Νεοελληνική Γλώσσα Β Γυμνασίου. Ενότητα 2 Φύλλο εργασίας



Φύλλο Εργασίας Δομημένης Μορφής

Στη Νεοελληνική Γλώσσα της Β Γυμνασίου
  Ενότητα 2η :Ζούμε με την οικογένεια.

Α   Υπομνήσεις:

1)  Θυμήσου τα βασικά για την περίληψη ενός κειμένου. Υπάρχουν  πληροφορίες στο τέλος του φύλλου εργασίας.

2) Οικογένεια: σύνολο προσώπων, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολύ στενό συγγενικό δεσμό (ο πατέρας, η μητέρα και τα παιδιά τους) και συνήθως ζουν στην ίδια κατοικία.

 3) Η παραπάνω εικόνα δείχνει μια οικογένεια. Μίλα μας για τη δική σου .Τα μέλη της τη σχέση μεταξύ τους. Ποιο από τα μέλη της  είναι το πιο αγαπημένο σου; Τι αλλαγές θα ήθελες να γίνουν;

Β  ΔΡΑΣΕΙΣ:
4) Παρακολούθησε το βίντεο με το τραγούδι που αναφέρεται στη μητέρα. Διάβασε και τους στίχους και προσπάθησε να περιγράψεις εικόνες –σκηνές  από τη σχέση με το αγαπημένο πρόσωπο της μητέρας.
  
5 )   Στα παρακάτω κείμενα ο Ν Καζαντζάκης μιλάει για τα δύο αγαπημένα του πρόσωπα τη μητέρα του και τον πατέρα του.
α) Ποια είναι η σχέση του με τον καθένα;β) Υπάρχουν διαφορετικά συναισθήματα;
γ) Με ποιο τρόπο πιστεύεις πως μας διαμορφώνει η σχέση που έχουμε με τους γονείς μας;

Νέα παιδαγωγική- Ν Καζαντζάκης

Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο· μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευούμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ-Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιάν αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα· το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
O πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάδεψε· τινάχτηκα· ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαδέψει· σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
— Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος· κάμε το σταυρό σου.
O δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι· κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα· μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
— Ετούτος είναι ο γιος μου, του ’πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παρέδωκε στο δάσκαλο.
— Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
— Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη· έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.

 «Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της.
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ’ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια.
Οι ώρες που περνούσα με την μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να’ ταν ο αγέρας ανάμεσά μας και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με την φαντασία μου
6) Διάβασε το κείμενο που αναφέρεται στον παππού .Θυμήσου τι είναι η εκτεταμένη οικογένεια .Θα σου άρεσε να ζεις με τον παππού και τη γιαγιά και γιατί;
Λέον Τολστόι «Ο παππούς και το εγγονάκι»
Ο  παππούς είχε γεράσει πολύ. Τα πόδια του δεν τον πήγαιναν, τα μάτια του δεν έβλεπαν, τ’ αυτιά του δεν άκουγαν. Δόντια δεν είχε. Κι όταν έτρωγε, του χυνόταν το φαγητό. O γιος του και η νύφη του δεν τον έβαζαν πια μαζί τους στο τραπέζι, αλλά του ’διναν να φάει πάνω στη μεγάλη χτιστή χωριάτικη  θερμάστρα  όπου πλάγιαζε.
                Κάποτε που του βάλανε να φάει στο πήλινο πιάτο, του ξέφυγε από τα χέρια, έπεσε κι έσπασε. Η νύφη του άρχισε τότε να τον μαλώνει πως όλα τα χαλάει στο σπίτι και σπάει τα πιάτα. Τέλος του είπε πως αποδώ και πέρα θα του 'διναν να τρώει στην ξύλινη γαβάθα. O παππούς αναστέναξε μόνο και δεν είπε τίποτα.
Μια μέρα ο άντρας με τη γυναίκα του παρακολουθούσαν που ο γιος τους μαστόρευε κάτι σκαλίζοντας ένα μικρό κούτσουρο. O πατέρας λοιπόν τον ρώτησε:
«Τι φτιάχνεις εκεί, Μίσα;».
Κι ο Μίσα απαντά:
«Φτιάχνω μια μεγάλη γαβάθα, πατερούλη. Όταν εσύ κι η μάνα μου γεράσετε, θα σας ταΐζω σ' αυτήν τη γαβάθα».
O άντρας κι η γυναίκα του κοιτάχτηκαν και δάκρυσαν. Νιώσανε ντροπή που είχαν προσβάλει τον παππού. Κι από τότε τον βάλανε να τρώει μαζί τους στο τραπέζι και τον πρόσεχαν όπως πρέπει.

7)     α)  Στο παραπάνω κείμενο: α) Να βρείτε τη χρονική βαθμίδα και το ποιόν ενέργειας των υπογραμμισμένων ρημάτων.
β) Να μεταφέρετε τα ρήματα αυτά στους άλλους χρόνους στο πρόσωπο και τον αριθμό που βρίσκονται.
γ) Να βρείτε το ενεστωτικό και το αοριστικό θέμα στα ρήματα.
δ) Βρες δύο μονολεκτικούς και δύο περιφραστικούς τύπους ρήματος στο κείμενο.
 8)   Χρησιμοποιώντας διάφορους τύπους της οριστικής του ρήματος  πηγαίνω να σχηματίσεις φράσεις που να δείχνουν : α) πραγματικό ,β) δυνατό , γ) πιθανό , δ)ευχή ,  ε) παράκληση
9)   Χρησιμοποιώντας τα ρήμα παίρνω στην Υποτακτική να σχηματίσεις φράσεις που να φανερώνουν :  α) προτροπή , β) απορία , γ) προσταγή δ) ευχή, ε). επιθυμία .
  10)   Συνεργάσου με τον διπλανό σου και αναγνώρισε το είδος στα παρακάτω σύνθετα κοντόχοντρος, αγριάνθρωπος,  καλόκαρδος,  μεγαλούπολη,  αφισοκολλώ, στενόμακρος, πηγαινοέρχομαι, μοιρολάτρης, καλότυχος, πολύχρωμος, ασθενοφόρο
11)     Χρησιμοποίησε τις παρακάτω λέξεις ως α΄ συνθετικό και φτιάξε από μια σύνθετη λέξη. Στη  συνέχεια αναγνώρισε το είδος: πολύς, μακρύς, μεγάλος, χαρτί, ξανά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

vasilios888@yahoo.gr