Τα γραμματικά πρόσωπα.
Με το α' ενικό πρόσωπο προσδίδεται αμεσότητα και ζωντάνια στο λόγο, προσλαμβάνει η ανάπτυξη υποκειμενικό χαρακτήρα και χρωματίζεται το ύφος με προσωπικό τόνο και σε ορισμένες περιπτώσεις με εξομολογητική διάθεση.
Με το β' ενικό πρόσωπο δημιουργείται κλίμα οικειότητας στην επικοινωνία του πομπού με το δέκτη, προσδίδεται ζωντάνια και αμεσότητα στο λόγο και σε ορισμένες περιπτώσεις χρωματίζεται το ύφος με διδακτικό τόνο.
Με το γ' ενικό πρόσωπο προσδίδεται αντικειμενικός τόνος στην εξέταση του θέματος, αποπροσωποποιείται ο λόγος και χρωματίζεται με ουδέτερο ύφος.
Με το α' πληθυντικό πρόσωπο προσδίδεται ζωντάνια και αμεσότητα στο λόγο, δημιουργείται κλίμα οικειότητας στην επικοινωνία του πομπού με το δέκτη και σε ορισμένες περιπτώσεις υπογραμμίζονται οι ευρείες διαστάσεις του εξεταζόμενου φαινομένου ως προβλήματος που αφορά όλους.
Με το β' πληθυντικό πρόσωπο δημιουργείται κλίμα οικειότητας στην επικοινωνία του πομπού με το δέκτη, προσδίδεται ζωντάνια και αμεσότητα στο λόγο και σε ορισμένες περιπτώσεις χρωματίζεται το ύφος με διδακτικό τόνο.
Με το γ' πληθυντικό πρόσωπο προσδίδεται αντικειμενικός τόνος στην εξέταση του θέματος, αποπροσωποποιείται ο λόγος και χρωματίζεται με ουδέτερο ύφος.
Χρησιμοποιώντας σημεία στίξης.
Τελεία: σημειώνεται α) στο τέλος μιας περιόδου, για να δηλώσει την ολοκλήρωση του νοήματος της και β) στις συντομογραφίες.
Άνω τελεία: δηλώνει μια παύση του λόγου που διαρκεί λιγότερο από την τελεία και περισσότερο από το κόμμα και συνήθως χρησιμοποιείται: α) στο τέλος μιας ημιπεριόδου και στην αρχή μιας άλλης, η οποία συμπληρώνει ή διασαφηνίζει το νόημα της πρώτης, β) στο χωρισμό δύο μερών μιας φράσης που συνδέονται μεταξύ τους με νοηματική σχέση αντίθεσης (π.χ. «Δεν ήταν ευκατάστατος, όπως νόμιζαν˙ άνθρωπος του μεροκάματου και της βιοπάλης ήταν») και γ) όταν παρατίθενται ή απαριθμούνται ορισμένα στοιχεία.
Κόμμα: δηλώνει μια μικρή παύση του λόγου ανάμεσα σε λέξεις ή προτάσεις και χρησιμεύει για να προσδιορίσει τη θέση και τη σχέση τους μέσα στην περίοδο.
θαυμαστικό: σημειώνεται στο τέλος επιφωνηματικών προτάσεων ή λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιούνται επιφωνηματικά και εκφράζει έντονες συναισθηματικές καταστάσεις (έκπληξη, θαυμασμό, επιδοκιμασία, φόβο, λύπη, αποδοκιμασία, ειρωνεία κτλ.).
Παρένθεση: περιέχει λέξεις ή φράσεις που διασαφηνίζουν, επεξηγούν και συμπληρώνουν τα λεγόμενα, αλλά θα μπορούσαν και να παραλειφθούν.
Ερωτηματικό: σημειώνεται στο τέλος μιας ευθείας ερώτησης και φανερώνει απορία, ερώτηση, ειρωνεία ή υπογραμμίζει τον αυτονόητο χαρακτήρα μιας ιδέας (ρητορική ερώτηση).
Εισαγωγικά: περικλείουν τα λόγια κάποιου που μεταφέρονται αυτούσια, παροιμίες και ρητά, τίτλους βιβλίων, επιγραφές και λέξεις, φράσεις που α) δε χρησιμοποιούνται με το ακριβές νόημα τους (π.χ. μεταφορική χρήση μιας λέξης, περιορισμός και σχετικοποίηση του νοήματος της κτλ.), β) χρωματίζονται με ειρωνική διάθεση, γ) αποτελούν ειδικούς όρους, δ) σημειώνονται εμφαντικά σε σχέση με τις άλλες.
Αποσιωπητικά: συνοδεύουν φράσεις που έμειναν ανολοκλήρωτες λόγω συγκίνησης, ντροπής κτλ. ή φράσεις με ολοκληρωμένο νόημα που χρωματίζονται με έναν τόνο περιφρόνησης, ειρωνείας ή απειλής.
Παύλα: χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αλλαγή προσώπου σε έναν διάλογο.
Διπλή παύλα: χρησιμεύει, όπως και η παρένθεση, για να περικλείσει παρέμβλητα νοήματα, που είναι όμως απαραίτητα για τη νοηματική πληρότητα του λόγου.
Διπλή τελεία: σημειώνεται μπροστά από φράσεις άλλων που μεταφέρονται αυτούσιες (συνήθως στον ευθύ λόγο ή γνωμικά και παροιμίες) ή μπροστά από μια απαρίθμηση, μια ερμηνεία, ένα επακόλουθο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
vasilios888@yahoo.gr