https://www.epicuros.gr/keimena/k_filodemus.htm (αντιγράψτε και πατήσθε σε αυτόν τον σύνδεσμο).
Από : epicuros.gr
https://www.epicuros.gr/keimena/k_filodemus.htm (αντιγράψτε και πατήσθε σε αυτόν τον σύνδεσμο).
Από : epicuros.gr
Μελετώντας την πορεία του
Ελληνικού Πολιτειακού πολιτισμού παρατηρούμε ότι απουσιάζει η έννοια του Άλλου,
με τον τρόπο που αυτή ορίσθηκε στο χριστιανισμό, στον υπαρξισμό, στους νεωτέρους
μεταδιαφωτιστικούς χρόνους. Εάν προσέξουμε στον Όμηρο οι Αχαιοί αποτελούν ένα
ενιαίο όλον, δεν υφίσταται διαχωρισμός Εγώ και Άλλου: υπό την έννοια ότι όλοι
οι Αχαιοί, όλοι οι Μυρμιδόνες, πιστεύουν στους ίδιους θεούς, έχουν τα ίδια
ηρωϊκά ιδανικά, επίσης σκέπτονται και πράττουν κινούμενοι από τις ίδιες κοινές
αρχές και εξίες, του Ωραίου, του Ανδρείου, της Υστεροφημίας. Ίσως για αυτό το
λόγο οι Έλληνες προσέφεραν τον Ξένιο Δία ώστε ο Άλλος να αποκτήσει υπόσταση: ως
διαφορετικός ο οποίος όμως θα έπρεπε να υπηρετεί και αυτός ιδέες και αξίες,
θεούς και ιδεώδη.
Παρατηρούμε ότι στην Ιλιάδα απουσιάζει
το αντίπαλον δέος στα ηρωϊκά ιδεώδη, ακόμα και ο Θερσίτης είναι μία απλή
εξαίρεση η οποία επιτονίζει τον κανόνα: Υπό την έννοια ότι δεν έχει την
υπόσταση του Άλλου, του διαφορετικού, αλλά την υπόσταση απλά διαμαρτυρομένου
και φοβισμένου και απογοητευμένου ανθρώπου ο οποίος δεν μπορεί να ακολουθήσει
τον Ηρωϊκό δρόμο του Αχιλλέως και του Αίαντος. Όλοι οι Αχαιοί αποτελούν ένα
ενιαίο όλον ενώπιον του Σύμπαντος, των Θεών, των Ηρωϊκών ιδεωδών: Είναι το Εν
εις Πολλά, η Πολλότης λόγω της Ποιότητος ιδεών και ηρωϊκών αξιών διασφαλίζει
την Ενότητα: Απουσιάζει ο Άλλος ώς το διαφορετικό.
Θα μπορούσαμε (προσπαθώντας να
εξηγήσουμε την ενιαυτότητα των Ομηρικών Ηρώων και την απουσία του Άλλου) να
υποστηρίξουμε ότι οι Ομηρικοί Ήρωες
διαθέτουν μία θαυμαστή αυτοΰπαρξη η οποία επικοινωνώντας με το Σύμπαν και τους Θεούς
προσφέρει μία ολοκλήρωση στην Ύπαρξή τους: επειδή είναι Τέλειοι ώς πράξη και βίωμα δεν χρειάζεται
κανείς να διαφοροποιηθεί: δεν υπάρχει το Άλλον εκτός του Τελείου: άρα οι Ήρωες
ώς Τέλειοι εκφραστές του Ηρωϊκού ιδεώδους είναι Εν χωρίς τη διάκριση Εγώ και ο Άλλος:
διότι τους ενώνει ο κοινός Συμπαντικός δρόμος προς τον Όλυμπον των Θεών.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή
την Ηρωϊκή Πολιτειολογία του Ομήρου την δανείσθηκε εξ όλοκλήρου ο Πλάτων ο
οποίος και αυτός αρνείται (εν μέρει και κατά κάποιον τρόπο) την έννοια του
Άλλου: υπό την έννοια ότι ο Πλάτων ασχολείται με την Πολιτεία Όλων των Αγαθων
Πολιτών όπου δεν θα υπάρχει Εγώ και ο Άλλος
αλλά Όλοι θα Είναι μέλη ενός Αγαθού Ωραίου και Καλού Πολιτικού Όλου: απουσιάζει
η έννοια του Άλλου και ως διαφορετικής οντότητος αλλά και ώς Άλλης επιλογής
ζωής, διότι ουδείς εκών κακός, Όποιος
γνωρίσει το Καλό αποτελεί την Πολιτεία η οποία είναι σύνολο Πεπαιδευμένων
Πολιτών.
Τι σηματοδοτεί για την ανθρωπίνη
ταυτότητα λοιπόν αυτή η απουσία της εννοίας του Άλλου; Σηματοδοτεί ότι στην
Ελληνική Κοσμοθέαση, επειδή ακόμα ο Άνθρωπος προσανατολίζεται και προσδιορίζεται
με βάση το ήδη Υπάρχον Οντολογικό κοινό Αγαθό, συμμετέχει της κοινής
Συμπαντικής Φύσεως: δεν γίγνεται Εγώ και ο Άλλος μέσα στην κοινή Οντολογική
Συμπαντική πορεία να είμαστε διαφορετικοί διότι Όλοι είμαστε μέρος της μιάς
κοινής Συμπαντικής δυνάμεως: Όταν ο Αναξίμανδρος ομιλούσε για την κοινή
Ανώλεθρο δύναμιν εννοούσε ότι Όλοι Είμαστε Μέρη αυτής στην κοινή Οντολογική
πορεία: άρα στην Οντολογική Ελληνική κοσμοθέαση, πρίν αυτή χαθεί στις ατραπούς
του μονοθεϊσμού απουσιάζει η έννοια του Άλλου ώς διαφορετικού διότι Όλοι
είμαστε μέρη της Οντολογικής πορείας του Αγαθού: Υπό αυτήν την Έννοια η
Ελληνική κοσμοθέαση αντιμετωπίζει τον Άνθρωπο ώς Ήδη Όντα στην Οντολογική
πορεία, ώς Ήδη Ολοκληρωμένο άρα δεν συζητεί για ατελείς ανθρώπους οι οποίοι ώς
ατελές Εγώ έχουσιν Ανάγκη τον Άλλον ώς συμπλήρωση.
