 4. κατα-καλόκαιρο, κατα-χείμωνο 5. κατα-γράφω, κατα-μετρώ, κατα-νέμω |
19
|
μετα-
|
1. αλλαγή θέσης
2. επανάληψη 3. αλλαγή κατάστασης 4. δήλωση συμμετοχής 5. χρονική συνέχεια 6. τοπική θέση διάδοχη κατάσταση |
1. μετα-φορά, μετα-φύτευση, μετά-θεση
2. μετα-πωλώ 3. μετα-σχηματίζω, μετα-πλάθω, μετά-λλαξη 4. μετα-δίδω, μετα-λαμβάνω 5. μετα-μεσήμερο, μετα-μεσονύκτιο 6. μετό-πισθεν, μετα-τάρσιο μετα-σεισμός |
20
|
ομο-
|
μαζί, που έχει το ίδιο
|
ομό-θρησκος, ομό-κεντρος, ομο-ούσιος
|
21
|
οψι-
|
αργά
|
οψι-μάθεια, οψί-πλουτος
|
22
|
παρα-
|
1. ενώπιον
2. εναντίον 3. κοντά 4. υποκατάσταση 5. σχετική ομοιότητα 6. παράλληλη λειτουργία 7. χρονική συνέχεια 8. απόκλιση από κανονικό 9. σκόπιμη αλλοίωση διάφορα |
1. παρε-λαύνω
2. παρα-βαίνω, παρε-μποδίζω 3. παρα-θαλάσσιος, παρα-μεθόριος 4. παρα-μάνα, παρα-γιός, παρα-παίδι 5. παρα-πλήσιος, παρό-μοιος 6. παρα-κράτος, παρα-οικονομία 7. παρα-μένω, παρα-τείνω 8. παρά-νοια, παρα-φροσύνη, παρα-μνησία 9. παρα-ποιώ, παρα-χαράσσω, παρε-ρμηνεύω παρα-γνωρίζω, παρα-κολουθώ |
23
|
περι-
|
1. γύρω
2. πολύ 3. εξωτερικό τμήμα 4. κοντά 5. κυκλική κίνηση 6. κίνηση χωρίς στόχο 7. κρατώ μέσα |
1. περι-γιάλι, περι-ορίζω, περι-μαζεύω
2. περι-ζήτητος, περί-φημος 3. περι-κάρδιο, περι-σπέρμιο 4. περί-γειο, περι-ήλιο 5. περι-στρέφω, περι-φέρω 6. περι-φέρομαι, περι-πλανιέμαι 7. περι-έχω, περι-λαμβάνω |
24
|
προσ-
|
1. κίνηση προς ένα τέρμα
2. εγγύτητα 3. ομοιότητα 4. συμφωνία, σχέση 5. εναντίον 6. χρονική εγγύτητα 7. επαύξηση διάφορα |
1. προσ-έρχομαι, προσ-ελκύω
2. προσ-κολλώ, πρόσ-κειμαι 3. προσ-ομοιάζω 4. προσ-αρμόζω 5. προσ-βάλλω, προσ-κρούω 6. πρόσ-καιρος, προσ-ωρινός 7. προσ-αυξάνω, προσ-μαρτυρώ προσ-δοκώ, προσ-εύχομαι, προσ-μένω |
25
|
συν-
(συγ-, συλ-, συμ-, συρ-, συσ-, συ-, συνε-) |
μαζί
|
συν-εργάτης, συν-έδριο,
συγ-γενής, συγ-κάτοικος, συλ-λαμβάνω, συλ-λαλητήριο συμ-μαζεύω, συμ-παίκτης συρ-ράπτω, σύρ-ριζα συσ-κέπτομαι, συσ-κοτίζω σύ-θαμπα, σύ-ζυγος συνε-παίρνω, συνε-φέρνω |
26
|
τηλε-
|
μακριά
|
τηλέ-φωνο, τηλε-χειριστήριο, τηλε-όραση
|
27
|
υπερ-
|
1. πέρα από το κανονικό
2. προστασία, υπεράσπιση |
1. υπερ-βολή, υπερ-κόπωση, υπερ-μεγέθης
2. υπερ-ασπίζω, υπέρ-μαχος |
28
|
υπο-
(υπ-, υφ-) |
1. από κάτω
2. κρυφά, λίγο 3. συνοδεία 4. πίσω |
1. υπό-γειο, υπο-διευθυντής, υφ-ήλιος
2. υπο-δηλώνω, υπο-μειδιώ, υπο-σιτίζομαι 3. υπό-κρουση 4. υπο-χωρώ |
29
|
υψι-
|
ψηλά, ψηλός
|
υψί-πεδο, υψί-φωνος
|
β) σύνθεση με ένωση λέξεων
Στη σύνθεση με ένωση λέξεων ενώνονται δύο λέξεις για να
σχηματίσουν μια νέα λέξη.
