Είναι αναμφίβολα σαφής ο συμβολισμός του μήλου το οποίο έφαγαν οι πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα στον κήπο της Εδέμ. Όλο το σκηνικό ως θεατρική αποτύπωση αποκαλύπτει νοήματα τα οποία αναντίρρητα προκύπτουν. Ο Θεός έφτιαξε ένα πνευματικό δημιούργημα. Ας προσέξουμε ότι το πνευματικό αυτό δημιούργημα είχε ένα κύριο χαρακτηριστικό: ο Θεός ήλεγχε τα πάντα, άρα ήταν η πλήρης πνευματική απολυταρχία από το θεό προς τους ανθρώπους. Σε καθαρά κοινωνική και πολιτική βάση αυτό δεν μας εκπλήσσει: Την εποχή όπου εγράφη η γένεσις μεσουρανούσε η έννοια του μονάρχη: ήταν φυσικό ο θεός να παρουσιάζεται ο απόλυτος πνευματικός άρχοντας επί του ουρανού.
Το μεγάλο θέμα είναι το εξής: γιατί απομονώθηκε το δένδρο του καλού και του κακού; Ή μάλλον καλλίτερα; Ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό; Εάν προσέξουμε το καλό ορίζεται ως κάτι το αρνητικό ενώ το κακό ως κάτι το θετικό: Καλό είναι η μη βρώσις του καρπού του δένδρου του απαγορευμένου καρπού: κακό είναι η βρώσις: άρα καλό είναι η μη υπακοή στη συνέχεια του πνευματικού κόσμου: διότι μήλο είναι η ανθρωπίνη συνέχεια του παραδείσου επί της γής: εάν σκεφθούμε ότι η ανακάλυψις του Ωρα(Ωραία Ελένη) ξεκίνησε και αυτή από την ιστορία του αεθλίου μήλου (μήλου της έριδος) τότε θα καταλάβουμε ότι ο θεός απηγόρευσε την συνέχεια της ανθρωπίνης πορείας επί της γής: Απαγορεύοντας ο θεός την βρώσιν του μήλου , ουσιαστικά απηγόρευσε την απεξάρτηση του ανθρώπου από την πνευματικότητα του παραδείσου και την έναρξη της γήϊνης βιωματικής ζωής. Εάν σκεφθούμε ότι η βιωματική ζωή απεξαρτεί το Είναι από το δέον διότι ο άνθρωπος βιωματικά δημιουργεί τη δική του πορεία προς την Ιθάκη του, τότε καταλαβαίνουμε ότι ο θεός επι ουδενί λόγω δεν ήθελε αυτήν την ελευθέρα βιωματική πορεία του ανθρώπου: για αυτό και εξεδίωξε τους πρωτοπλάστους από τον παράδεισο: όλη αυτή η κατάσταση του παραδείσου είναι ο θάνατος ο οποίος μας περιμένει ο οποίος κάποιους από εμάς μας αναβάζει στον παράδεισο πρίν ξαναελθουμε στη γή.
Επί της ουσίας λοιπόν: ο θεός απαγορεύει το μήλο ως απόκτηση της βιωματικής ταυτότητος του Ανθρώπου η οποία θα του δώσει την ευκαιρία να δημιουργήσει τη δική του Ιθάκη μέσα από το ταξίδι της δικής του γνώσης και ηθικής: ο άνθρωπος κατάλαβε ότι για να το καταφέρει αυτό θα πρέπει να ενδυθεί τους τρόπους της φύσης για αυτό και ένοιωσε γυμνός όταν έφαγε το μήλο. Ο Θεός θεωρεί ως κακό την δημιουργία Οδυσσεϊκής βιωματικής ταυτότητος πορείας στην γήϊνη Πατρίδα διότι με αυτόν τον τρόπο θα έχανε τον έλεγχο του ανθρώπου: Ονομάζεται μάλιστα ως αμαρτία η διακοπή των σχέσεων θεού και ανθρώπου λόγω της τεχνικής έλλογης ικανότητας του ανθρώπου να συνεχίσει το οντολογικό του ταξίδι ενάντια στην εμμένεια του πνευματικού παραδείσου.