Για αυτό εξάλλου από την Ελληνική κοσμοθέαση απουσιάζει η Έννοια της Αγάπης αλλά ενυπάρχει η Έννοια του Έρωτος (με τη σημασία που της προσδίδει ο Πλάτων στο Συμπόσιο): Όταν ο Έλλογος Άνθρωπος συμμετέχει στην Οντολογική πορεία και Όλοι είναι Μέρη αυτής δεν χρειάζεται η Αγάπη αλλά ο Έρωτας ώς συνεκτική δύναμις ολοκλήρωσης της Οντολογικής πορείας: διότι η Αγάπη ενώνει διεσπασμένα και ερριμμένα Εγώ τα οποία με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να προσδιορισθούν έναντι του Θεού: Όταν όμως δεν υπάρχουν Εγώ ώς Άλλος και Άλλος, αλλά όλοι είναι Έν σύνολο Όντων ενώπιον του Αγαθού η Αγάπη δε νοείται, αλλά ο Έρως ώς ένωσις όλων αυτών εν τη Οντολογική ήδη υπάρχουσα δύναμιν: η Αγάπη δεν έχει την Οντολογική ένωση αλλά μόνον την υπαρξιακή ένωση: δύο άνθρωποι αγαπιούνται σημαίνει ότι ενώνουν τους εαυτούς τους οι οποίοι είναι διεσπασμένοι και με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να νοιώσουν ώς Ένα σε σχέση με μία κοινή Ιδέα (Θεόν): είναι δύο αλλοτροιωμένοι Άλλοι οι οποίοι ξέφυγαν από την κοινή οντολογική πορεία, έχουν χάσει την οντολογική κοινότητά τους και προσπαθούν με τη συναισθηματική αγάπη και με βάση τη μορφική ηθική του αλληλοσεβασμού να αγαπηθούν να πορευθούν ώς Ένα σε σχέση με το θεό ή την κοινή Ιδέα στην οποία υποτάσσονται.
Ας προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο σε πρώτη εκτίμηση διαφοροποιεί τον πολιτισμό της βίβλου από τον Οντολογικό Ελληνικό πολιτισμό: σε ποιο σημείο; Κυρίως στο σημείο εκείνο στο οποίο για πρώτη φορά στην ανθρωπίνη Ιστορία ο άνθρωπος ελέγχεται από τη στιγμή της γένεσής του και έπειτα. Το προπατορικό αμάρτημα σηματοδοτεί ότι ο άνθρωπος είναι νοήμων φύσις: όταν γεννάται ο άνθρωπος είναι συνέχεια νοητική της προαιώνιας αλυσίδας των εννοιακών Ανθρώπων: ο άνθρωπος όταν γεννάται δεν είναι απλή δύναμις αλλά νοητική και αξιακή μορφή και ουσία φέρουσα ιδέες και αξίες προαιώνιες μέσα από την προΰπαρξη όλων των προηγουμένων ανθρώπων: επίσης το προπατορικό αμάρτημα σηματοδοτεί ότι ο Άνθρωπος δημιουργεί το έδαφος, τη γνώση και τις αξίες των επομένων ανθρώπων: εν ολίγοις: ο άνθρωπος όταν γεννάται δεν είναι άγραφος χάρτης (tabula rasa): αντίθετα: φέρει τη γνώση της συνεχείας του και θα πρέπει να επιλέξει τις κατάλληλες θείες έννοιες και θείες αξίες ώστε να καταλήξει στον παράδεισο και όχι στην κόλαση (σύμφωνα με τους μονοθεϊστές).
Άρα το προπατορικό αμάρτημα διαλύει την Ηρακλείτεια οντολογική άποψη περί του ανθρώπου: Ενοχοποιεί τον Άνθρωπο, τον οποίο παύει από την κατάσταση της οντολογικής αθωότητας, δεν τον θεωρεί το προπατορικό αμάρτημα τον άνθρωπο ως απλή δύναμιν οντολογικής συνεχείας, αλλά τον θεωρεί ως ήδη γνωρίζοντα το καλό και το κακό (ως συνέχεια της εννοίας του ανθρώπου) άρα τον αναβιβάζει στη θέση ότι θα πρέπει να προσέξει να πράττει το καλό αφού το γνωρίσει έτι περαιτέρω και να απορρίπτει το κακό αφού το γνωρίσει έτι περαιτέρω. Σε αντίθεση με τον Ηράκλειτο (και γενικά το σύνολο των Οντολόγων προσωκρατικών φιλοσόφων) ο οποίος δέχεται ότι ο άνθρωπος ως tabula rasa από την γένεσή του ως άγραφος χάρτης, συνεχίζει την οντολογική πορεία του αειζώου και ασβέστου πυρός χωρίς να χρειάζεται να συναισθανθεί την ανύπαρκτη οντολογική διάκριση καλού και κακού.
Θα πρέπει λοιπόν να προσαρμόσουμε το προπατορικό αμάρτημα στο θέμα της γνώσης του καλού και του κακού, το οποίο ίδιο θέμα περιέργως ενέχει κυριώτατο ρόλο στη Σωκρατική-Πλατωνική γνωσιολογία (φιλοσοφία). Όλη η φιλολογία περί του καλού και του κακού, το οποίο τοποθετείται στο βάθρο της γνώσης και όχι απλά της ύπαρξής των, περιέργως μετά τη γένεση ανιχνεύεται και στο σύνολο των πλατωνικών γραπτών: Στην ίδια συχνότητα με τη γένεση: ο θεός δημιουργός του καλού, ο κόσμος ο καλός ενώ πράττει τα του θεού, ο άνθρωπος είναι καλός ενόσω ενθυμείται το θεό και τα αγαθά έργα του αλλοιώς είναι κακός. Μέσα από όλα αυτά το προπατορικό αμάρτημα μεταφέρεται από τη γένεση στα πλατωνικά γραπτά και στην πλατωνική ηθική πολιτειολογία και πολιτική.
Το προπατορικό αμάρτημα δεν έχει να κάνει με το στάδιο της Οντολογίας, διότι κανείς δεν αμφισβητεί το θεό και τα έργα του. Ας σταθούμε σε αυτό το σημείο ξεκινώντας από τη γένεση και επεκτεινόμενοι προς τον Πλάτωνα. Ο Αδάμ και η Εύα αποκτούν μέσω του Θεού το πρώτο επίπεδο γνώσης: δεν πρέπει να φάγουν από το δένδρο του καλού και του κακού: άρα δημιουργείται νοητικό υπόβαθρο γνώσης η οποία οδηγεί σε ανάλογη ηθική συμπεριφορά: ώστε λοιπόν ο άνθρωπος νοείται ως συνέχεια νοός, γνώσης, ήθους και πράξης.
Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιο είναι το καλό και ποιο είναι το κακό (περιέργως και η γένεση και ο Τίμαιος ακολουθούν το ίδιο μήκος κύματος στην έννοια του καλού και του κακού): Αφ΄ής στιγμής ο Θεός (ως Νούς ταξιθέτης Οντολογικών δυνάμεων, όχι όλων, κάποιων) δημιουργεί το μόρφωμα του Κόσμου καλό είναι η εισαγωγή του Ανθρώπου σε αυτόν να γίνει με τους όρους και τρόπους του Δημιουργού: αυτό είναι το Καλό.
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς,
καὶ ταῖςπρεσβείαις ταῖςσαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Το εν λόγω απολυτίκιον είναι γραμμένο σε
άπταιστη Ελληνική γλώσσα. Οι επιλεγείσες λέξεις προέρχονται μέσα από τα
βέλτιστα ετήτυμα της Ελληνικής γλώσσης, είναι
λέξεις οι οποίες καταδεικνύουν εξαιρετικά τα νοήματα που επιθυμεί το
συγκεκριμένο κείμενο να υποστηρίξει.
«Εν τη γεννήσει»: Κατά τη στιγμή της γεννήσεώς
σου Παναγία: ο εμπρόθετος προσδιορισμός του χρόνου εμπεριέχει και τον τρόπο του
ρήματος γίγνομαι: η Παναγία εγέννησε τον Ιησού, έφερε σε χώρο και χρόνο τον
Υιόν του Θεού, η δοτική αναδεικνύει όλη την προσφορά της ανθρωπίνης μήτρας στην
υπόθεση της ενανθρώπησης του Θεού.
«Την παρθενίαν εφύλαξας»: Το ρ.φυλάττω έχει δώσει
εκπληκτικές λέξεις: Η ετυμολογία του είναι εκ του φύω: γεννώ, η φυλή
προέρχεται: το σύνολο ομόρων ανθρώπων: φυλάττω είναι οι άνθρωποι οι οποίοι ως όμοροι
και όμοιοι στην καταγωγή εφύλαττον τη ζωή των: άρα η Παναγία εφύλαξε την
πολύτιμη σωματική παρθενίαν της (κατά τον τρόπο που ανέδειξαν οι Ποιητές για
την Αθηνά και την Αρτέμιδα).
«εν τη κοιμήσει»: εκπληκτική παρατακτική
σύνδεση με τον όμοιο προσδιορισμό: εν τη γεννήσει: απίστευτη η ποιητικότητα του
κειμένου: με τον εμπρόθετο αυτόν προσδιορισμό σε δοτική πτώση παραδίδεται ότι
μέσω της κοιμήσεώς της η Θεοτόκος προσέδωσε στους ανθρώπους τη συνέχεια της ζωής διότι με τον Ιησού και την Ανάστασίν του
ηνώθη (κατά τους χριστιανούς) ο ουρανός και η γή. Οι χριστιανοί συζητούν για
κοίμηση: εκ του κείμαι: η Θεοτόκος εκοιμήθη δηλαδή μεταφέρθηκε εκουσίως σαν να το εθέλησε πνευματικώς στον
κόσμο του ουρανού , όπως κοιμόμαστε και εκουσίως υπάρχουμε σε έναν άλλο κόσμο:
το εκοιμήθη δηλώνει ότι δεν υπάρχει απώλεια της προσωπικότητας αλλά εκούσια
πνευματική μεταφορά σε έναν πνευματικό αιθέριο επόμενο κόσμο. Ήδη η Ομηρική
νέκυια έχει υποσημάνει ότι οι φεύγοντες από εδώ μεταφέρονται ως κοιμηθείσες
σκιές σε έναν επόμενο κόσμο (Άδης).
«Ου κατέλιπες Θεοτόκε»: το ρ.κατέλιπες είναι
β΄αόριστος του καταλείπω: σύνθετο ρήμα: κατά τον δικό μου τρόπο λείπω, φεύγω:
αυτό σημαίνει ως σύνθετο ρήμα: όμως η Παναγία δεν έφυγε από τον κόσμο: ο
β΄αόριστος σημαίνει την απαξ αποφασιστική κίνηση στο παρελθόν η οποία
διαπλάττει το μέλλον: για μία φορά η Παναγία δεν εγκατέλειψε τον κόσμο ποτέ δεν
πρόκειται να τον εγκαταλείψει. Υπενθυμίζουμε ότι τον αποφασιστικό β΄αόριστο χρησιμοποίησε
ο Λεωνίδας: μολών λαβέ. Αποφασιστικά η Παναγία η οποία ως η Ωραία Ελένη
μετεφέρθη στην Τροία του Ουρανού, σαν να έπεσε στον ύπνο εκουσίως διά του οποίου μεταφέρθηκε στο όνειρο της Βασιλείας
του Ουρανού από όπου νοιάζεται του κόσμου και δεν τον εγκαταλείπει.
«Μετέστης προς τη ζωή»:
Ο Δίας, ως ο θεός και η ανωτάτη συμπαντική οδός η οποία διαίρεσε την μία οντολογική δύναμη σε νικηθείσα τιτάνια χαοτική δύναμη και σε δύναμη πλάσης αυτού του κόσμου, κανόνισε τον τρόπο διανομής της ωραιότητας της οργής και της σκέψης: Επέλεξε τον φορέα της οργής Αχιλλέα, αλλά και τον εκπρόσωπο της πρόσκαιρης τάξης αυτού του κόσμου, τον Αγαμέμνονα, προκειμένου να δείξει ότι όλοι οι Βασιλείς είναι πρόσκαιροι ησυχαστές της παγκοσμίου τάξεως που επιβάλλεται από το Δία: η Τάξις του Διός επειδή προχωρεί το Όν ως τέτοιο, επειδή διαμοιράζει χαοτικές δυνάμεις δεν ησυχάζει, συνεχώς κινείται, για αυτό οι Βασιλείς επειδή θεωρούν εαυτούς ακινήτους και ισχυρούς είναι δούλοι της πιο τραγικής ευμεταβλητότητας: ο βασιλέας υπάρχει μόνον όταν ο Δίας τελειώνει κομμάτι της διαμοιραστικής δουλειάς του: όταν τη συνεχίζει οι Βασιλείς καταργούνται, όλα διαλύονται, οι χαοτικές δυνάμεις εργάζονται ακατάπαυστα: όταν εμφανισθεί η νέα τάξη πραγμάτων τότε εμφανίζεται και πάλι ένας νέος Βασιλεύς: ο Αχιλλέας είναι ο μεταφορές της πιο τραγικής οντολογικής δυνάμεως: η Γιγάντια Οργή, σαν και αυτή που μετέφερε ο Πολύφημος κατά του Οδυσσέως, έπρεπε να διοχετευθεί στο Ανθρώπινο Γένος: έπρεπε τώρα επειδή η Ωραιότητα είναι άγρια: είναι ισοπεδωτική και διαμορφώνει την οντολογική πορεία του ανθρώπου: εάν προσέξουμε η Ελένη είχε δύο στοιχεία και χαρακτηρίσθηκε ως Ωραία: Κατ΄αρχάς είχε μέσα της τέτοια οργή ώστε ταξίδευσε από τη συζυγική παστάδα του Μενελάου στη συζυγική λεκτρότητα του Πάριτος-Αλεξάνδρου: Οργή ήταν αυτό μαζί με τη νόηση ότι με αυτόν τον τρόπο η Ωραία Ελένη έδειξε ότι πρέπει να ταξιδεύει προς νέες πατρίδες ο άνθρωπος που οργίζεται , που μέσα από την ορφή ξυπνά σκέψη ταξιδευτικής συνεχείας προς νέες Πατρίδες.