Η πρώτη λέξη
ονομάζεται α' συνθετικό και η δεύτερη β' συνθετικό.
Οι λέξεις
που ενώνονται μπορεί να είναι ουσιαστικά, επίθετα, αριθμητικά, ρήματα, μετοχές,
επιρρήματα και προθέσεις.
Οι λέξεις
που ενώνονται μπορεί να είναι:
α) της
ίδιας γραμματικής κατηγορίας, π.χ. επίθετο + επίθετο (άσπρο + μαύρο =
ασπρόμαυρο), ρήμα + ρήμα (μπαίνω + βγαίνω = μπαινοβγαίνω)
β)
διαφορετικής γραμματικής κατηγορίας, π.χ. επίθετο + ουσιαστικό (άγριο + κατσίκι
= αγριοκάτσικο) ή επίρρημα + ρήμα (σιγά + κλαίω = σιγοκλαίω).
Η μορφή των σύνθετων λέξεων
Κατά το σχηματισμό μιας σύνθετης λέξης από τα δύο συνθετικά
παρατηρούνται μερικές φορές κάποιες αλλαγές και αφορούν: α) το λεγόμενο συνθετικό
φωνήεν, β) την αποκοπή του α' συνθετικού γ) τις αλλαγές
στο τελικό φωνήεν του α' συνθετικού
Το
συνθετικό φωνήεν
Κατά τη
σύνθεση δύο λέξεων, όταν η πρώτη είναι κλιτή ή επίρρημα, ανάμεσα στις δύο
λέξεις μπαίνει συνήθως το φωνήεν ο, που
ονομάζεται συνθετικό φωνήεν, π.χ.
τσίχλα +
φούσκα = τσιχλόφουσκα,
σιγά +
τραγουδώ = σιγοτραγουδώ,
μικρή +
μεγάλη = μικρομέγαλη,
γλυκός +
αίμα = γλυκοαίματος
μικρός +
ιδιοκτήτης = μικροϊδιοκτήτης
πρώτος +
ύπνος = πρωτοΰπνι
έμπορος +
υπάλληλος = εμποροϋπάλληλος
Παρατήρηση:
το συνθετικό φωνήεν χάνεται:
Όταν το
αρχικό φωνήεν του β' συνθετικού είναια ή ο το
συνθετικό φωνήεν χάνεται, π.χ.
άγριος +
άνθρωπος = αγριοάνθρωπος > αγριάνθρωπος
κάρβουνο
+ αποθήκη = καρβουνοαποθήκη > καρβουναποθήκη
γλυκός +
ανάλατος = γλυκοανάλατος > γλυκανάλατος
Εξαίρεση: Εννοείται ότι το συνθετικό φωνήεν ο δε
χάνεται πάντα· υπάρχουν και αρκετές περιπτώσεις όπου διατηρείται, π.χ.
βόρειος + ανατολικός = βορειοανατολικός
μεγάλος +
αστός = μεγαλοαστός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
vasilios888@yahoo.gr