Εν ολίγοις: ο θεός δεν επιθυμεί της συμπαντικής συνεχείας. Επιθυμεί την υποστατική εμμένεια του Αδάμ και της Εύας στον κόσμο όπου διά του πνεύματός του εδημιούργησε. Την ίδια τάση βλέπουμε και στο Δία τον μη επιθυμούντα να διαμοιράσει την Σοφία του Φωτός εις τους ανθρώπους. Άρα θεωρείται αμαρτία στη γένεση η συνέχεια του Αδάμ και της Εύας στην Ιθάκη της επί της γής: τώρα μπορούμε να καταλάβουμε ότι για τους οντολόγους Έλληνες ο παράδεισος ήταν η Τροία με την έννοια της επιλογής εαυτού, του Ωραίου Εαυτού, της νόησης (Οδυσσέας) και της ενσυναίσθησης (Αχιλλέας). Ο Θεός της γένεσης απαγορεύει το νόστο, πιστεύει στον εγκλεισμό του ανθρώπου στον παράδεισο. Γιατί όμως;
Διαβλέπουμε μία άρνηση στην εσωτερικότητα της διασποράς της ήδη υπαρχούσης οντολογικής δυνάμεως: δεν θα πρέπει όμως να ιδούμε το θεό ως θεό και τον άνθρωπο ως άνθρωπο: αυτό το λογικό λάθος μας έχει οδηγήσει στον λατρευτικό υποβιβασμό της θρησκείας. Ουσιαστικά ομιλούμε για την συμπαντική αρνητική διαλεκτική: εάν ο θεός ήταν θετικός στην βρώση της συμπαντικής συνεχείας και επικουρούσε σε αυτό τους ανθρώπους τότε όλη η ανθρώπινη ιστορία θα ήταν η ασφαλής ιστορία ενός θεού ο οποίος έχει προκαθορίσει τα πάντα. Αντιθέτως η άρνηση του θεού προκαλεί την αρνητική έξοδο του ανθρώπου από τον παράδεισο και την είσοδό του στον ανθρώπινο χώρο και τρόπο, με τον τρόπο και τις δυνάμεις του ανθρώπου (οι οποίες όπως χαρακτηρίζονται στη γένεση αναλύονται σε πόνο κόπο σωματική διάλυση προς την επαναφορά του σώματος σε πνευματικά επίπεδα (διότι διά του πόνου ο άνθρωπος εξαϋλώνεται).
Άρα η μετέπειτα καθαρά ανθρωπίνη πορεία του Αδάμ και της Εύας ήταν απαράδεκτος στα μάτια του θεού: τη θεωρούσε κατάρρευση του παραδείσου δηλαδή της τελείας πνευματικής δημιουργίας του: διότι πρυτάνευσε το κακό, το κακό ως η ατομική ανθρωπίνη πορεία του ανθρώπου με δικές του δυνάμεις προς τη γή, τη δημιουργία του γηΐνου ελλόγου κόσμου και την επαναφορά του στον παράδεισο.
Το μεγάλο ερώτημα (το οποίο η χριστιανική θεολογία έχει απαντήσει αρνητικώς) είναι εάν ο άνθρωπος θα μπορούσε από μόνος του να επιστρέψει στον παράδεισό του: η Ελληνική Οδύσσεια απήντησε : ο άνθρωπος συνεπικουρούμενος από την Αθηνά Σοφία μπορεί να επιστρέψει στην Ιθάκη του από την οποία εξεβλήθη. Η χριστιανική θεολογία όμως εδημιούργησε την ιστορία του θεανθρώπου Ιησού, ο οποίος διά της ζωής του δίδει τον τρόπο επιστροφής του Αδάμ και της Εύας στον παράδεισο.
Η αντίφαση της γενέσεως είναι προφανής: ο καρπός της γνώσης του καλού και του κακού εβρώθη: ο Αδάμ και η Εύα θυμήθηκαν τον οντολογικό δρόμο της ατομικής οντολογικής πορείας προς την δική τους Ιθάκη: κάτι το οποίο στα μάτια του θεού ήταν απαράδεκτο: η πορεία αυτή (την οποία έκανε μετέπειτα ο Ιησούς) εθεωρήθη ως η αιτία εξόδου και εξορίας από τον Παράδεισο: γιατί όμως επετράπη στον Ιησού να ακολουθήσει την ίδια πορεία του γηίνου λόγου χωρίς αυτό να θεωρηθεί αμαρτία; Κυρίως: γιατί από την αρχή δεν επετράπη στους Αδάμ και Εύα να ακολουθήσουν την ίδια πορεία με τον Ιησού χωρίς αυτό να τους στοιχίσει την έξοδο από τον παράδεισο;
Οι απαντήσεις φαντάζουν δύσκολες: απλοποιούνται εάν και εφόσον συνδέσουμε όλα αυτά όχι με την οντολογική ως τέτοια πορεία (πέραν από το ζεύγος αληθείας και ψεύδους) αλλά εάν και εφόσον τα συνδέσουμε με νοητικές κατασκευές εξουσιαστικής υφής και χαρακτήρος: κυρίως με την εξουσιαστική προσπάθεια κατασκευής της εξωτερικότητας και της εσωτερικότητας, της φαινομενικότητας και της καθεαυτότητας των προσώπων και πραγμάτων: έπρεπε οπωσδήποτε να επιτευχθεί ο οντολογικός διαμελισμός του ανθρώπου προκειμένου αυτή η διχοτόμηση να δημιουργήσει δύο εαυτούς: τον καλό και τον κακό, τον ανώτερο και τον κατώτερο. Διότι τίποτε δεν είναι ως τέτοιο καλό ή κακό: απλά έπρεπε όλα να φανούν όπως ήθελε ο εξουσιαστής θεός προκειμένου ο άνθρωπος του καλού παραδεισίου χθές να εκπέσει σε κακό άνθρωπο του σήμερα, αυτός ο διχασμένος άνθρωπος να μην μπορεί να εκτελέσει την ευθύγραμμη πορεία προς το χάος ως συνέχεια ευθύγραμμη, αλλά κυκλικώς συνεχώς να γυρίζει από τον παράδεισο στην αμαρτία και από εκεί στην ελπίδα της βασιλείας των ουρανών.