Ποιος άραγε θεός θα ελάμβανε την ευθύνη ανάδειξης της ωραιότητος ως οργής; Μα φυσική ο θεός της Γνώσης, ο Απόλλωνας. Ο Θεός της Φωτεινής Γνώσης του Ηλίου: ο λοιμός ο οποίος θα πέσει στους Αχαιούς χτυπά όλο το ζωϊκό βασίλειο το οποίο τρέφεται από το φώς του Ηλίου: άρα πλέον τίθενται νόμοι λειτουργίας του Βασιλείου που βλέπει και τρέφει ο Ήλιος: ο Θεός της Γνώσης λοιπόν μεταφέρει όλες τις δυνάμεις του Ηλίου στον Άνθρωπο και στο Βασίλειό του: για αυτό ξεσπά λοιμός: η μεταφορά από το αχανές χάος στο δομημένο βασίλειο του δικαίου Ανθρώπου στηρίζεται στη μεταφορά των ηλιακών δυνάμεων και της Ηλιακής δικαιοσύνης: ο Ήλιος δεν κλέπτει, ο Ήλιος δεν αδικεί, παρόμοια και οι Άνθρωποι δεν πρέπει να αδικούν: και αυτό το θυμίζει στον Αγαμέμνονα ο Ιερέας του Φωτεινού θεού, ο Χρύσης, ο Απολλώνειος Χρύσης.
Ο Όμηρος επίτηδες ονομάζει τον Χρύση Αρητήρα, ένδοξο και κάλλιστο: ο δίκαιος Ήλιος διά μέσου εκλεκτών ανθρώπων προχωρεί και διαχέει τις ενέργειές του: ο Χρύσης αποδεικνύει (όπως οι Κριτές και οι Προφήτες στο ισραήλ) ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι μπορούν να μεταφέρουν τη δικαιοσύνη του Ηλίου: όλα ξεκινούν από τον Άνθρωπο και συνεχίζουν διά αυτού: επειδή υπάρχει ο Χρύσης υπάρχει η δικαιοσύνη του Απόλλωνος διά του Ηλίου: οι πρώτοι άνθρωποι έλαβον τη συμπαντική φωτεινότητα και την μετέφεραν στα πλήθη των ανθρώπων και στην ανθρώπινη κοινωνία: άρα το θέμα είναι διά του ιερέως η Απολλώνειος Ηλιακή δικαιοσύνη να μεταφερθεί στο σύνολο των ανθρώπων.
Θα πρέπει οπωσδήποτε να σημειώσουμε ότι το Ελληνικό είδωλο ως γνώση, αίσθηση, ήθος και αξία, δεν έχει καμμία μα καμμία σχέση με την εξαλλοίωση που εδέχθη από τις θρησκείες του προσωπικού θεού. Το Ελληνικό είδωλο (όπως άρχισε να αποτυπώνεται στην μυθοπλασία περί του Ναρκίσσου) αποτυπώνει την Διαδοχική Οντολογική πορεία του Ανθρώπου και τα στάδια αυτής: το είδωλο αποτυπώνει τον τρόπο εξωτερίκευσης των θεών διά της Φύσεως προς τον Άνθρωπον, πρίν όλα αυτά τα μεγέθη χαθούν στην αδυσώπητη οντολογική συνέχεια των συνεχώς νέων μεγεθών.
Ας ξεκινήσουμε από την ετυμολογία της λέξεως η οποία έχει τη σημαντικότητά της. Η λέξις είδωλο παράγεται από το αισθητικό ρήμα: οράω-ώ το οποίο σημαίνει βλέπω. Όμως εάν προσέξουμε το βλέπω του ρήματος ορώ δεν σημαίνει απλά βλέπω ότι υποπίπτει στους σωματικούς οφθαλμούς μου: το γράμμα –ρ το οποίο υπάρχει στο ρήμα ορώ σημαίνει ότι αντιλαμβάνομαι ό,τι ρέει συμπαντικώς: άρα διά του ρήματος ορώ οι Πρόγονοί μας αποτύπωσαν την ικανότητα του ανθρώπου να ενοράται, να γνωρίζει, να αντιλαμβάνεται ό,τι ρέει συμπαντικώς σε όλα τα επίπεδα από τους Θεούς έως τη Φύση και τους Ανθρώπους. Μέσα από το β΄αόριστο του ρ. ορώ (είδον) προέρχεται η λέξις είδωλον. Γιατί όμως οι Πρόγονοί μας προτίμησαν τη ρίζα αορίστου ώστε να δημιουργήσουν μία τόσο σημαντική λέξη; Διότι το είδωλο σχετίζεται με όσα έχουμε ήδη ίδη τα οποία θα πρέπει να κατευθύνουν γνωσιακά και αξιακά τον άνθρωπο στην οντολογική του συνέχεια. Άρα το είδωλο είναι το μέγεθος το οποίο αποκαλύπτει όσα μπορεί να ίδη ο άνθρωπος μέσα στη συμπαντική του πορεία: Άρα οι Προγονοί μας ζούσαν σε έναν ευρύτερο συμπαντικό κόσμο μέσα στον οποίο μπορούσαν να αποκτήσουν γνώσεις αξίες και πορείες βουλητικής συνεχείας.
Η απαρχή της κουλτούρας των ειδώλων έρχεται μέσα από την μυθοπλασία του Ναρκίσσου. Ενάντια σε όλα όσα έχουν μέχρι σήμερα ειπωθεί (ο ναρκισσισμός θεωρείται βέβαια νόσος διότι στην κοινωνία του προσωπικού θεού και του συγκεκριμένου βιώματος ο άνθρωπος απέκτησε συγκεκριμένο πολιτικό εγώ και ξέχασε το πολύπλευρο συμπαντικό του Εγώ (όπως αυτό του Ναρκίσσου) εμείς υποστηρίζουμε ότι ο Νάρκισσος αποτελεί τη συμπαντική υγεία όπως κατά τρόπο μυθολογικό αποτυπώνεται.
Θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να συνθέσουμε τα Ελληνικά δεδομένα μέσα από τη μυθολογία και την προσωκρατική φιλοσοφία ώστε να καταλάβουμε πραγματικά την ασύλληπτη οντολογικότητα του Ναρκίσσου: κατ΄αρχάς έχουμε τη θεωρία του Θαλή του Μιλησίου: το ύδωρ, νερό, είναι η απαρχή του Όλου: όχι το ύδωρ ως τέτοιο αλλά η συμπαντική δύναμις που φέρει: μέσα σε αυτή την δύναμιν αυτοεθαυμάσθη ο Νάρκισσος: μέσα σε αυτή την υδάτινη συμπαντική δύναμιν ο Άνθρωπος ανεκάλυψε την οντολογική χροιά του: Άρα ο Νάρκισσος δεν είδε απλά τον εαυτό του, αλλά εγνώρισε την ασύλληπτη οντολογική ταυτότητά του: δηλαδή ότι είναι το ιδιο πρόσωπο πρό ύδατος, κατά τη ρεύση του ύδατος και μετά από αυτό. Η ενσυναίσθηση ότι το απεικονιζόμενο πρόσωπο στο ύδωρ είναι το ίδιο με αυτό που γνωρίζω ότι έχω είναι η απαρχή του Εγώ, αλλά του συμπαντικού Εγώ: είναι η απαρχή γνώσης του ενιαίου συμπαντικού εαυτού όπως φεύγει από τις εκβολές της πρώτης ιδέας, συνεχίζει στη φύση και προσφέρει τον πολιτικό εαυτό. Ο Νάρκισσος λοιπόν αποτυπώνει τον ανθρώπινο θαυμασμό για το συμπαντικό μεγαλείο του ανθρώπου ως ενιαίου συμπαντικού μεγέθους εκ της ιδέας, της φύσεως, της πόλης. Τα ζώα δεν έχουν Εγώ διότι (και για αυτό το λόγο) δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι το καθρεπτιζόμενο πρόσωπο είναι το ένα και αυτό πρόσωπο με αυτό το οποίο στην πραγματικότητα κατέχουν.
Ας ερωτήσουμε και αυτό: τι πραγματικά δυναμική διαθέτει το ύδωρ; Γιατί ο Νάρκισσος σε αυτό βλέπει και ενοράται τον συμπαντικό ενιαίο εαυτό του και όχι απλά τον ένυλο εαυτό του όπως οι δυστυχείς ερμηνευτές του μύθου έχουν ερμηνεύσει τελείως λανθασμένα;
Το ύδωρ συνεχίζει την οντολογική ροή μέσα στο Είναι του Όντος: είναι συνέχεια της ακατάπαυστης οντολογικης ροής η οποία δημιουργεί κόσμους και εαυτούς. Το ύδωρ είναι η δύναμις ροής της οντολογικής δυνάμεως κατανομής κόσμων και μορφών. Ξεκινά από το όρος των θεών (εκεί όπου πρωτοεμφανίζονται οι μορφές που θα αποτελέσουν το βασίλειο των ανθρώπων) προικίζονται στη φύση (φύω=γεννιέμαι) και αποκτούν τις ιδιότητές τους και συνεχίζουν στο βασίλειο των ανθρώπων ως Άνθρωποι: τι σημαίνει λοιπόν ότι ο Νάρκισσος ανεγνώρισε τον εαυτό του μέσα στο νερό.
Ας κάνουμε μία παρατήρηση η οποία δεν έχει επαρκώς επισημανθεί και είναι πολύ σημαντική: ο Νάρκισσος δεν είχε ξαναδεί τον εαυτό του στο νερό: άρα δεν ήξερε ποια μορφή είχε προετοιμασθεί στο βασίλειο των Θεών, ποια προίκα από τη φύση είχε αυτή η μορφή, ποια μορφή του μετέφερε το ύδωρ το μεταφέρον το οντολογικό σχέδιο: άρα εκείνη τη στιγμή γνώρισε τον εαυτό του, δεν τον ήξερε πρίν: τι σημαίνει ότι του άρεσε; Σημαίνει ότι ευθυγραμμίσθηκε με το σχέδιο των θεών και της φύσης ώστε η μεταφερομένη του μορφή να υιοθετηθεί και από αυτόν και να αποτελέσει τη γνωστή σε αυτόν ανθρωπίνη μορφή. Άρα η ερμηνεία που έχει δοθεί από το Φρόϋντ και λοιπούς είναι αστεία και εντελώς λανθασμένη: είναι υγεία ο Ναρκισσισμός, ο άνθρωπος να αναγνωρίζει διά του υδατίνου εσόπτρου τον συμπαντικά διά του ύδατος μεταφερόμενο εαυτό του. Απλά στην εποχή του μονοθεϊσμού όπου ο προσωπικός θεός κατέστη το κοινό αρχέτυπο μορφών όλων των ανθρώπων θεωρήθηκε εγωϊσμός ο άνθρωπος να θαυμάζει τον εαυτό του διότι με αυτόντον τρόπο αποκηρύττει τον κοινό εαυτό του θεού.
Όσο και αν φαίνεται παράξενο ή παράδοξο το σώμα ως αντίθεση στο πνεύμα ή ως αυτούσια πηγή γένεσης συναισθημάτων-πράξεων και νοήσεων, αποτελεί την κυρία μεταβλητή η οποία καθόρισε την πολιτισμική πορεία του ανθρώπου.Εάν προσέξουμε το σώμα είναι αυτό το οποίο καθορίζει την πορεία του πνεύματος και της ψυχής, διότι είναι η βιολογική ύπαρξις διά της οποίας δραστηριοποιείται ανθρωπίνως το πνεύμα: το πνεύμα στο ανθρώπινο σώμα γίγνεται ανθρώπινο πνεύμα, διότι το πνεύμα σε άλλα πεδία και δομές χαρακτηρίζει άλλες υπάρξεις (ας αναφέρουμε τα φαντασιακά όντα θεών, αγγέλων κ.λ.π).
