Διαγώνισμα Νέων Ελληνικών κειμένων.



ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ –ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ εις το μάθημα των Νέων Ελληνικών κειμένων.



Α.Κείμενο.

Γ.Βιζυηνού:το αμάρτημα της μητρός μου.

 

 «Εν τούτοις όταν μετά δύο ετών νέαν απουσίαν ήλθεν η μήτηρ μου να με ιδή εις την Κωνσταντινούπολη,εθεώρησα καλόν να κάμω υπέρ αυτής κάτι το επιβλητικώτερον.

   Εξενιζόμην τότε εν τω περιφανεστέρω της Πόλεως οίκω,εν ώ έσχον αφορμήν να γνωρισθώ με τον Πατριάρχην Ιωακείμ τον δεύτερον.Ενώ μίαν ημέραν συνεβαδίζομεν μόνοι υπό τας αμφιλαφείς του κήπου σκιάς,τω εξέθηκα την ιστορίαν κι επεκαλέσθην την επικουρίαν του.Το ύψιστον αυτού αξίωμα,το εξαίρετον κύρος,μεθ΄ού περιβάλλεται πάσα θρησκευτική του ρήτρα,έμελλεν αναμφιβόλως να εμπνεύσει εις την μητέραν μου,την πεποίθησιν της αφέσεως του κρίματός της.Ο αείμνηστος εκείνος γέρων επαινέσας τον περί τα θρησκευτικά ζήλον μου,μοι υπεσχέθη την πρόθυμον σύμπραξίν του.

   Ούτω λοιπόν ωδήγησα μετ’ ολίγον την μητέρα μου εις το Πατριαρχείον διά να εξομολογηθή εις την Παναγιότητά του.

   Η εξομολόγησις διήρκεσε πολλήν ώραν και εκ των νευμάτων και εκ των ρημάτων του Πατριάρχου εννόησα ότι εχρειάσθη να διαθέση όλην την δύναμιν της απλής και ευλήπτου ρητορικής του,όπως επιφέρη το ποθητόν αποτέλεσμα.

   Η χαράν μου ήτον απερίγραπτος.Η μήτηρ μου απεχαιρέτησε τον γεραρόν Ποιμενάρχην μετ’ ειλικρινούς ευγνωμοσύνης και εξήλθε των Πατριαρχείων τόσον ευχαριστημένη,τόσον ελαφρά,ως εάν ήρθη από της καρδίας αυτής μία μεγάλη μυλόπετρα.

   Όταν εφθάσαμεν εις το κατάλυμά της,εξήγαγεν εκ του κόλπου της ένα σταυρόν,δώρον της Παναγιότητός του,τον εφίλησε,και ήρχισε να τον περιεργάζεται,βυθιζομένη ολίγον κατ’ ολίγον εις σκέψεις.

   -Καλός άνθρωπος,τη είπον,αυτός ο Πατριάρχης.Ορίστε;Τώρα πια πιστεύω,ότι ήλθεν η καρδία σου,στον τόπον της.

   Η μήτηρ μου δεν απεκρίθη.

   -Δεν λέγεις τίποτε,μητέρα;την ηρώτησα μετά τινός δισταγμού;

   -Τι να σε πω,παιδί μου!απήντησε τότε σύννους καθώς ήτον.Ο Πατριάρχης είναι σοφός και άγιος άνθρωπος.Γνωρίζει όλαις ταις βουλαίς και τα θελήματα του Θεού,και συγχωρνά ταις αμαρτίαις όλου του κόσμου.Μα τι να σε πώ!Είναι καλόγερος .Δεν έκαμε παιδιά,για να μπορεί να γνωρίση,τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο του το παιδί.!

   Οι οφθαλμοί της επληρώθησαν δακρύων και εγώ εσιώπησα.»



   Β.ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ.

1)Ποια στοιχεία της αφήγησης του Γ.Βιζυηνού,διακρίνεις στο παραπάνω απόσπασμα;

            

                                                                                  10 μον.

2)Πώς θα χαρακτήριζες τη γλώσσα του συγγραφέα στο παραπάνω απόσπασμα;Γιατί;

                                                                                  15 μον.

3)Ποιο δραματικό ρόλο παίζει το παραπάνω απόσπασμα στην όλη ιστορία που εκτυλίσσεται στο «αμάρτημα της μητρός μου;».

                                                                                   15 μον.

4)Ποια οπτική γωνία εστίασης διαφαίνεται στο παραπάνω κείμενο;Γιατί;

                                                                                    10 μον

5)Στο παρακάτω διήγημα του Κ.Χατζόπουλου  «το σπίτι του δασκάλου»,υπάρχει μία κοινή αφηγηματική κατάληξη με το διήγημα του Γ.Βιζυηνού «το αμάρτημα της μητρός μου».Μπορείς να την εντοπίσεις και να την δικαιολογήσεις;

 

   «Προχωρήσαμε κι οι τέσσερες μαζί.Μπρος ο πατέρας και ο κλητήρας,πίσω εμείς τα δύο παιδιά.Άμα φθάσαμε,ο κλητήρας έδεσε στο μπράτσο μία κορδέλα μπλάβα και χτύπησε την πόρτα.Μα οι γειτόνοι,φαίνεται,μόλις μας είδαν το προφτάσαν της δασκάλας,και κείνη κλείσθηκε μέσα και σύρτωσε την πόρτα.Ο κλητήρας ξαναχτύπησε.Στο τρίτο χτύπημα έπεσε η πόρτα σωριασμένη χάμω στο όνομα του νόμου.

   Η δασκάλα παρουσιάσθηκε στη μέση από το σωρό τα’ αχτένιστα κεφάλια και μας κοίταζε χλωμή κι ασάλευτη.Δεν έκαμε ούτε κίνημα  ν΄αντισταθεί.Βοήθησε μάλιστα και κουβαλήσαμε έξω το ξύλινο κρεββάτι,όπου κοιμόταν με το δάσκαλο,ένα κουτσό τραπέζι με μερικά σκαμνιά,και δύο τρία παλαιά παπλώματα,και στρώματα.Από τα στρώματα χυνόταν τα άχυρα καθώς τα φέρναμε έξω,και μέσα σε άλλα δύο τρία ξεκάρφωτα σεντούκια και καλάθια στοίβαξε η δασκάλα τα ρούχα των παιδιών,μαζί με πιάτα,μπρίκια,καυκιά,και ό,τι άλλο είχαν.Τα κουβαλήσαμε και τα σωριάσαμε στο δρόμο.Απάνω στο σωρό κάθησαν τα ξιπόλητα παιδιά,άλλος σωρός αυτά,και γύρω μαζευθήκαν οι γειτόνοι και κοιτάζαν.

   Ο πατέρας έκραξε αμέσως μαραγκό,και ξαναέστησε την πόρτα.Την κλείδωσε έπειτα και φύγαμε.

   Ο αγοραστής περίμενε στο μαγαζί του άλλου δρόμου,και πρόσταξε και φέρανε ρακιά,όταν ο πατέρας του έδωσε το κλειδί μπροστά στον κλητήρα.

   Όπως γυρίζαμε ύστερα στο σπίτι οι ώμοι του πατέρα κουνιόνταν στον αέρα σαν φτερά.Και το βράδυ στο τραπέζι τον είδαμε να κάθεται πρώτη φορά με σηκωμένο μέτωπο και να τολμά να βλέπει τον παππού στα μάτια.».



                                                                                           Β.Δ.Μακρυπούλιας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

vasilios888@yahoo.gr