Γιατί αφ΄ής στιγμής η πορεία του Αδάμ και της Εύας μετά την βρώση του μήλου ήταν κάτι κακό τότε τον ίδιο αυτό δρόμο εβάδισε ο Ιησούς; Άρα δεν ήταν καθεαυτός κακός,ήταν απλά κατασκευαστικά από το μυαλό του θεού κακός: άρα καταλαβαίνουμε την επομένη μεγάλη αντίφαση της γενέσεως: τίποτε δεν είναι αυθύπαρκτο ως τέτοιο,όλα είναι απλά στο μυαλό ενός εξουσιαστού θεού και ανθρώπου: η καθεαυτότητα του ολου, καταργείται: όλα είναι ελλόγως σχετικά όπως τα παρουσιάζει ο εκάστοτε θεός ή άνθρωπος εξουσιαστής. Ο Αδάμ και η Εύα εσθίουν το μήλο του καλού και του κακού, δηλαδή επιλέγουν την Οδυσσεϊκή έλλογον πορεία προς την χαοτική τους συνέχεια, αυτό όμως θεωρείται από το θεό ως κακό και εκπίπτουν του παραδείσου: ο Ιησούς ακολουθεί ακριβώς τον ίδιο δρόμο, ενδύεται τη φυσικότητα ως ύλη (όπως ο Αδάμ και η Εύα) δημιουργεί έλλογο ανθρωπίνη πράξη σκέψη και ιστορία (όπως ο Αδάμ και η Εύα) αλλά όλο αυτό θεωρείται καλόν, όσιον, αντικείμενο λατρείας.
Άρα καταργείται η ευθύγραμμος καθεαυτοτητα του συνεχούς σύμπαντος και κατασκευάζεται ένα πρόσκαιρο οίκημα μέσα στο οποίο η σχετικότητα και εξουσιαστικότητα του θεού (να παρουσιάζει τα πράγματα όπως αυτός θέλει και όχι όπως είναι) κυριαρχεί: πλέον όλα έρχονται διπλά: φαινομενικώς και νοουμένως, όπως φαίνονται και όπως είναι, όπως θέλει ο εξουσιαστής και όχι όπως είναι: η διάσταση του Όντος από το Είναι είναι γεγονός και δυστυχώς αυτή η διχοτόμηση από τον Πλάτωνα και μετά πέρασε στις θρησκείες και με αυτό τον τρόπο εξουσιάσθηκε ο άνθρωπος διότι ελησμόνησε το Όν και το Είναι: πλέον ενώ ο άνθρωπος είναι Όν δυστυχώς βιώνει και σκέπτεται όχι το Είναι του Όντος αλλά το Είναι (ως περιεχόμενο του Όντος) το οποίο του επιβάλλεται από τους θείους ή ανθρωπίνους εμπνευστές του λόγου: ενώ ο λόγος είναι μέγεθος ανύπαρκτο οντολογικά, μία επιλεκτική αυθαίρετος αφαίρεση (ο οποίος από τον Πλάτωνα και μετά αντικατέστησε την καθεαυτό οντολογική αλήθεια) αυτός αντικατέστησε την οντολογική ενόραση η οποία αποτελούσε τον ασφαλή οδηγό του ανθρώπου.