Μία λοιπόν προσεκτική ματιά στην ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος θα κατεδείκνυε την πολύ σημαντική παρατήρηση ότι το σώμα καθόρισε την πνευματική και ηθική ανάπτυξη και εξέλιξη του ανθρωπίνου γίγνεσθαι: χωρίς το σώμα το πνεύμα είναι αήρ κενός περιεχομένου. Γι΄αυτό και εις την Ελληνικήν Μυθολογίαν έρχεται η γένεσις της μορφής: για πρώτη φορά η συμπαντική δύναμις αποκτά σωματική διάσταση, ο Δίας είναι πνεύμα αέναον και αείζωον, αφύσικον και υπερφυσικόν στις δυνατότητές του, αλλά έχει σώμα: για πρώτη το σώμα εκ του σώζω έρχεται προκειμένου να σώσει συγκεκριμένες κινήσεις του πνεύματος το οποίον χωρίς το σώμα θα ήταν αήρ αιθήρ κίνησις χωρίς ανθρώπινο ενδιαφέρον (αναφερόμαστε στον άνθρωπο ως πνευματικοσωματική οντότητα): άρα ο άνθρωπος υπάρχει όταν έρχεται το σώμα ως σωτηρία και σώζουσα (φιλοξενούσα) δύναμις τον αέρα που κινεί ως πνεύμα και ψυχή τον άνθρωπο. Η στερεοποίησις του αέρος ως σώματος σημαίνει την ύπαρξιν του ανθρώπου και συγχρόνως το σώμα ως οίκημα και δομή φιλοξενούσα το πνεύμα καθίσταται σημείο αναφοράς της ανθρωπίνης εξέλιξης: επειδή ακριβώς οι Έλληνες ένοιωσαν ότι το πνεύμα φιλοξενείται στο σώμα επέδειξαν τέτοια προσήλωση και ιερότητα στο θεσμό της φιλοξενίας.
Άρα στην Ελληνική Μυθολογία και υπό το φώς του Ηλίου (ουσιαστικά η Γιγαντομαχία και η Τιτανομαχία (εάν συνδυάσουμε τα εδάφια του Ησιόδου) δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η εσωτερικοποίησις των χαοτικών συμπαντικών δυνάμεων σε ανθρώπινα σώματα) ο διαμοιραστής Δίας διεμοίρασε τις δυνάμεις του χάους ώστε αυτές να αποκτήσουν συγκεκριμένη μορφή η οποία σταδιακά εξελίχθηκε σε σώμα και πνεύμα: στην αρχή το σώμα ήταν πνεύμα και το πνεύμα σώμα, διότι στην απαρχή της οντογένεσης του σώματος αυτό το οποίο μας ενδιέφερε είναι η έξοδος των χαοτικών δυνάμεων από το άμορφο πόρευμά τους, και η μετατροπή χαοτικών δυνάμεων σε υπό τον Ήλιο συγκεκριμένες μορφικές δυνάμεις οι οποίες σταδιακά θα εγένοντο σώμα και πνεύμα.
Όμως αυτή η στερεοποίησις και εμφάνισις των χαοτικών δυνάμεων σε σωματικές μυθολογικές μορφές (σε στιγμές όπου το σώμα (είναι λάθος η λέξη στη μυθολογία διότι το σώμα και το πνεύμα ταυτίζονται και το σώμα τίποτε δεν σώζει) και το πνεύμα είναι ένα διότι σε αυτό το επίπεδο μας ενδιαφέρει απλά η μορφοποίηση των χαοτικών οντολογικών δυνάμεων (στην αρχή η σωματική μορφή και η χαοτική δύναμις αυτής της μορφοποίησης ταυτίζονταν) έφερε την ανθρωπίνη μορφή η οποία όμως δεν έχει σώμα και πνεύμα αλλά είναι μορφοποίηση των χαοτικών δυνάμεων: εμφάνισις μορφής με την πινελιά του Ηλίου: αργότερα θα γίνει διαμοιρασμός σε πνεύμα και σώμα: για αυτό οι μυθολογικές οντότητες δρούν ως μία χαοτική μορφοποιηθείσα βέβαια δύναμις: ο Ηρακλής μέσα από τους 12 άθλους αποδεικνύει του λόγου το αληθές ότι δηλαδή το σώμα δεν διαιρείται σε σώμα και πνεύμα, Είναι, είναι ένας τρόπος εμφάνισης της χαοτικής οντολογικής δυνάμεως η οποία αυτοδιανέμεται: για αυτό ο Ήρωας μπορεί διά του σώματος ως καθεαυτής οντότητος να κάνει όλα όσα έκανε: διά του σώματος περνά τις κορυφαίες ιδέες και αξίες, της αφοβίας, της καύσης των πειρασμών κ.λ.π. Αν προσέξουμε στον Ηρακλή δεν υπάρχει η διάστασις πνεύματος και σώματος υπό την έννοια ότι ο Ήρωας εμφιλοχωρείται από μία ενιαία δύναμιν δράσης και ολοκλήρωσης των πράξεών του. Στιγμή δεν διστάζει ενώπιον του λέοντος, στιγμή δεν διστάζει ενώπιον της Λερναίας Ύδρας. Παρατηρούμε ότι το Όν εμφανίζει δυνάμεις του ως στερρά μορφή η οποία δεν είναι ούτε σώμα ούτε πνεύμα: ο Ηρακλής δεν είναι ούτε σώμα ούτε πνεύμα (αυτό είναι και η προσφορά της Μυθολογίας η οποία διεστράφη υπό του Λόγου) αλλά μία στερρά μορφή εμφανιζομένων οντολογικών δυνάμεων οι οποίες αυτοδρούν και περνούν ιδέες και αξίες: έπειτα συνέβη η έλλογος διαστροφή, η στερρά μορφή να διαχωρισθεί: σε σώμα το οποίο σώζει τις οντολογικές δυνάμεις οι οποίες στερεοποιήθηκαν διά του σώματος.
Αυτό πολύ καλύτερα το διακρίνουμε στην Οδύσσεια: δεν αναφέρεται πουθενά η ηλικία του Οδυσσέως: δεν έχει καμμία σημασία: διότι ο Ήρωας είναι μετασχηματισθείσα οντολογική δύναμις πέρα από υλικό σώμα και αέρινο πνεύμα: είναι στερεοποιηθείσα ως τέτοια οντολογική δύναμις: για αυτό εξάλλου εν στιγμή η Αθηνά έχει τη δυνατότητα να μετατρέπει τον Οδυσσέα σε νεαρό αλλά και σε γεροντώτερο: διότι όλα είναι μετατροπές δυνάμεων πέρα από τις ιδιομορφίες που μετέπειτα χαρακτήρισαν το σώμα (ότι είναι νέο, γερνά, το πνεύμα είναι αιώνιο κ.λ.π).
