Φροντιστήρια
Παρακίνηση.
Α.
ΚΕΙΜΕΝΟ
[Πότε
ο διάλογος πρέπει να διακόπτεται]
Οι ωφέλειες λοιπόν του διαλόγου […] είναι
πολλαπλές και αναμφισβήτητες.
Και όμως, είπαμε, υπάρχουν περιπτώσεις όπου
είναι άχρηστος και επιζήμιος. Ποιες;
Πρώτα, η δυσάρεστη κατάσταση που δημιουργείται
όταν αυτός που
αντιλέγει δεν βρίσκεται στο ίδιο πνευματικό
επίπεδο με μας και […] δεν κατορθώνει
να συλλάβει και να εκτιμήσει σωστά το νόημα
των επιχειρημάτων μας, όχι από κακή
πρόθεση αλλά από άγνοια ή αγροικία. Εκθέτομε
λ.χ. μια θεωρία της Οικονομικής
επιστήμης ότι ο «φρόνιμος» πληθωρισμός, που
θερμαίνει με πιστώσεις την
παραγωγή αλλά δεν χάνει τον έλεγχο των τιμών,
είναι ορθή νομισματική
πολιτική[…]. Αίφνης αντιλέγει ένας συνδαιτυμόνας
και η συζήτηση αρχίζει σε τόνο
ζωηρό. Δίχως όμως και να προχωρεί, επειδή
ο άλλος δεν έχει τον απαιτούμενο
πνευματικό οπλισμό να την κάνει, με τις αντιρρήσεις
του, παραγωγική ή και απλώς
διαφωτιστική. Γίνεται τότε φανερό ότι ο διάλογος
είναι ανώφελος, και […] το
καλύτερο που έχομε να κάνομε είναι να τον
σταματήσομε.
Δεύτερη θα αναφέρω την περίπτωση όπου […]
ανακαλύπτουμε ότι, εξαιτίας
της διαφορετικής αγωγής και των ασύμπτωτων
φραστικών μας έξεων, με τις ίδιες
λέξεις ο καθένας μας εννοεί άλλα πράγματα
[…]. Προϋπόθεση του διαλόγου είναι η
κοινή γλώσσα· χωρίς αυτήν, το κάθε πρόσωπο
μονολογεί – ακούει, αλλά δεν
καταλαβαίνει το άλλο. Δεν φτάνει όμως να μιλούμε
και οι δύο ελληνικά ή αγγλικά,
για να συνεννοηθούμε απάνω σε ένα θέμα που
απαιτεί σοβαρήν αντιμετώπιση.
Πρέπει, μέσα στη γλώσσα που μιλούμε, να έχομε
παραδεχτεί και να
μεταχειριζόμαστε σταθερά την ίδια «συμβολική»,
να δίνομε δηλαδή στις λέξεις –
έννοιες το ίδιο περιεχόμενο […]. Εάν λ.χ.
είμαστε και οι δύο επιστήμονες και
πρόκειται, σε ιδιωτικό ή δημόσιο διάλογο,
να ξεκαθαρίσομε τις ιδέες μας απάνω σ'
ένα επίμαχο θέμα, όπως είναι η έννοια της
φυσικής νομοτέλειας έπειτα από τη
θεωρία των Κβάντα, πρέπει να έχομε και οι
δύο εκπαιδευτεί στην ορολογία και
στους φραστικούς κανόνες της σύγχρονης Φυσικής
[…]. Εάν κατά την ανάπτυξη των
απόψεών μας ανακαλύψομε […] ότι στου καθενός
τη «γλώσσα» οι λέξεις […] ούτε
το ίδιο πράγμα σημαίνουν ούτε συντάσσονται
κατά τον ίδιο λογικό κώδικα, […]
τρόπος να συνεννοηθούμε δεν υπάρχει […].
Θα εκθέσω και μια τρίτη ακόμη περίπτωση που
είναι η πιο συνηθισμένη
στην καθημερινή ζωή. Σ' αυτήν ο διάλογος αρρωσταίνει
από αλλεπάλληλες
παρεμβολές στοιχείων όχι απλώς ξένων, αλλά
αυτόχρημα εχθρικών προς την ομαλή
λειτουργία της διάνοιας, με αποτέλεσμα να
χάσει κάθε ίχνος γονιμότητας, ν' αρχίσει
να περιστρέφεται χωρίς διέξοδο γύρω από το
ίδιο σημείο, όπως η βίδα που άνοιξε
πολύ μεγάλη τρύπα δεν πιάνει πια και αχρηστεύεται,
ή όπως ο τροχός που
στριφογυρίζει στην ίδια θέση δεν προχωρεί
αλλά ανάβει και φθείρεται. Έτσι
αποσυντίθεται σε αυτοεπαναλαμβανόμενους μονολόγους
που μετατρέπουν τη
συζήτηση σε ανιαρή λογοκοπία και σε διαμάχη
λογικής αυτοκαταστροφής ...