Συνέβη όμως με την ιστορία του μήλου και άλλη μία καταστροφική οντολογική συνέπεια: Ο άνθρωπος αντικαταστάθηκε ως οντολογική αυθύπαρκτος δύναμις η οποία συνεχώς κινείται στο χαοτικό Όν από την μορφή ως σύνολο της ύλης και της εσωτάτης οντολογικής δυνάμεως: Αυτή η καταστροφική αποκοπή του ανθρώπου από τον οντολογικά αυθύπαρκτο εαυτό του συνέβη από τον Αριστοτέλη στα μεταφυσικά: στηρίζεται στην ιστορία του μήλου του Αδάμ και της Εύας και από κανέναν δεν έχει επισημανθεί: Όταν ο Αδάμ και η Εύα έφαγαν το μήλο (δηλαδή εθέλησαν επί της γής να συνεχίσουν την οντολογική τους πορεία ενδυόμενοι τη φύση ως ύλη) εκδιώχθηκαν τότε του Παραδείσου: άρα η φύσις ως ύλη ενώ είναι οντολογική συνέχεια και καμμία ξεχωριστή μορφή δεν χαρίζει στον άνθρωπο (ο οποίος είναι μία δύναμις ασχέτως μορφής και ύλης εξωτάτης μορφής) ο εκβληθείς Αδάμ και η εκβληθείσα Εύα θεωρούνται δύο ξεχωριστά υποκείμενα (η ιστορία του μήλου προλογίζει τα μεταφυσικά του Αριστοτέλους ως αποθέωση της ύλης του σώματος άρα ως ορισμού του ανθρώπου ως διακριτής ουσίας μορφής και είδους) και πλέον χάνεται η έννοια του ανθρώπου ως μία οντολογική δύναμις: χάνεται η ανθρωπίνη ποιότητα: ξεκινά η ανθρωπίνη ποσότητα , ο κάθε άνθρωπος θεωρείται άλλη ταυτότητα και επάνω σε αυτή τη λήθη στηρίχθηκε η καταστροφική για την οντολογικότητα του ενός αδιαχωρίστου ανθρώπου σωκρατική ηθική. Η διάκριση της ύλης από το οντικό συνέχισμά της είναι η πλέον καταστροφική συνέπεια της ιστορίας του μήλου η οποία μάλιστα απετέλεσε και τη βάση της πλατωνικής και αριστοτελικής φιλοσοφίας, του κόσμου μας εν ολίγοις. Ενώ η ύλη είναι τρόπος του όντος (όπως και το πνεύμα) τεχνηέντως διακρίθηκε, ο άνθρωπος έγινε ένα αυθαίρετο σύνολο πνεύματος και ύλης το οποίο δεν υπάρχει ως οντολογική συνέχεια: διότι και ύλη και πνεύμα είναι συνέχειες του όντος: ισοδύναμες και απλοί τρόποι εκτύλικης της μίας οντολογικής συνεχείας. Όταν ο άνθρωπος έφυγε από την οντική του κατάσταση (παράδεισος) έπρεπε να πράξει το αδύνατο: ως υλική μορφή να αυτοκινηθεί: αλλά όχι σε σχέση με το ον αλλά με το θεό: εδώ ευρίσκεται η μεγίστη πλάνη: ο θεός αντικατέστησε το όν άρα όλα πλέον είναι στο μυαλό του θεού εξουσιαστού ή στο μυαλό ενός ανθρώπου (πολιτικού , επιστήμονος, κ.λ.π)που θα πάρει τη θέση του θεού: ο άνθρωπος ως πεσμένος Αδάμ χάνει την εσωτάτη αυτογνώση της οντικής συνεχείας (την οποία όλοι έχουμε) και εξαρτάται από τη γνώση θεών και ανθρώπων: για αυτό γεννάται η φιλοσοφία και η θεολογία (περιττές εάν ο άνθρωπος θυμηθεί την αυθύπαρκτο γνώση του): πλέον όλοι χωρίζονται σε πεπαιδευμένους και μη, πλουσίους και φτωχούς κ.λ.π. Διότι ο άνθρωπος διαλύθηκε σε δύο εαυτούς ( ο ένας σε σχέση με το όν και ο άλλος σε σχέση με το θεό: ο πρώτος θεωρήθηκε ως αμαρτωλός και ο δεύτερος ως ευλογία επιστροφής στη βασιλεία των ουρανών). Εννοείται ότι θα κερδίσουμε τον ένα εαυτό μας εάν διαλύσουμε τις επιβληθείσες ιστορίες και ανοιχθούμε στην πορεία του ατομικού οντολογικού δρόμου μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
vasilios888@yahoo.gr