Άρα το σώμα στη Μυθολογία είναι η οντολογική δύναμις ως τέτοια. Γι αυτό ο Ήρωας Αχιλλεύς επιθυμεί της καλυτέρας κατανομής οντολογικής δυνάμεως ως μορφή, διότι μόνον με αυτόν τον τρόπο θα επιτύχει την υστεροφημία και τα κλέη ανδρών: Πολύ αργότερα ο Σωκράτης ως άσχημος σωματικά θα υποτιμήσει το σώμα (διαλύοντας την Ελληνική αξιολογία της ενιαίας σωματικά και πνευματικά οντολογικής δυνάμεως) διότι πλέον η ενιαία στερρά οντολογική κατάστασις θα διαλυθεί και θα διχοτομηθεί σε σώμα και πνεύμα: το σώμα δήθεν συγκρατεί και σώζει την μεταφερθείσα οντολογική δύναμιν: από αυτή την άποψη το σώμα υποχωρεί στο ανώτερο και αθάνατο και ανώλεθρο πνεύμα που μεταφέρει.
Ένα από τα κριτήρια της υγείας που αποπνέει κάποιος ανθρώπινος πολιτισμός ή κάποια ιστορική ανθρωπίνη περίοδος είναι η έννοια και η σήμανση του κινδύνου. Ο κίνδυνος είναι η συνειδητοποίηση της ανθρωπίνης διπολικότητας: φοβούμεθα διότι είμεθα μισοί εδώ και μισοί κάπου αλλού και τρέμουμε μήπως μετατοπισθούμε εξ΄ολοκλήρου στο άλλο μέρος όπου ανήκουμε, αν και αυτό έρχεται και συμβαίνει αναγκαίως με το θάνατο.
Ο κίνδυνος λοιπόν είναι η πύλη που ενώνει την ενσώματη ζωή με το ασώματο άπειρο συνεχείας που μας περιμένει: δειδόμεθα, φοβούμεθα, διότι γνωρίζουμε ότι είναι εύκολο όλα να μεταβληθούν και από αυτή τη διάσταση να μεταβούμε σε κάποια άλλη: να χάσουμε το σώμα μας, τα αγαθά μας, έμψυχα ή άψυχα. Ο κίνδυνος δεν είναι μόνο το τι: είναι και το σε σχέση με τι : φοβούμεθα τη νύκτα, το σκοτάδι, τη φύση, τον Άλλον, το θεό, το διάβολο κ.λ.π. Εννοείται ότι ο κίνδυνος είναι απόρροια της κοινής ψυχής των όντων, επίσης όσο περισσότερο αυξάνεται το νοησιοκρατικό επίπεδο των όντων (ανθρώπων) τόσο αυξάνονται και πληθύνονται οι κίνδυνοι: ένας άνθρωπος έχει να φοβείται απείρους κινδύνους ενώ τα ζώα έχουν να φοβούνται μετρημένους στα χέρια ολίγους κινδύνους: όσο περισσότερο αυξάνει το πνευματικό επίπεδο των ανθρώπων, η φυλακή που ξεκινά από το θεό διά της φύσεως έως τον άνθρωπο, τόσο περισσότεροι κίνδυνοι εμφωλεύουν: ενώ τα ζώα τα άλογα ζώα τα ζώντα εντός του σύμπαντος ως τέτοιου έχουν να φοβούνται ολιγοτέρους κινδύνους: μία βασική επίσης παρατήρηση είναι το ότι οι κίνδυνοι που χαρακτηρίζουν τα ζώα είναι αναλλοίωτοι στους αιώνες ενώ οι ανθρώπινοι κίνδυνοι και φοβίες αλλάζουν σε σχέση με την πολιτιστική ιστορική και πνευματική αλλά και ηθική εξέλιξη.
Όταν οι άνθρωποι ζούσαν σε σχέση με το σύμπαν ένοιωθαν τον κίνδυνο των πνευμάτων, των αοράτων δυνάμεων: αυτές άρπαζαν τους ανθρώπους, αυτές άρπαζαν τις ψυχές και ταξίδευαν τους ανθρώπους σε χώρες και χώρους μακρινούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτές τις εποχές δεν υπήρχε υγεία και αρρώστεια αλλά ο άνθρωπος ένοιωθε μισός εδώ και μισός στο βασίλειο των άλλων δυνάμεων κάτι το οποίο επικοινωνούσε μέσω του κινδύνου: αυτός ο κίνδυνος ανάγκασε τον άνθρωπο να εμψυχώσει την ύλη γύρω του με αόρατες δυνάμεις, η πρώτη αίσθηση της ψυχής , ώστε να καλύψει το κενό ανάμεσα στο εδώ και στο χαοτικό Επέκεινα: για αυτό οι πέτρες επειδή είναι κάτι το σταθερό και δυνατό, όπως θα ήθελε ο άνθρωπος να είναι, οι πέτρες έγιναν είδωλα λατρείας, σμιλεύθηκαν σε μορφές κ.λ.π
Σήμερα δεν έχουμε τέτοιους κινδύνους για αυτό εξάλλου τις πέτρες τις βλέπουμε μόνον ως πέτρες, και δεν έχουμε καμμία επικοινωνία με δυνάμεις πέρα των ψηφιακών.Όταν οι προσωκρατικοί ωμίλησαν για τις πρώτες υλοζωϊκές και οντολογικές αρχές του σύμπαντος γεννήθηκε ο κίνδυνος της ανθρώπινης μηδαμινότητας, για αυτό εξάλλου φθάσαμε και στη λυρική ποίηση όπου ο Μίμνερμος οδύρεται για το πρόσκαιρο της ανθρώπινης ζωής. Ήδη ο Όμηρος είχε αντιμετωπίσει τους κινδύνους της ανθρωπίνης ταυτότητας και τους έλυσε μέσα από την οργή του Αχιλλέως και τη νόηση του Οδυσσέα. Ο κίνδυνος της προσωπικής ταυτότητας του Οδυσσέως σε σχέση με το σύμπαν έφερε την Ιθάκη, το σκοπό, την κίνηση, την περιπλάνηση, τη νίκη.
Οι κίνδυνοι είναι αυτοί οι οποίοι χαράσσουν την ανθρώπινη εξέλιξη και πολιτιστική πρόοδο. Ο Σοφοκλής στο β΄στάσιμο της Αντιγόνης συζητεί ότι ο κίνδυνος της φύσης και της ανθρωπίνης μηδαμινότητας εγεννησαν τον πολιτισμό ο οποίος έχει επικρατήσει και έχει ελέγξει τη φύση: τα πλοία τιθασσεύουν τη θάλασσα, ο γεωργός καταπραΰνει τη γή, κ.λ.π. Οι κίνδυνοι της ανθρωπίνης ανάγκης, της ζωής, της εξαφάνισης, της σχέσης με το όλον, γέννησαν τη φιλοσοφία, την επιστήμη, τη τεχνολογία: χωρίς τους κινδύνους ο άνθρωπος θα ήταν σαν τα άλογα ζώα, ο κίνδυνος είναι ο αέρας διά του οποίου ίπταται το αεροπλάνο του νοός και της εξέλιξης.
Την οργή των Τιτάνων κληρονόμησε από τη Θεά Θέτιδα ο Αχιλλέας ο υιός του Πηλέως, και το ξέρεις εσύ Μούσα επειδή είσαι Όν εκ του Όντος ανόθευτος δύναμις γνώστης της συνεχούς Οντολογικής δυνάμεως.Σε παρακαλώ, εγώ ως Ποιητής είμαι μεταφορέας, ο Ερμής είναι ο πρώτος ποιητής και εγώ συνέχειά του, διότι ολίγοι κατάλαβαν ότι η ποίηση έχει κυρίκειο και ενώνει το Δία με τους ανθρώπους: Σε παρακαλώ Μούσα δείξε μου πώς η οργή των Τιτάνων, των μεγάλων προπατόρων του Πολιτισμού μας, θα εκτονωθεί στον ανθρώπινο χαρακτήρα και μαζί με τη νόηση θα αποτελέσουν τις μεγάλες παρακαταθήκες του ανθρωπίνου χαρακτήρος.
Η πορεία δεν θα είναι εύκολη, η διαχείριση της τιτάνιας οργής που φέρει ο άνθρωπος είναι δύσκολη υπόθεση. Πολλοί άνθρωποι δεν ξέρουν να τη διαχειρισθούν, περιμένουν από τον Άρχοντα Αχιλλέα να τους δείξει το δρόμο, διότι ως τεράστια ορμή η οργή ως συναίσθημα πέρασε μέσα από τα παλάτια της Γυναίκας Ελένης, ήλθε στα χέρια και στο μυαλό του Πάρη, ταξίδευσε στην Τροία, έδειξε ότι η οργή πρέπει να πέσει στα πεδία του πολέμου, είναι η πρώτη αιτία του θεάτρου, πρέπει δύο να υποδυθούν ότι μαλώνουν, ώστε να βρεθεί διά του πολέμου τρόπος η οργή να πέσει στους ανθρώπους, ως συναίσθημα της καρδιάς, το οποίο μαζί με την σκέψη θα αποτελέσει το Νέο Άνθρωπο: ο οποίος θα έχει ως κίνητρο της οργιστική κίνηση του Όντος και ως τρόπο το πνεύμα του Αέρος που φυσά και κατευθύνει μεταφέροντας δυνάμεις. Ο Αχιλλέας όμως ως πρώτος δραματικός ήρωας έπρεπε να υποδυθεί τον οργισμένο ώστε να ξεκινήσει η εισαγωγή της προγιγαντιαίας οντολογικής οργής στον άνθρωπο. Η οργή μαζί με το νού, ο Αχιλλέας με τον Οδυσσέα, είναι ο Νέος Έλλογος άνθρωπος της Γής: είναι ο Ωραίος Άνθρωπος: διότι η οργή και ο νούς είναι η ωραιότητα με τα δύο χέρια.
Χαμένοι οι άνθρωποι από την απουσία του Αχιλλέα δεν μπορούσαν να αποκτήσουν διά του μυαλού τους την αυτοκίνηση και του άλλου μισού τους, του ψυχικού μέρους του συναισθήηματος: ήταν έρμαια των πτηνών των σκέψεων και των τρόπων πρωτογόνων όντων και δεν μπορούσαν να χαράξουν δικούς τους δρόμους: διότι για να προχωρήσει ο άνθωπος μπροστά θα έπρεπε να σκέπτεται και να οργίζεται, μόνον με αυτό τον τρόπο η οντολογική δύναμη θα μπορούσε να εξελιχθεί. Αλλά όλα ήθελαν οδηγούς, διότι ο Δίας νίκησε τους Τιτάνες, ο Προμηθέας έδωσε το πύρ, ο Αχιλλέας θα έδειχνε τον τρόπο της οργής.
Ο Δίας, ως ο θεός και η ανωτάτη συμπαντική οδός η οποία διαίρεσε την μία οντολογική δύναμη σε νικηθείσα τιτάνια χαοτική δύναμη και σε δύναμη πλάσης αυτού του κόσμου, κανόνισε τον τρόπο διανομής της ωραιότητας της οργής και της σκέψης: Επέλεξε τον φορέα της οργής Αχιλλέα, αλλά και τον εκπρόσωπο της πρόσκαιρης τάξης αυτού του κόσμου, τον Αγαμέμνονα, προκειμένου να δείξει ότι όλοι οι Βασιλείς είναι πρόσκαιροι ησυχαστές της παγκοσμίου τάξεως που επιβάλλεται από το Δία: η Τάξις του Διός επειδή προχωρεί το Όν ως τέτοιο, επειδή διαμοιράζει χαοτικές δυνάμεις δεν ησυχάζει, συνεχώς κινείται, για αυτό οι Βασιλείς επειδή θεωρούν εαυτούς ακινήτους και ισχυρούς είναι δούλοι της πιο τραγικής ευμεταβλητότητας: ο βασιλέας υπάρχει μόνον όταν ο Δίας τελειώνει κομμάτι της διαμοιραστικής δουλειάς του: όταν τη συνεχίζει οι Βασιλείς καταργούνται, όλα διαλύονται, οι χαοτικές δυνάμεις εργάζονται ακατάπαυστα: όταν εμφανισθεί η νέα τάξη πραγμάτων τότε εμφανίζεται και πάλι ένας νέος Βασιλεύς: ο Αχιλλέας είναι ο μεταφορές της πιο τραγικής οντολογικής δυνάμεως: η Γιγάντια Οργή, σαν και αυτή που μετέφερε ο Πολύφημος κατά του Οδυσσέως, έπρεπε να διοχετευθεί στο Ανθρώπινο Γένος: έπρεπε τώρα επειδή η Ωραιότητα είναι άγρια: είναι ισοπεδωτική και διαμορφώνει την οντολογική πορεία του ανθρώπου: εάν προσέξουμε η Ελένη είχε δύο στοιχεία και χαρακτηρίσθηκε ως Ωραία: Κατ΄αρχάς είχε μέσα της τέτοια οργή ώστε ταξίδευσε από τη συζυγική παστάδα του Μενελάου στη συζυγική λεκτρότητα του Πάριτος-Αλεξάνδρου: Οργή ήταν αυτό μαζί με τη νόηση ότι με αυτόν τον τρόπο η Ωραία Ελένη έδειξε ότι πρέπει να ταξιδεύει προς νέες πατρίδες ο άνθρωπος που οργίζεται , που μέσα από την ορφή ξυπνά σκέψη ταξιδευτικής συνεχείας προς νέες Πατρίδες.